του Θανάση Σκαμνάκη
«Όταν υπάρχει η αίσθηση της πραγματικότητας, και κανείς δεν θα αμφισβητήσει το δικαιολογημένο της ύπαρξής της, τότε πρέπει να υπάρχει ακόμα κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί αίσθηση του δυνατού. Όποιος την κατέχει, δεν λέει, λόγου χάρη: εδώ συνέβη ετούτο ή το άλλο, θα συμβεί, πρέπει να συμβεί* αλλά επινοεί: εδώ θα μπορούσε, θα ήταν σκόπιμο ή θα έπρεπε να συμβεί, και όταν κάποιος του εξηγεί ότι ένα πράγμα είναι όπως είναι, τότε αυτός σκέφτεται: μα θα μπορούσε να ήταν και αλλιώς. Έτσι η αίσθηση του δυνατού θα οριζόταν όντως ως η ικανότητα να σκέφτεται κανείς όλα όσα θα μπορούσαν εξίσου καλά να υπάρχουν, καθώς και να μη θεωρεί σπουδαιότερο το υπάρχον από το μη υπάρχον… Οι άνθρωποι με αίσθηση του δυνατού ζουν, όπως λένε, παγιδευμένοι σε ένα λεπτότερο ιστό ομίχλης, φαντασιώσεων, ονείρου και δυνητικών ευκτικών* παιδιά με αυτή την προδιάθεση υφίστανται το αποφασιστικό ξερίζωμά της με τη βία, ενώ τέτοιοι άνθρωποι χαρακτηρίζονται μπροστά τους φαντασιόπληκτοι, ονειροπαρμένοι, αδύναμοι χαρακτήρες και πολύξεροι ή μικρολόγοι.
Όταν θέλουν να παινέσουν αυτούς τους τρελούς, τους χαρακτηρίζουν επίσης ιδεαλιστές, αλλά είναι προφανές ότι αυτές οι έννοιες καλύπτουν μόνο τον ασθενή ιδεαλιστή, ο οποίος αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματικότητα ή την αποφεύγει κλαψιάρικα, δηλαδή τον τύπο εκείνο για τον οποίο η απουσία αίσθησης της πραγματικότητας αποτελεί όντως ανεπάρκεια. Το δυνάμει όμως δεν περιλαμβάνει μόνο τα όνειρα των ανθρώπων με αδύναμα νεύρα, αλλά και τις μη αφυπνισμένες ακόμη προθέσεις του Θεού. Ένα δυνατό βίωμα ή μια δυνατή αλήθεια δεν ισούνται αντίστοιχα με το πραγματικό βίωμα ή την πραγματική αλήθεια μείον την τιμή του πραγματικού, αλλά εμπεριέχουν, τουλάχιστον κατά τη γνώμη των οπαδών τους, κάτι πολύ θεϊκό, μια φωτιά, ένα πέταγμα, μια θέληση οικοδόμησης, ένα συνειδητό ουτοπισμό, που δεν φοβάται την πραγματικότητα, αλλά την αντιμετωπίζει σαν αποστολή και επινόηση… Είναι η πραγματικότητα που αφυπνίζει τις δυνατότητες… Εν τούτοις στο σύνολό τους ή κατά μέσο όρο παραμένουν πάντα οι ίδιες δυνατότητες, οι οποίες επαναλαμβάνονται μέχρις ότου έρθει κάποιος άνθρωπος που γι’ αυτόν το πραγματικό δεν έχει μεγαλύτερη σημασία από το νοούμενο. Και είναι αυτός που πράγματι δίνει νόημα και σκοπό στις νέες δυνατότητες, και αυτός τις αφυπνίζει. Ένα τέτοιο άτομο δεν είναι καθόλου μονοσήμαντη υπόθεση. Επειδή οι ιδέες του, εφόσον δεν έχουν χαρακτήρα ανώφελης φαντασιοπληξίας, δεν είναι παρά αγέννητες ακόμα δυνατότητες, έχει φυσικά και αυτός αίσθηση της πραγματικότητας* αλλά πρόκειται για αίσθηση της δυνάμει πραγματικότητας… Αυτός θέλει, θα λέγαμε το δάσος, ενώ ο άλλος θέλει τα δέντρα… Ή μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα αλλιώς: το άτομο με την κοινή αίσθηση της πραγματικότητας μοιάζει με ψάρι που χάφτει τ’ αγκίστρι και που δεν βλέπει την πετονιά., ενώ ο άνθρωπος με εκείνη την αίσθηση της πραγματικότητας, που μπορεί να ονομαστεί αίσθηση του δυνατού, ρίχνει την πετονιά του στο νερό αγνοώντας αν υπάρχει δόλωμα». Αυτά λέει ο Ρόμπερτ Μούζιλ στο: Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (εκδ. Οδυσσέας). Ας το αφιερώσουμε σ’ εκείνον που έζησε με μόνιμη την αίσθηση του δυνατού.