Ο Αλέξανδρος Χρύσης* μιλά στο Πριν για την ποιοτική αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας. Υπογραμμίζει τη σημασία ενός επιστημονικά τεκμηριωμένου πολιτικού πλαισίου προώθησης επιμέρους ρηγμάτων στο αστικό σύστημα εξουσίας με κομβικό στόχο την έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Μια μετωπική ριζοσπαστική Αριστερά, με καθοριστικό το ρόλο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε αναγκαία, τονίζει.
Συνέντευξη στον Γιάννη Ελαφρό
– Η κυβέρνηση Σαµαρά και Βενιζέλου εντείνει την καταστολή και διαµορφώνει ένα πυκνό αντιδηµοκρατικό πλέγµα. Ταυτόχρονα, η ίδια η ελληνική δηµοκρατία βρίσκεται υπό αυστηρή εποπτεία και οι περισσότερες αποφάσεις λαµβάνονται από όργανα της ΕΕ κυρίως αλλά και του ΔΝΤ. Διαµορφώνεται µια νέα ποιότητα;
– Δεν χωράει αµφιβολία ότι η κλιµακούµενη κρατική καταστολή, σε συνδυασµό µε τη λειτουργία του κοινοβουλίου ως µηχανισµού τυπικής διεκπεραίωσης των αποφάσεων της ελληνικής κυβέρνησης, µιας κυβέρνησης που µε τη σειρά της υλοποιεί την επιβεβληµένη από τα διευθυντήρια των Βρυξελλών και του Βερολίνου πολιτική, συνιστά «νέα ποιότητα», µετάλλαξη του τρόπου λειτουργίας της λεγόµενης ελληνικής δηµοκρατίας. Σε ιδεατό επίπεδο, και µε όρους πολιτικού φιλελευθερισµού, η εκτελεστική εξουσία εφαρµόζει τους νόµους που συµπυκνώνουν την κοινοβουλευτικά διαµορφούµενη θέση του κυρίαρχου, δηλαδή του λαού. Εν προκειµένω, η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, εκτελεί και επιβάλλει στον ελληνικό λαό τη συνισταµένη της βούλησης των πραγµατικών κυρίαρχων, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις αστικές τάξεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν πρόκειται για συγκυριακή παρέκκλιση από τη λειτουργία της αστικής δηµοκρατίας· πρόκειται για οργανική προσαρµογή των αστικών πολιτικών θεσµών –και όχι µόνο του κοινοβουλίου– στις δοµικές αναδιαρθρώσεις που µέσα στην κρίση και διαµέσου αυτής επιχειρεί ο διεθνής και εγχώριος καπιταλισµός.
– Κι όµως η Αριστερά παραµένει αυστηρά κοινοβουλευτική… Από την άλλη αναπτύσσεται και ο ακροδεξιός και νεοφασιστικός αντικοινοβουλευτισµός. Πώς απαντάµε;
– Απέναντι σε µια άκριτη αποδοχή και ενσωµάτωση στη λογική του αστικού κοινοβουλευτισµού, λογική που εκφράζουν στην πλειονότητά τους οι δυνάµεις του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτείται συστηµατική και τεκµηριωµένη κριτική. Μια κριτική µε στόχο την ανάδειξη αφενός µεν της ανάγκης της άµεσης συµµετοχής των πολιτών στα κοινά αλλά και των θεωρητικών και ιστορικών ορίων του αστικού κοινοβουλίου ως θεσµού που, µε ολοένα µάλιστα συρρικνούµενη την όποια σχετική αυτονοµία του, συµβάλλει στην πραγµάτωση των συµφερόντων της κυρίαρχης τάξης και των συµµάχων της. Από την άλλη πλευρά, µια ριζοσπαστική κριτική του κοινοβουλευτισµού πρέπει να οριοθετείται από τις ποικίλες µορφές και διαβαθµίσεις του δεξιού αντικοινοβουλευτισµού (νεοφιλελεύθερου, νεοσυντηρητικού, νεοφασιστικού).
Η ριζοσπαστική Αριστερά της εποχής µας, αξιοποιώντας τοn θεωρητικό πλούτο του µαρξισµού, οφείλει να µελετήσει διεξοδικά τις θεσµικές µεταλλάξεις του αστικού κοινοβουλευτισµού και να αποφύγει τις σχηµατικές προσεγγίσεις, που οδηγούν εντέλει και σε στείρες πολιτικές τοποθετήσεις. Για τη µαρξιστική ριζοσπαστική Αριστερά, που χαράσσει την πολιτική της διαλεκτικά, το ζητούµενο δεν είναι η κατάργηση αλλά η υπέρβαση του κοινοβουλευτισµού. Πρόκειται ουσιαστικά για την ανάγκη ενός πολύµορφου αγώνα εµβάθυνσης και διεύρυνσης της δηµοκρατίας, µε τρόπο που να αποκτήσει πολιτικά ουσιαστικό και κοινωνικά απελευθερωτικό περιεχόµενο – για να πάψει επιτέλους η δηµοκρατία να ταυτίζεται στην κοινή συνείδηση µε τις πιο εκφυλισµένες εκδοχές του αστικού κοινοβουλευτισµού.
