του Αντώνη Δραγανίγου
Η πολιτική πρόταση της μετωπικής συμπόρευσης είναι αναμφίβολα ανάγκη της περιόδου. Γεννήθηκε σαν αποτέλεσμα της αναζήτησης δρόμων για την ευρύτερη επίδραση στην κοινωνία του αντικαπιταλιστικού προγράμματος ρήξης με την κυρίαρχη αστική πολιτική, της έκφρασης του ανερχόμενου ρεύματος κατά του ευρώ και της ΕΕ, της επαφής με τους χιλιάδες αγωνιστές του κινήματος και της Αριστεράς που συνειδητοποιούν –με τον δικό τους αντιφατικό τρόπο– τα όρια και τις ανεπάρκειες της διαχειριστικής Αριστεράς, του ανοίγματος του δρόμου για την οικοδόμηση ενός μαζικού πόλου της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντι-ΕΕ Αριστεράς. Το ΝΑΡ έχει τοποθετηθεί με ανακοίνωση του Γραφείου της ΠΕ (διαβάστε την εδώ).
Η μετωπική πολιτική συμπόρευση είναι μια πρόταση «συμμαχίας» ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα το ρεύμα της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς με διαφορετικά ρεύματα – μεταξύ των οποίων και δυνάμεις που δεν εντάσσουν τον εαυτό τους στην αντικαπιταλιστική ή επαναστατική Αριστερά. Για παράδειγμα το Σχέδιο Β από την ίδρυσή του, η οποία σηματοδότησε μια θετική διαφοροποίηση από το ρεύμα του ευρωπαϊσμού της Αριστεράς, έχει στην προγραμματική του διακήρυξη μια σειρά θέσεις που τέμνονται σε βασικά ζητήματα με το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως την έξοδο από την ευρωζώνη, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, την εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Αυτά είναι θέσεις που αντικειμενικά μας φέρνουν σε ρήξη με βασικές, στρατηγικές αστικές επιλογές. Ωστόσο σε σημαντικό βαθμό, τόσο στα ντοκουμέντα του Σχεδίου Β όσο και στις δημόσιες τοποθετήσεις τού επικεφαλής του, υπάρχει σοβαρή αμφισημία σχετικά με το αν οι αλλαγές αυτές εντάσσονται σε ένα πολιτικό ιδεολογικό πλαίσιο ενός νέου «κεϋνσιανού» μοντέλου ή σε μία –ανολοκλήρωτη έστω– αντικαπιταλιστική προοπτική, σε μια μετακίνηση του συσχετισμού κεφαλαίου – εργασίας σε όφελος της εργασίας ή σε λογική ταξικής σύγκρουσης και ανατροπής.
Πιστεύουμε ότι, παρά τις προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές, είναι απόλυτα αναγκαία και δυνατή η μετωπική συμπόρευση με όσους τραβούν μια βαθιά διαχωριστική γραμμή με τον πολιτικό και ταξικό εχθρό των εργαζόμενων^ με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και των πολιτικών τους οργανισμών και εκπροσώπων^ με την πολιτική του «μαύρου μετώπου» των τραπεζιτών, των βιομηχάνων, των τοκογλύφων, ντόπιων και ξένων^ με την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, την τρόικα, την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με όσους παλεύουν για την ανατροπή τους. Με άλλα λόγια θέλουμε μια συμμαχία / συμπόρευση των δυνάμεων εκείνων που θα έχουν την ψυχή να σηκώσουν το γάντι στον Σαμαρά και να πουν: «Εμείς λοιπόν είμαστε οι δυνάμεις που θέλουν να φύγουμε από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που θα παλεύουμε εσάς και τα αφεντικά σας μέχρι τη νίκη».
