Αλέκα Ζορμπαλά, Γιώργος Οικονομάκης, Χρίστος Τουλιάτος
Μετά παρέλευση δεκαετίας από τις συλλήψεις και παραπομπές σε δίκες με την κατηγορία της συμμετοχής στη 17Ν και τον ΕΛΑ, μέσα σε ένα κλίμα κατευθυνόμενης και συστηματικά καλλιεργούμενης νέας τρομοϋστερίας και με αφορμή ένα άρθρο των Αλέκου Αναγνωστάκη και Γιάννη Ελαφρού με τίτλο «Επανάσταση ή Τρομοκρατία;» (Πριν 26/01/2014) καταθέτουμε κάποιες σκέψεις μας για το θέμα της επαναστατικής βίας και των μορφών πάλης του κινήματος.
Βασική μας Παραδοχή:
Η πρακτική της λεγόμενης επαναστατικής βίας «όταν αποσυνδέεται από τις ανάγκες και το επίπεδο ανάπτυξης των μαζικών κινημάτων τείνει να εξελιχθεί σε μία ένοπλη προπαγάνδα ερήμην των μαζών και να προσλάβει, στο βαθμό που συντηρείται μακροχρόνια, θεαματικά-μιλιταριστικά χαρακτηριστικά μιας εκπροσώπησης ερήμην των ενδιαφερομένων» (Δ. Μπελαντής και Γ. Οικονομάκης, «Πολιτική Βία, Ηγεμονία και Πάλη των Τάξεων», Ουτοπία τ. 57 & τ. 58, 2003-2004).
Έχει αναπτυχθεί μια επιχειρηματολογία στην αριστερά, «επίσημη» και αντικαπιταλιστική, στην οποία και θέλουμε να αναφερθούμε.
Α) Η παράνομη-βίαιη πρακτική, η προερχόμενη από την αριστερά, ή την αναρχία πρόσφατα, είναι στην πραγματικότητα και στην πλειονότητά της δημιούργημα των κρατικών μηχανισμών
Χωρίς να μπορούμε με απολυτότητα να αποκλείσουμε –ως θεωρητική δυνατότητα– ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα λέγαμε καθαρά, ότι κάτι τέτοιο θα πρόκειται για εξαίρεση και δεν είναι αυτή η περίπτωση των γνωστών στην Ελλάδα οργανώσεων, διότι
1) δεν έγινε ποτέ εκείνη η μεγάλη προβοκάτσια ενάντια στο λαϊκό κίνημα που θα δικαιολογούσε βάσιμα την υπόνοια, ότι το κράτος στήνει «τρομοκρατία» και
2) αρκετοί από τους συλληφθέντες στο παρελθόν (17Ν, ΕΛΑ), αλλά και πρόσφατα (ΕΑ, ΣΠΦ) έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη και δεν νομίζουμε ότι μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρότητα ότι ήταν στημένοι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών.
Β) Η «Τρομοκρατία» (ή το Αντάρτικο Πόλης) ζημιώνει το λαϊκό κίνημα, γιατί εμποδίζει τη μαζική ταξική οργάνωση και εργατική χειραφέτηση
Στο άρθρο των Αναγνωστάκη & Ελαφρού γίνεται επίκληση κλασικών του μαρξισμού για το ζήτημα αυτό. Ο Λένιν πράγματι έγραφε, σχετικά, μεταξύ άλλων:
«η σημερινή τρομοκρατία, όπως τη χρησιμοποιούν και την προπαγανδίζουν οι σοσιαλιστές-επαναστάτες, δεν έχει καμιά σχέση με τη δουλειά στις μάζες, για τις μάζες και μαζί με τις μάζες… αποτραβά τις εξαιρετικά ολιγάριθμες οργανωτικές δυνάμεις μας από το δύσκολο και κάθε άλλο παρά εκπληρωμένο ακόμη καθήκον τους της οργάνωσης επαναστατικού εργατικού κόμματος…» (Β. Ι. Λένιν, «Γιατί πρέπει η Σ.-Δ. να κηρύξει πόλεμο στους Σ.-Ε.» (1902), Άπαντα τ. 6, Σύγχρονη Εποχή, 1986, σελ. 373-77, οι υπογραμμίσεις του Λένιν).
