του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Για τη σχέση της Χρυσής Αυγής με το αστικό πολιτικό σύστημα και τα αστικά κόμματα οι απόψεις είναι διφορούμενες. Στην Αριστερά με γνώμονα τον ταξικό της ρόλο θεωρείται ακραία αστική δύναμη, που αντανακλά τις πιο επιθετικές τάσεις του καπιταλισμού. Μια πιο επιδερμική και περιορισμένη αντίληψη αυτής της εκδοχής υιοθέτησε και το Α΄ Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ (θεωρία των δύο μπλοκ). Στην αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ με γνώμονα το Μνημόνιο το πολιτικό σύστημα διαιρείται σε δύο μπλοκ: Το συστημικό μνημονιακό, που επεκτείνεται μέχρι τη Χρυσή Αυγή (αν και η τελευταία τυπικά απορρίπτει το Μνημόνιο) και το αντιμνημονιακό που εκπροσωπείται από την Αριστερά και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πολωτική αντίληψη δεν εκφράζει τις κυρίαρχες ιδεολογικές συντεταγμένες του ΣΥΡΙΖΑ που απολυτοποιούν την αυτονομία του πολιτικού από τον καθορισμό της οικονομίας. Αλλά απορρέει από δύο αντίδρομες δυνάμεις: Από το αριστερό χρώμα των κειμένων του συνεδρίου αλλά και από την καιροσκοπική προώθηση του διλήμματος δεξιά – ακροδεξιά εναντίον των δημοκρατικών δυνάμεων. Υιοθετώντας ο ΣΥΡΙΖΑ τα μανιχαϊστικά διλήμματα της πρώτης οκταετίας του ΠΑΣΟΚ, ευελπιστεί με τη συνταγή αυτή να δρέψει τους καρπούς της εκλογικής νίκης. Από την άλλη, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αγνοούν το οικονομικό – ταξικό κριτήριο και απολυτοποιούν το πολιτικό: Την αντίθεση, δηλαδή, αστικοδημοκρατικής και φασιστικής μορφής του αστικού κράτους. Η ίδια η Χρυσή Αυγή αυτοκαθορίζεται ως αντιμνημονιακή και μάλιστα αντισυστημική δύναμη.
Η αριστερή αντίληψη ορθά προσδιορίζει τον αστικό χαρακτήρα της πολιτικής του νεοναζιστικού μορφώματος με γνώμονα την ιστορία και την πολιτική της Χρυσής Αυγής, που πίσω από αντισυστημικά φτιασιδώματα κρύβει το αποκρουστικό αντεργατικό και αντιαριστερό πρόσωπό της. Αν όμως το ταξικό κριτήριο απολυτοποιηθεί, κινδυνεύουν να ταυτιστούν οι διάφορες μορφές της αστικής πολιτικής και να αγνοηθεί η σχετική αυτονομία του φασιστικού φαινομένου. Στον αντίποδα, η απολυτοποίηση της πολιτικής διαφοράς, αντίθεση αστικής δημοκρατίας και φασιστικής δικτατορίας και η αγνόηση της κυρίαρχης κοινής τους ιδιότητας ως μορφών του αστικού κράτους, οδηγεί στην απολυτοποίηση της φασιστικής πολιτικής, στη συγκάλυψη του ταξικού της χαρακτήρα. Ο ακριβής προσδιορισμός του ταξικού χαρακτήρα και της πολιτικής της Χρυσής Αυγής είναι καθοριστικός για την Αριστερά, αλλά και για τη Δεξιά, για τη διαμόρφωση της στάσης τους απέναντί της, ιδίως για την έκταση και το περιεχόμενο των συμμαχικών πολιτικών.