Η πολιτική πρόταση της μετωπικής συμπόρευσης δεν αποτελεί άθροισμα «σημείων» και «επιμέρους πολιτικών στόχων». Τη διαπερνά μια «κόκκινη γραμμή», μια ενιαία και συνεκτική λογική που απαντάει στα θεμελιακά πολιτικά ερωτήματα τα οποία τίθενται σε κάθε μάχη, ιδιαίτερα στην ταξική πάλη. Ενάντια σε ποιον παλεύουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα; Στη βάση ποιου πολιτικού προγράμματος; Ποιος και πώς θα επιβάλει αυτήν τη λύση; Ποιος είναι ο τελικός μας στόχος;
Έτσι η πρόταση της συμπόρευσης έχει κεντρικό πολιτικό στόχο την ανατροπή της πολιτικής ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου, της δικομματικής κυβέρνησης που την εφαρμόζει, και κάθε κυβέρνησης με αντιλαϊκή πολιτική. Καλεί στην οργάνωση του λαού και στην ανασυγκρότηση του κινήματός του, γιατί οποιαδήποτε λύση σε όφελός του δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των δικών του αγώνων, ενός πανεργατικού και παλλαϊκού ξεσηκωμού, όχι ανέμελων κοινοβουλευτικών μαχών στα «χαρακώματα της βουλής». Κατανοεί ότι δεν μπορούν να υπάρξουν φιλολαϊκές πολιτικές εντός των μνημονιακών δεσμεύσεων και της ΕΕ, ούτε σταθερές και μόνιμες κατακτήσεις μέσα στο πλαίσιο μιας πολιτικής διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Προτείνει σαν πολιτική διέξοδο έναν άλλο δρόμο στην ελληνική κοινωνία, σε αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, με βάση το αναγκαίο πρόγραμμα. Έχει σαν τελικό στόχο να περάσει ο πλούτος και η εξουσία στα χέρια των εργαζομένων, επαναστατικές αλλαγές για να ανοίξει ο δρόμος προς μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική.
Αυτές οι θέσεις αποτυπώθηκαν τόσο στη 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και στην πολιτική πρόταση που έκανε προς τις δυνάμεις οι οποίες μετείχαν στη σύσκεψη της 3ης του Οκτώβρη.
Η πολιτική αυτή βάση δεν είναι το πλήρες πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν είναι «μειοψηφική», πρόταση «αντί» ή πρόταση μετώπου των «επαναστατικών δυνάμεων». Μια τέτοια πρόταση θα προϋπέθετε μια αντίληψη για τη σύνδεση τακτικής στρατηγικής και για το χαρακτήρα της επαναστατικής αλλαγής στην ελληνική κοινωνία. Μια καταρχήν κατεύθυνση για τους δρόμους οικοδόμησης του σοσιαλισμού και το άνοιγμα της συζήτησης για την κομμουνιστική προοπτική. Δεν προτείνουμε και δεν επιδιώκουμε κάτι τέτοιο.
Με βάση την πρόταση της μετωπικής συμπόρευσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήρε την πρωτοβουλία από το καλοκαίρι να γίνουν διμερείς συναντήσεις με όλες τις δυνάμεις της «άλλης Αριστεράς». Συγκάλεσε τη σημαντική σύσκεψη της 3ης του Οκτώβρη. Συνέχισε στέλνοντας στις δυνάμεις που συμμετείχαν σχέδιο κοινής δήλωσης. Πάει πολύ να εγκαλείται διαρκώς για «αντιενωτική» στάση, επειδή δεν υποχωρεί από κατακτημένες θέσεις, από θέσεις που συναντούν την επιδοκιμασία μεγάλων τμημάτων του λαού, για να φανεί «ενωτική».