Από τη διατύπωση ωστόσο του Λένιν: «η σημερινή τρομοκρατία, όπως τη χρησιμοποιούν και την προπαγανδίζουν…» συνάγεται, ότι δεν «απορρίπτεται» καταρχήν η «τρομοκρατία» γενικώς, αλλά η συγκεκριμένη «τρομοκρατία» στη συγκεκριμένη συγκυρία, εφόσον αυτή αντιβαίνει στην ιεράρχηση των καθηκόντων μαζικής δράσης του κινήματος και της οργάνωσης του επαναστατικού κόμματος. Επομένως, ο Λένιν κάνει σαφές ότι η κριτική προς την «τρομοκρατία» γίνεται υπό όρους ταξικής συγκυρίας, και όχι από θέση αρχής.
Η «τρομοκρατία» είναι «άχρηστη» όταν αποκόπτεται από τη μαζική πάλη, αλλά μαζική πάλη και «τρομοκρατία» δεν αλληλοαποκλείονται εξ ορισμού, αντιθέτως στόχος του επαναστατικού κόμματος είναι ο συνδυασμός τους (εννοείται υπό το κριτήριο της ταξικής συγκυρίας). Γράφει χαρακτηριστικά ο Λένιν:
«η τρομοκρατία είναι άχρηστη γιατί χωρίς τον εργαζόμενο λαό είναι ανίσχυρες, εντελώς ανίσχυρες οποιεσδήποτε βόμβες. […] Χωρίς να αρνούμαστε καθόλου καταρχήν τη βία και την τρομοκρατία, απαιτήσαμε δουλειά για την προετοιμασία τέτοιων μορφών βίας, που να στηρίζονται στην άμεση συμμετοχή των μαζών και να εξασφαλίζουν αυτή τη συμμετοχή» (Β. Ι. Λένιν, «Επαναστατικός Τυχοδιωκτισμός» (1902), Μέρος Ι, Απάντα τ. 6, όπ.π., σελ. 378-88, οι υπογραμμίσεις του Λένιν).
Γ) Είναι θέση αρχής η εναντίωση όχι απλώς στην «ατομική βία» αλλά και στην «ομαδική βία»
Σταχυολογούμε: «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα» (ΣΥΡΙΖΑ), «επανάσταση, χωρίς να σπάσει ούτε ένα τζάμι» (Παπαρήγα-ΚΚΕ), «τέχνη της εξέγερσης» με κύριες μορφές πάλης του οργανωμένου μαζικού κινήματος (που «τρομοκρατούν» τους αστούς) το συλλαλητήριο και την απεργία, με την επισήμανση, ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε έναν «κοινωνικό αγώνα» και όχι μια «μηχανική αντίδραση» όπως στην περίπτωση ενεργειών βίας (Αναγνωστάκης & Ελαφρός), «καταδίκη της βίας, απ’ όπου και αν προέρχεται» και με την όποια μορφή και αν εκφράζεται (ιδίως ΔΗΜΑΡ).
Βασικό συστατικό όλων των παραπάνω ο «αυτοπεριορισμός», ως προς τις μορφές πάλης του κινήματος.
Η αριστερά de facto σέβεται και αναγνωρίζει, πως το μονοπώλιο της βίας ανήκει στο κράτος, που έχει το ειδικό, ηθικό δικαίωμα (με αστυνομία και στρατό) ακόμα και να σκοτώνει. Ακόμα και οι καταλήψεις δημοσίων χώρων ή κτιρίων πρέπει να έχουν χροιά «συμβολική», για να μην εκφεύγουν της νομιμότητας, όπως ορίζεται από το σύστημα εξουσίας.
Για το θέμα αυτό, ας ανατρέξουμε και πάλι στον Λένιν και ειδικότερα στην αρχή της ανάλυσής του στον «Παρτιζάνικο Πόλεμο», (1906), Άπαντα τ.14, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σελ.1-12. Εκεί υποστηρίζει, ότι από θέση αρχής καμία μορφή πάλης δεν μπορεί να απορριφτεί από το μαρξισμό. Ο μαρξισμός δέχεται (χωρίς περιορισμούς) διαφορετικές μορφές πάλης που εμφανίζονται θα λέγαμε άλλοτε πιο συνειδητά άλλοτε αυθόρμητα στην πορεία του κινήματος, στην ανάπτυξη της μαζικής πάλης. Ο μαρξισμός μάλιστα δεν επινοεί αλλά προσδίδει «συνειδητότητα» σε διαφορετικές μορφές πάλης.
Και συνεχίζει:
«Το κίνημα δεν το αποδιοργανώνει η παρτιζάνικη δράση, μα η αδυναμία του κόμματος, που δεν μπορεί να πάρει στα χέρια του τη δράση αυτή» (στο ίδιο, οι υπογραμμίσεις του Λένιν).
Επομένως, το πρόβλημα για τον Λένιν δεν είναι «η παρτιζάνικη δράση» καθεαυτή, αλλά ο χαρακτήρας που μπορεί να λάβει αποκομμένη από την καθοδήγηση του επαναστατικού κόμματος (το ζήτημα της «συνειδητότητας»). Κρίσιμη στην ανάλυση του Λένιν η κάθε φορά ταξική συγκυρία (συγκεκριμένη κατάσταση).
Ο Λένιν αναλύοντας τη συγκεκριμένη κατάσταση κάνει ξεκάθαρη την ιδιαιτερότητα της «ένοπλης πάλης» που
«πήρε αναμφισβήτητα πλατιά ανάπτυξη και εξάπλωση μόλις το 1906, δηλαδή ύστερα από την εξέγερση του Δεκέμβρη. Η όξυνση της πολιτικής κρίσης ως το βαθμό της ένοπλης πάλης και ιδιαίτερα η αύξηση της ανέχειας, της πείνας και της ανεργίας στα χωριά και στις πόλεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο ανάμεσα στις αιτίες που προκάλεσαν την πάλη που περιγράφουμε» (στο ίδιο).
Δεν την ταυτίζει με την παλιά «τρομοκρατία» και δεν την θεωρεί καν «τρομοκρατία»:
«Η συνηθισμένη εκτίμηση της πάλης που εξετάζουμε συνοψίζεται στα έξης: πρόκειται για αναρχισμό, για μπλανκισμό, για την παλιά τρομοκρατία, για ενέργειες μεμονωμένων ατόμων, ξεκομμένων από τις μάζες, ενέργειες που διαφθείρουν τους εργάτες, απωθούν απ’ αυτούς τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού, αποδιοργανώνουν το κίνημα, ζημιώνουν την επανάσταση. […] Το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λετονίας (τμήμα του ΣΔΕΚΡ) εκδίδει τακτικά σε 30.000 φύλλα την εφημερίδα του. Σε ειδική στήλη δημοσιεύονται οι κατάλογοι των χαφιέδων, που η εξόντωση τους είναι υποχρέωση κάθε τίμιου ανθρώπου. Οι συνεργάτες της αστυνομίας κηρύσσονται ‘εχθροί της επανάστασης’ και τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου και με κατάσχεση της περιουσίας τους. … Στον τελευταίο απολογισμό του κόμματος σημειώνεται ότι από τις 48.000 ρούβλια έσοδα το χρόνο, τις 5.600 ρούβλια, που προέρχονται από απαλλοτριώσεις τις έχει προσφέρει το τμήμα της Λιμπάβας για όπλα. […] Κανείς δεν θα τολμήσει να ονομάσει αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία τη δράση αυτή των Λετονών σοσιαλδημοκρατών. Αλλά γιατί; Γιατί εδώ είναι ξεκάθαρη η σχέση της νέας μορφής πάλης με την εξέγερση που έγινε το Δεκέμβρη και που ωριμάζει ξανά. Στην περίπτωση ολόκληρης της Ρωσίας η σχέση αυτή δεν φαίνεται τόσο καθαρά, όμως υπάρχει. Η εξάπλωση της ‘παρτιζάνικης’ πάλης ύστερα ακριβώς από το Δεκέμβρη, η σχέση της με την όξυνση όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της πολιτικής κρίσης είναι πράγματα αναμφισβήτητα» (στο ίδιο, οι υπογραμμίσεις του Λένιν).
Τονίζει μάλιστα ο Λένιν ότι οι αρχές του μαρξισμού επιβάλλουν, να μην προβάλλονται αστοχίες της «παρτιζάνικης δράσης» με στερεότυπα περί «τρομοκρατίας» κ.λπ. ενάντια στην ενεργή συμμετοχή του κόμματος στη δράση αυτή:
«Εν ονόματι όμως των αρχών του μαρξισμού απαιτούμε κατηγορηματικά να μη ξεφεύγουμε από την ανάλυση των συνθηκών του εμφύλιου πολέμου, με χιλιοειπωμένες και στερεότυπες φράσεις για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία, να μην προβάλλονται οι άστοχες μέθοδοι παρτιζάνικης δράσης, που χρησιμοποιήθηκαν… στην τάδε περίοδο, σαν σκιάχτρο στο ζήτημα της ίδιας της συμμετοχής της σοσιαλδημοκρατίας στον παρτιζάνικο πόλεμο γενικά» (στο ίδιο).
Ακολούθως, στη βάση της ανάλυσης του Λένιν δεν προκύπτει μια από θέση αρχής απόρριψη της «τρομοκρατίας», γενικότερα της ένοπλης πάλης, όπως συνάγεται από το άρθρο των Αναγνωστάκη & Ελαφρού. Επιπλέον, οι μορφές πάλης μπορεί και να εναλλάσσονται. Κριτήριο και πάλι η ιστορικά-συγκεκριμένη κατάσταση στο πεδίο ενός κοινωνικού σχηματισμού. Γράφει ο Λένιν σχετικά:
«ο μαρξισμός απαιτεί αναμφισβήτητα την ιστορική εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης. Το να βάζει κανείς το ζήτημα αυτό έξω από την ιστορικά-συγκεκριμένη κατάσταση σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνει το αλφάβητο του διαλεκτικού υλισμού× στις διαφορετικές στιγμές της οικονομικής εξέλιξης, σε εξάρτηση από τους διαφορετικούς όρους πολιτικούς, εθνικοπολιτιστικούς, βιοτικούς κτλ., οι διαφορετικές μορφές πάλης προωθούνται στην πρώτη γραμμή, γίνονται κύριες μορφές πάλης, και σε συνάρτηση μ’ αυτό, αλλάζουν με τη σειρά τους και οι δευτερεύουσες, οι επικουρικές μορφές πάλης. Το να προσπαθεί κανείς ν’ απαντήσει με ένα ναι ή ένα όχι στο ζήτημα που άφορα ένα ορισμένο μέσο πάλης, χωρίς να εξετάσει λεπτομερειακά τη συγκεκριμένη κατάσταση του δοσμένου κινήματος στο δοσμένο βαθμό ανάπτυξής του, σημαίνει ότι εγκαταλείπει εντελώς το έδαφος του μαρξισμού» (στο ίδιο, οι υπογραμμίσεις του Λένιν).
Προκύπτει λοιπόν, ότι, μέσα και μόνον από την ανάλυση του Λένιν (αντιθέτως από τη συνήθη εκλεκτικιστική ανάγνωση του έργου του, βλ. π.χ. μεταξύ άλλων και N. Μπογιόπουλος, «Ξηρός: Ένας χρήσιμος… ελεύθερος», enikos.gr , 23/01/2014), μπορεί να γίνει κατανοητό ότι σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες και κοινωνικούς σχηματισμούς μπορούμε να βρούμε διαφορετική βαρύτητα των διάφορων μορφών πάλης ή εναλλαγές τους.
Η ένοπλη πάλη έχει υπάρξει σε ειδικές-ιστορικές συγκυρίες και σε συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς όχι απλώς η κύρια αλλά η, κατά βάση, μοναδική μορφή πάλης (όταν η ανάπτυξη μαζικού κινήματος και η οργάνωση μαζικού-επαναστατικού κόμματος ήταν αδύνατη), η οποία εκ των υστέρων δημιούργησε σχέση με τις μάζες. Πώς να γίνει λοιπόν κατανοητή, για παράδειγμα, η κουβανέζικη επανάσταση η οποία εκκινεί με τους 82 αγωνιστές του κινήματος της 26ης Ιούλη, που μετά τον αποδεκατισμό τους έμειναν μόνο 17 (μαζί με τον Τσε) και συνέχισαν έναν αγώνα με νικηφόρα κατάληξη, από όσους «ξεμπερδεύουν» με την ένοπλη πάλη καταγγέλλοντας τους «Ζορό»;
Αντιγράφουμε από την Εργατική Αλληλεγγύη («Η κουβανέζικη επανάσταση: 60 χρόνια από την επίθεση στη Μονκάδα», τ. 1083, 31/07/2013): «η σχέση του Κάστρο και των συντρόφων του με αυτή την τάξη [την εργατική] ήταν ανύπαρκτη. Όταν τον Απρίλη του 1958 το Κίνημα 26 Ιούλη κήρυξε γενική απεργία (από το βουνό) δεν απέργησε κανείς. Στην πραγματικότητα, ένας αντάρτικος στρατός –με μια ηγεσία που δεν είχε οργανικούς δεσμούς με καμιά κοινωνική τάξη– ανέτρεψε μια δικτατορία και η ηγεσία του ανέλαβε να πλάσει την κουβανέζικη κοινωνία με βάση τις ελπίδες και τα οράματά της».
Ή πώς να γίνει κατανοητός ο Γκεβαρισμός της επαναστατικής εστίασης («φοκισμός») ή το ολιγομελές αρχικά ένοπλο κίνημα των Ζαπατίστας, που πορεύτηκε σε μια αυτόνομη εδαφική, πολιτικοοικονομική και κοινωνική συγκρότηση;
Έχοντας υπόψη μας την προηγηθείσα ανάλυση, μπορεί να υποστηριχτεί η επόμενη διαπίστωση:
Η αποκήρυξη, επί της ουσίας, της πολλαπλότητας των μορφών πάλης του κινήματος οδηγεί στον κυβερνητισμό ή/και στον οικονομισμό
Είναι σαφές για ένα σημαντικό κομμάτι του κινήματος και της αριστεράς ότι η άμεση και γενική (άνευ όρων και προϋποθέσεων) αποκήρυξη της βίας και οι όρκοι στη «δημοκρατία» είναι η βασιλική οδός για το ρεφορμιστικό κυβερνητισμό τύπου ΣΥΡΙΖΑ (στ’ αχνάρια της ΔΗΜΑΡ). Εδώ κυριαρχεί το δίπολο λεγκαλισμός-κυβερνητισμός.