Σχετική αυτονομία ως προς την αστική πολιτική;
H αιτίαση προς τη μαρξιστική ανάλυση είναι ότι απολυτοποιώντας το ταξικό κριτήριο ομογενοποιεί διαφορετικά κόμματα (νεοφιλελεύθερα, κεντροδεξιά, σοσιαλδημοκρατία, ακροδεξιά) παραγνωρίζει δευτερεύουσες ή και θεμελιώδεις διαφορές τους. Έτσι, οδηγείται στο δογματισμό και το σεχταρισμό. Όμως ο προσδιορισμός του ταξικού χαρακτήρα αυτών των κομμάτων πραγματοποιείται σε αφηρημένο επίπεδο. Στο συγκεκριμένο επίπεδο ασφαλώς ενδιαφέρουν και λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές του αστικού αστερισμού κομμάτων. Οι διαφορές τους πρώτα απ’ όλα ως προς τη μορφή του αστικού κράτους (αστική δημοκρατία, φασιστική δικτατορία, κράτος έκτακτης ανάγκης, βοναπαρτισμός κ.ά.) ως προς το είδος διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας ως προς τις ιδεολογικές ιδιαιτερότητες (αστικά κόμματα ακόμη και με «σοσιαλιστικές» αναφορές), ιστορικές παραδόσεις, κοινωνική σύνθεση της ηγεσίας και της βάσης τους. Το αστικό κρατικό και κομματικό σύστημα στις ποικίλες μορφές του υπηρετούν την κεφαλαιοκρατία, δεν αποτελούν όμως απλό εργαλείο, που αυτή το χειρίζεται κατά βούληση. Έχουν σχετική αυτονομία, ανεξαρτησία απ’ αυτήν, υπηρετούν συμφέροντα του κόμματος ή και δικά τους, ευνοούν μερίδες του κεφαλαίου εις βάρος άλλων, διαφωνούν σε ορισμένες περιπτώσεις με την άρχουσα τάξη ή μερίδες της. Παράδειγμα: Τα γερμανικά μονοπώλια και οι τραπεζίτες ανέθεσαν στον Γ. Παπανδρέου την διεκπεραίωση του Μνημονίου. Στη συνέχεια όμως διαφώνησαν με τους ελιγμούς του, ιδίως με τον ελιγμό για δημοψήφισμα και τον αντικατέστησαν με τον Παπαδήμο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η αυτοτέλεια είναι αυξημένη. Αυτό συμβαίνει σε συνθήκες ρευστής ισορροπίας, όταν οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνούν όπως πρώτα και οι από κάτω δεν είναι αρκετά ισχυροί, για να καταλάβουν την εξουσία. Τότε η κρατική εξουσία παίρνει τη μορφή ουδέτερης δύναμης, ενώ σαφώς υπηρετεί την άρχουσα τάξη. Τέτοια καθεστώτα είναι η στρατιωτική και φασιστική δικτατορία, ο βοναπαρτισμός, το κράτος έκτακτης ανάγκης, η υπερενισχυμένη προεδρική εξουσία. Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε δύο περιπτώσεις. Αυτές οι μορφές εξουσίας είναι οι πιο αντιδραστικές. Η αριστερή θεωρία πρέπει παρά τον κοινό ταξικό τους χαρακτήρα να βλέπει την άκρα αντιδραστικότητα αυτών των μορφών και να τις αντιμετωπίζει δεόντως. Είναι εξίσου επικίνδυνο λάθος, θεωρητικά και πολιτικά, εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς τους αυτές οι κρατικές μορφές να αυτονομούνται απόλυτα από την αστική βάση και να θεωρούνται ουδέτερο και ιδιότυπο καθεστώς. Τούτων δοθέντων, τίθενται τα ερωτήματα:
Πρώτο: Ο αντιφασιστικός αγώνας στην τρέχουσα συγκυρία είναι αντικαπιταλιστικός αγώνας, ταυτίζεται με αυτόν, χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ειδοποιός διαφορά αστικής δημοκρατίας και φασιστικής δικτατορίας;
Δεύτερο: Στόχος του αντιφασιστικού αγώνα πρέπει να είναι η περιφρούρηση και αποκατάσταση απλώς της αστικής δημοκρατίας; Πρέπει, επομένως, στο αντιφασιστικό μέτωπο της συγκυρίας να εντάσσονται και οι αστικοδημοκρατικές δυνάμεις (όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ), έστω κι αν είναι φορείς της στυγνά νεοφιλελεύθερης μνημονιακής πολιτικής; Πώς θα αποφευχθούν τα σεχταριστικά λάθη του μεσοπολέμου, όταν η διατύπωση της θεωρίας του σοσιαλφασισμού από την Κομιντέρν απέτρεψε ευρύτερες συσπειρώσεις και λείανε το έδαφος της φασιστικής επιβολής;
Απάντηση: Πρώτο, για να μην γίνεται η ιστορία άκρατος και στρεβλός ιστορικισμός. Στη Γερμανία του μεσοπολέμου δεν είχε τεθεί γενικά θέμα σύμπηξης μετώπου των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου, αλλά θέμα αντιφασιστικής ενότητας της εργατικής τάξης και των πολιτικών εκφραστών της (σοσιαλδημοκρατικό κόμμα – κομμουνιστικό κόμμα).