Το γεγονός ότι άλλες δυνάμεις δεν έχουν τοποθετηθεί μέχρι τώρα πάνω στην πρόταση αυτή, το γεγονός ότι το Σχέδιο Β απέρριψε συνολικά τη συγκεκριμένη πρόταση σαν βάση συζήτησης, αντιπροτείνοντας μία «άλλη βάση συζήτησης» (το κείμενο 10 σημείων του σ. Ρούση), ή το γεγονός ότι στις σημερινές συζητήσεις μοιάζει διαρκώς να αμφιταλαντεύεται ακόμα και να υπαναχωρεί από θέσεις στις οποίες είχε συμφωνήσει στο παρελθόν (όπως η σαφής θέση για ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ) πάει πίσω την όλη διαδικασία και δημιουργεί ερωτήματα για την αποφασιστικότητα και τη δέσμευση των δυνάμεων αυτών στο αποφασιστικό προχώρημά της.
Το πολιτικό πρόγραμμα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του κόσμου της δουλειάς. Οι θέσεις του παλεύονται χρόνια μέσα στο μαζικό κίνημα. Είναι συνεκτικό και συγκεκριμένο. Δεν αξίζει στην Αριστερά να ψάχνουμε περίτεχνες διατυπώσεις στα χαρτιά λες και η πολιτική είναι πρόβλημα διατυπώσεων και λεκτικών χειρισμών.
Το θέμα της «δίδυμης»αποδέσμευσης από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί αναπόσπαστο κρίκο της όλης λογικής. Πρώτον γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την καρδιά της τρόικας, άρα το βαρύ πυροβολικό της μνημονιακής κόλασης. Δεύτερον, γιατί η ΕΕ αναλαμβάνει με άμεσο τρόπο την «επιτήρηση» της ελληνικής οικονομίας (έως την εξόφληση του 75% των δανείων του μηχανισμού στήριξης»), αναλαμβάνει δηλαδή μόνη της το ρόλο της τρόικας, η οποία μπορεί άλλωστε να διαλυθεί. Τρίτον, γιατί το χρέος βρίσκεται πλέον κατά 90% στα χέρια του «επίσημου τομέα» (ευρωπαϊκά κράτη, ΕΚΤ, μηχανισμός στήριξης) και οποιαδήποτε σκέψη για μονομερή διαγραφή του οδηγεί αναπόφευκτα σε ρήξη με τους θεσμούς αυτούς. Τέταρτον, γιατί με τη συνολική της αντιδραστική θεσμική συγκρότηση, με τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της, επιβάλλει καθημερινά στο σήμερα τα πιο στυγνά καπιταλιστικά συμφέροντα (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις σε δημόσια αγαθά, απελευθερώσεις των αγορών, Ειδικές Οικονομικές Ζώνες κ.λπ.). Οι αποφάσεις της είναι πάνω από το «εθνικό δίκαιο», καταργούν κάθε έννοια δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι η ρήξη και η αποδέσμευση από αυτό το ιμπεριαλιστικό τέρας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την παραμικρή φιλολαϊκή «μεταρρύθμιση», όχι για τον συνολικά άλλο δρόμο τον οποίο ευαγγελιζόμαστε!
Το «πλέγμα» των στόχων –κατάργηση των μνημονίων και καταγγελία των αποικιοκρατικών δανειακών συμβάσεων, διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, έξοδος από ευρώ και ΕΕ, άμεση βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων– αλληλοδιαπλέκονται και αποτελούν ο ένας προϋπόθεση του άλλου. Δεν είναι υποκειμενική μας εμμονή η συνολική τους προβολή.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα επιμείνει αποφασιστικά στο συνολικό προχώρημα και το άνοιγμα αυτής της διαδικασίας στους χιλιάδες αγωνιστές που αναζητούν μια άλλη Αριστερά.
Θα ενισχύει παράλληλα την πολιτική και οργανωτική της αυτοτέλεια, γιατί μόνο μια ισχυρή ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να επιδρά καθοριστικά στους αγώνες και να γίνει μοχλός ανακατατάξεων στην Αριστερά.
Η συμπόρευση αυτή είναι αναγκαία και δυνατή. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει δείξει ότι είναι αποφασισμένη να τον φτάσει σε θετική κατάληξη. Οι άλλες δυνάμεις;