– Τι σηµαίνει σήµερα για την Αριστερά, ειδικά εκείνη που επιµένει στην ανάγκη της επανάστασης και του κοµµουνισµού στην εποχή µας, το µέτωπο της δηµοκρατίας;
– Σηµαίνει µια επαναφορά, χωρίς ωστόσο λατρευτικές διαθέσεις, στο µέλλον που έχουν προαναγγείλει ως επαναστατική δυνατότητα η παρισινή Κοµµούνα και τα σοβιέτ του 1905 και του 1917. Για την Αριστερά που εµπνέεται από την επανάσταση και τον κοµµουνισµό, χωρίς όµως ιδεολογικούς µαξιµαλισµούς, χωρίς τάσεις απογείωσης από τον κόσµο του πραγµατικού, που εύκολα προσγειώνουν στον άνυδρο κόσµο του σεxταρισµού, το µέτωπο της δηµοκρατίας µπορεί και πρέπει να αποτελέσει όχι µόνον ανάχωµα στην πιο µαύρη αντιδραστική κρατική και παρακρατική πολιτική αλλά και αποφασιστική συµβολή στη διαδικασία µετάβασης προς το σοσιαλισµό.
– Παρά την καταιγιστική επίθεση του συνασπισµού κυβερνήσεων-κεφαλαίου–ΕΕ-ΔΝΤ οι αντιδράσεις των εργαζοµένων και του λαού παραµένουν ιδιαίτερα αναντίστοιχες. Τι φταίει και πώς µπορεί να ξεπεραστεί;
– Αναφερόµενοι στις αντιδράσεις των εργατικών και των ευρύτερων λαϊκών δυνάµεων, πρέπει να είµαστε προσεκτικοί, να σταθµίζουµε τις προσεγγίσεις µας και να µη σπεύδουµε να οδηγηθούµε σε εύκολα συµπεράσµατα. Θεωρώ ότι τουλάχιστον από το τέλος της δεκαετίας του 1970, διεθνώς και στη χώρα µας, οι ιδεολογικοί µηχανισµοί του καπιταλιστικού συστήµατος, µε αναβαθµισµένο το ρόλο των ΜΜΕ και του διαφηµιζόµενου λάιφ στάιλ προώθησαν και εδραίωσαν στην «κοινή συνείδηση» έναν µεταµοντέρνο τρόπο ζωής στηριγµένο στην πραγµατικότητα ενός άκρατου κοινωνικού κατακερµατισµού και ατοµικισµού αλλά και στην ψευδαίσθηση ότι το σύστηµα «έχει για όλους». Ανεξαρτήτως της οικονοµικής αποτελεσµατικότητάς του, ο «λαϊκός καπιταλισµός» εισχώρησε αποδοτικά στις συνειδήσεις των µεσαίων και µικροαστικών στρωµάτων αλλά και σηµαντικών τµηµάτων της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Με το πέρασµα του χρόνου, η ατοµική προσφυγή στο δανεισµό αντικατέστησε, σε µεγάλο βαθµό, τη συλλογική πάλη για βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας, ενώ εκτοπίστηκε στη σφαίρα του γραφικού ο αγώνας για κοινωνική απελευθέρωση. Δεν θα πρέπει να υποτιµήσουµε εξάλλου και τον ραγδαίο εκφυλισµό των συνδικαλιστικών, πολιτικών και πνευµατικών ηγεσιών στον τόπο µας, αλλά και διεθνώς, γεγονός που, µετά και την τραγωδία του λεγόµενου «υπαρκτού σοσιαλισµού», ώθησε ευρύτατες κοινωνικές δυνάµεις σε µια καλπάζουσα αποπολιτικοποίηση και στη λογική της κατ’ ανάθεσιν επίλυσης των κοινωνικών προβληµάτων, λογική στην οποία συνέβαλε ιδιαιτέρως και η κατά τόπους καθεστωτική Αριστερά. Ζούµε πράγµατι όχι µόνο µια δοµική οικονοµική κρίση, αλλά και τις οξύτατες πολιτισµικές συνέπειές της, η άρση των οποίων απαιτεί αγώνα για ριζική αλλαγή κλίµακας αξιών και τρόπου ζωής, αγώνα για διαµόρφωση συλλογικής συνείδησης και αντίστοιχης πρακτικής. Απαιτείται, και µάλιστα επιτακτικά, κατά την άποψή µου, µια νέου τύπου πολιτικοποίηση των υποτελών κοινωνικών τάξεων αλλά και της νεολαίας που πλήττεται υπαρξιακά από τη λαίλαπα της ανεργίας.