Ωστόσο, για την αντικαπιταλιστική, επαναστατική και κομμουνιστική αριστερά η (έστω και έμμεση) γενική αποκήρυξη της βίας, και ευρύτερα αποκήρυξη της πολλαπλότητας των μορφών πάλης του επαναστατικού κινήματος, οδηγεί στον οικονομισμό –δηλαδή στην απουσία αυτοτελούς επαναστατικής πολιτικής γραμμής. Στη λογική, για παράδειγμα, Αναγνωστάκη & Ελαφρού οι μορφές πάλης (ή «η τέχνη της εξέγερσης») εξαντλούνται στις μέχρι τώρα «νόμιμες» και αποδεκτές μορφές οικονομικού αγώνα, δηλαδή συλλαλητήρια και απεργίες. Το δίπολο λεγκαλισμός-οικονομισμός στην περίπτωση αυτή οδηγεί και στην υποτίμηση ταυτόχρονα του οριακού ενδεχόμενου μίας «στιγμής» κυβερνητικής-κοινοβουλευτικής κατάληψης της εξουσίας στο πλαίσιο μίας επαναστατικής στρατηγικής και υπό συνθήκες παλλαϊκού ξεσηκωμού –με συγκροτημένες δομές του εργατικού-λαϊκού κινήματος και πρακτικές πολλαπλότητας μέσων πάλης-άμυνας του κινήματος. Θεωρούμε ότι το δίπολο λεγκαλισμός-οικονομισμός ενυπάρχει στις αντιλήψεις τόσο του σημερινού ΚΚΕ όσο και σε μέρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ειδικότερα, το «μεταβατικό» πρόγραμμα που συζητείται εντός της αντικαπιταλιστικής αριστεράς «αποστειρώνεται» στα πλαίσια μιας τέτοιας λογικής από μορφές πάλης που μπορεί να αναδειχθούν σημαντικές σε μέλλουσες συγκυρίες: εντελώς σχηματικά από τα «δεξιά» από την κοινοβουλευτική μορφή διεκδίκησης της εξουσίας και από «αριστερά» από την επαναστατική βία και την ένοπλη πάλη-αντίσταση απέναντι σε καθεστωτική εκτροπή. Έτσι, καταλήγει σε ένα πολιτικοσυνδικαλιστικό πρόγραμμα πάλης για το «κίνημα» όπου κίνημα εννοείται –τελικά οικονομίστικα με την κλασική λενινιστική αντίληψη περί οικονομισμού ως υποτίμησης του πολιτικού επιπέδου– η μεταπολιτευτική μορφή διάρθρωσης και οργάνωσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος (συνδικάτα, σωματεία, επιτροπές αγώνα, λαϊκές συνελεύσεις).
Μια τέτοια «θεσμική» και οικονομίστικη πρόσληψη των κοινωνικών συγκρούσεων είναι λάθος να θεωρείται ως «τέχνη της εξέγερσης» από την αντικαπιταλιστική αριστερά. Πρόκειται για μια φορμαλιστική και γραφειοκρατική αντίληψη των μορφών πάλης που βλέπει γραμμικά την ανάπτυξη του κινήματος, αγνοεί τη δυναμική του, τις αυθόρμητες τάσεις των μαζών, που τόσο πρόσεχε όπως είδαμε ο Λένιν, την έκβαση της ταξικής πάλης, την κίνηση του αντιπάλου και τη μορφή της αστικής διακυβέρνησης. Έχουμε τη γνώμη ότι αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα πίσω από τα «απεταξάμην» προς την «τρομοκρατία».
Η εκ νέου αποκήρυξη της «τρομοκρατίας» προσφέρεται ως μέσο για να δηλώσει για άλλη μια φορά (μετά το 2002) η αριστερά (ιδίως η αντικαπιταλιστική) ότι θα είναι τόσο «ανεύθυνη» στρατηγικά όσο μπορεί το σύστημα να ανεχθεί. Και οδηγεί τακτικά στην πλήρη υποτίμηση της ανάγκης λήψης πολιτικοοργανωτικών μέτρων πρόληψης και προστασίας απέναντι στην κρατική καταστολή και τη φασιστική απειλή. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ταρακούνησε συνειδήσεις και βεβαιότητες. Η κρατική κατασταλτική διαχείριση της Χρυσής Αυγής με τις φυλακίσεις μελών της οδήγησε δυστυχώς και πάλι σε εφησυχασμό.
Αλλά μια τέτοια αριστερά του εφησυχασμού και «αυτοπεριορισμού» δεν μπορεί να είναι ούτε αντικαπιταλιστική, ούτε επαναστατική, ούτε κομμουνιστική.