Δεύτερο, είναι αλήθεια ότι το κομμουνιστικό κόμμα μετεωριζόταν μεταξύ της ενιαιομετωπικής πολιτικής του τρίτου και τέταρτου συνεδρίου της Κομιντέρν και της θεωρίας του σοσιαλφασισμού. Ολόκληρη όμως η ιστορική αλήθεια είναι ότι το κομμουνιστικό κόμμα, τουλάχιστον δύο φορές πρότεινε αντιφασιστική συμμαχία στη σοσιαλδημοκρατία, προσκρούοντας στην άρνησή της: Όταν καθαιρέθηκε με προεδρικό διάταγμα η νόμιμη κυβέρνηση της Πρωσίας το 1932 και όταν ο Χίντεμπουργκ το 1933 όρισε καγκελάριο τον Χίτλερ.
Καθοριστικά υπεύθυνοι για την εισβολή του ναζιστικού ολοκληρωτισμού είναι η άτυπη συμμαχία των σοσιαλδημοκρατών (με τη λογική του μικρότερου κακού) και των αστικοδημοκρατικών δυνάμεων, που αντί να αποτρέψουν τη δικτατορία, της άνοιξαν το δρόμο. Συμπέρασμα: Για το αντιφασιστικό μέτωπο δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον ο ταξικός χαρακτήρας του φασισμού και να αποκλείονται οι μη αντικαπιταλιστικές δυνάμεις (σοσιαλφασισμός). Ούτε να απολυτοποιείται ο δικτατορικός πολιτικός χαρακτήρας του φασισμού και να συγκροτείται μια αστικοδημοκρατική συμμαχία, που μπορεί να ενσωματώσει την Αριστερά και δεν προστατεύει καν την αστική δημοκρατία (γερμανική σοσιαλδημοκρατία και αστικές δυνάμεις).
Ας δούμε το ζήτημα στη σημερινή συγκυρία. Είναι αποτρεπτική για τη Χρυσή Αυγή μια συμπαράταξη της Αριστεράς με αστικοδημοκρατικές δυνάμεις; Όμως η ΝΔ και το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ δεν έχουν εξαπολύσει ισοπεδωτική επίθεση μόνο στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Υπονομεύουν και την ίδια την αστική δημοκρατία, επιβάλλοντας καθεστώς έκτακτης ανάγκης, καταργώντας τα εργασιακά κοινωνικά, πολιτικά δικαιώματα, απενεργοποιούν το κοινοβούλιο (κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός), παραβιάζουν κατάφωρα το αστικό σύνταγμα.
Κυβερνούν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και προεδρικά διατάγματα (όπως ο Χίντεμπουργκ στη δημοκρατία της Βαϊμάρης) εθίζοντας το λαό στην κατάργηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και απονομιμοποιώντας το δικαίωμα αντίστασης με τη μηχανή των παράνομων απεργιών, των επιστρατεύσεων και της απαγόρευσης των συγκεντρώσεων.
Αλλά μήπως τα πογκρόμ της αστυνομίας κατά των μεταναστών, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η μετάθεση στις καλένδες του αντιρατσιστικού νόμου δεν πριμοδοτούν τη χρυσαυγίτικη λογική και πρακτική;
Με ποια λογική λοιπόν να συμμαχήσεις με το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ, που υπονομεύει την αστική δημοκρατία, για να την προστατέψεις; Από την άλλη, το αντιφασιστικό δημοκρατικό μέτωπο δεν είναι σκόπιμο να περιορίζεται στις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις.
Σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, παρά το συστημικό προσανατολισμό της ηγεσίας του, δεν πρέπει να αγνοείται η ευαισθησία του κόσμου του για τη δημοκρατία και η ύπαρξη ισχυρής αριστερής πτέρυγας στους κόλπους του.