– Ποια πρέπει να είναι η «κατευθυντήρια ιδέα», το πολιτικό πλαίσιο-πρόγραµµα που θα εκφράσει τη δυνατότητα ενός άλλου δρόµου και θα εµπνεύσει τον κόσµο να αντεπιτεθεί;
– Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Με αφετηρία µια συστηµατική διεπιστηµονική έρευνα πρέπει να επεξεργαστούµε άµεσα ένα πολιτικό πλαίσιο προώθησης επιµέρους ρηγµάτων στο αστικό σύστηµα εξουσίας µε κοµβικό στόχο την έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Επιβάλλοντας εθνικοποιήσεις τραπεζών και µεγάλων επιχειρηµατικών µονάδων χωρίς αποζηµίωση, διεκδικώντας δηµόσια παιδεία, δηµόσια υγεία και ασφάλιση, ανάκτηση και προστασία των κοινωνικών και δηµοκρατικών δικαιωµάτων που πλήττονται βάναυσα στις µέρες µας κ.ά., ένα ταξικό αγωνιστικό κίνηµα µε εθνική αφετηρία και διεθνή δυναµική µπορεί να ανοίξει δρόµο προς έναν συνολικό κοινωνικό µετασχηµατισµό.
Μετωπική ανατρεπτική Αριστερά
– Η κυβέρνηση και γενικότερα οι συστημικές δυνάμεις υψώνουν τον μπαμπούλα της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ. «Έξω από το ευρώ και την ΕΕ είναι το χάος» λένε και σύμφωνα με τον Αντ. Σαμαρά όσοι παλεύουν για έξοδο από το ευρώ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι ακραίοι. Τα διλήμματα αυτά σε προηγούμενη φάση έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην ανακοπή της ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος. Πώς θα σηκώσει το γάντι η Αριστερά;
– Η αστική τάξη παίζει το χαρτί του εκφοβισμού των μαζών επικαλούμενη τον κίνδυνο που επιφυλάσσει η έξοδος από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Για να απαντήσει πειστικά η Αριστερά σε αυτό τον εκφοβισμό του λαού, δεν αρκεί η καταγραφή των σημείων ενός προγράμματος πάλης· απαιτείται η λειτουργία της ως κόμματος-συλλογικού διανοουμένου, που θα αναδείξει πολιτικά και θα συνδράμει αποφασιστικά στην επιστημονική θεμελίωση και επεξεργασία ενός τέτοιου προγράμματος. Η ρηχή συνθηματολογία φοβίζει και απωθεί το λαό, που αντιλαμβάνεται την έλλειψη επεξεργασίας μιας πειστικής εναλλακτικής απέναντι στη στρατηγική του αστικού καθεστώτος. Μια τέτοια πρακτική, σε συνδυασμό με μια συχνή υποτίμηση του αγώνα για τα καθημερινά και μια μαξιμαλιστική προβολή του απώτερου στρατηγικού στόχου, του κομμουνισμού, ρίχνει νερό στο μύλο των αστικών δυνάμεων εξουσίας.
Αλλά η πολιτική επάρκεια της ριζοσπαστικής Αριστεράς εξαρτάται, κατά την εκτίμησή μου, και από την ικανότητά της να συμβάλει στην εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής συσπείρωσης πολιτικών δυνάμεων στη βάση ενός συνεκτικού πολιτικού προγράμματος με κόμβο την έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Μια τέτοια ενωτική πολιτική δράση θα συμβάλει στην κλιμάκωση των αγώνων των εργαζομένων και της νεολαίας μέχρι τη νίκη, η εδραίωση της οποίας απαιτεί, χωρίς αμφιβολία, και την ανάπτυξη ενός διεθνούς εργατικού κινήματος.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ευρωπαϊστής, το ΚΚΕ θεωρεί ότι ο στόχος της αποδέσμευσης από την ΕΕ έχει νόημα μόνο σαν πλευρά της πάλης για λαϊκή εξουσία. Είναι λοιπόν αναγκαία στο φόντο αυτό μια άλλη Αριστερά, μετωπική και ανατρεπτική, η οποία θα σηκώσει το πολιτικό βάρος του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος;
– Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δηλώνει γενικά ευρωπαϊστής. Δηλώνει υποστηρικτής της ευρωζώνης και, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις και αποπροσανατολισμό, προπαγανδίζει τη θέση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δυνατό να μεταρρυθμιστεί εκ των ένδον και σε προοδευτική κατεύθυνση. Από τη δική του πλευρά το ΚΚΕ συνθλίβει την τακτική στο όνομα του στρατηγικού στόχου της λαϊκής εξουσίας, την οποία εμπνέεται, μάλιστα, από τις χειρότερες στιγμές του «σοσιαλισμού που [δεν] γνωρίσαμε». Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς μια μετωπική ριζοσπαστική Αριστερά, με επιστημονικά τεκμηριωμένο πολιτικό λόγο, αυθεντικά διεθνιστική και ευρωπαϊκή, μια μετωπική και ανατρεπτική Αριστερά, μαχόμενη για το καθημερινό, εντάσσοντας «με λογισμό και μ’ όνειρο» τους αγώνες της στην προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης –και εδώ αναδεικνύεται πράγματι καθοριστικός ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ– είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε αναγκαία.
*Ο Αλέξανδρος Χρύσης διδάσκει Κοινωνική Φιλοσοφία και Φιλοσοφία της Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου