του Γιώργου Μιχαηλίδη
Η μάχη του Μελιγαλά που διήρκεσε τρεις μέρες και τελείωσε στις 15 Σεπτεμβρίου με πρωταγωνιστή τις δυνάμεις της αντίστασης, στρεφόταν εναντίον των συνεργατών των ναζί που είχαν οχυρωθεί στο μικρό αυτό χωριό. Πολλοί ταγματασφαλίτες πέθαναν από τα χέρια χωρικών που τα προηγούμενα χρόνια είχαν υποστεί τα πάνδεινα.
Από τον Μελιγαλά στα Γιαννιτσά
Κανόνας η ατιμωρησία των συνεργατών των Ναζί
Η μάχη του Μελιγαλά υπήρξε η πιο σημαντική κι αιματηρή μάχη κατά την επιχείρηση εκκαθάρισης της Πελοποννήσου από τα ένοπλα δωσιλογικά στοιχεία (Τάγματα Ασφαλείας) την οποία ανέλαβε ο ΕΛΑΣ το καλοκαίρι του ’44. Όντας μια μάχη με έντονο συμβολισμό, κατέστη σημείο αναφοράς για τους υποστηρικτές των δύο παρατάξεων. Για τους μεν συμπαθούντες τα Τάγματα Ασφαλείας, ο Μελιγαλάς αποτελεί μνημείο κομμουνιστικής βαρβαρότητας και δείγμα του τι θα συνέβαινε αν τελικά το ΕΑΜ επικρατούσε. Για τους συμπαθούντες το ΕΑΜ, ο Μελιγαλάς αποτελεί δείγμα της πολεμικής ανωτερότητας του ΕΛΑΣ και «όαση» τιμωρίας των δωσιλόγων μες στη γενικότερη ατιμωρησία τους από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Σήμερα, η περίπτωση Μελιγαλά διατηρεί το έντονο φορτίο της και αξιοποιείται κυρίαρχα από την ακροδεξιά για να στηρίξει την προπαγάνδα της για το «βάρβαρο χαρακτήρα του κομμουνισμού» και το δίκαιο και αναγκαίο χαρακτήρα των αντικομμουνιστικών διώξεων. Με αποσιωπημένο τον πραγματικό χαρακτήρα της μάχης και αποσπασμένος από το γενικότερο πλαίσιο της εποχής, ο Μελιγαλάς προβάλλεται ως το άκρον άωτον της «κόκκινης τρομοκρατίας». Όπως θ’ αποδειχθεί παρακάτω, η τριήμερη μάχη του Μελιγαλά εμφανίζει εντελώς διαφορετικά ποιοτικά στοιχεία και υστερεί σε αθώα θύματα ακόμα κι από απλά περάσματα ένοπλων δωσιλογικών τμημάτων από χωριά, που άφηναν πίσω τους αμέτρητους νεκρούς αμάχους, όπως οι 109 γυναίκες και κορίτσια που είχαν φονευθεί λίγες μέρες πριν κατά την επιδρομή Γερμανών και Ελλήνων συνεργατών τους στο Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944, κι ενώ σύσσωμος ο ΕΛΑΣ της περιοχής Γιαννιτσών καταδίωκε τους Γερμανούς που αποχωρούσαν απ’ την Ελλάδα, ένοπλοι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών με επικεφαλής τους Πούλο, Σκαπέρδα και Σίαρη εισέβαλαν στην πόλη, συγκέντρωσαν τους άνδρες 12 έως 80 ετών, ανάγκασαν κάποιους εξ αυτών να σκάψουν έναν λάκκο διαστάσεων 4 επί 6 και βάθους 2,5 μέτρων και σφαγίασαν περί τους 100 άοπλους.
Σατανική σύμπτωση. Οι σημερινοί επίγονοι των ταγματασφαλιτών, χρυσαυγίτες, «τίμησαν» φέτος τους νεκρούς των Γιαννιτσών, όπως προσπάθησαν να «τιμήσουν» και πέρυσι τους νεκρούς του Χορτιάτη. Τη μια μέρα στα Γιαννιτσά, την άλλη στο Μελιγαλά. Προφανώς, «καταδικάζουν τη βία του ’44 απ’ όπου κι αν προέρχεται». Πιάνουν τόπο τελικά τα μαθήματα ισοσκελισμού των ευθυνών («κόκκινη» και «μαύρη» βία, πάντως βία) και αποϊδεολογικοποίησης της σύγκρουσης της δεκαετίας του ’40, των καθηγητών Καλύβα και Μαραντζίδη. Χάιδεψαν τους μπλοκαδόρους της Κοκκινιάς και εξέθρεψαν τους μπλοκαδόρους του Κερατσινίου.
Τάγματα Ασφαλείας στην υπηρεσία των Γερμανών
Εξετάζοντας το κάθε ιστορικό γεγονός, δεν πρέπει να το αποκόβουμε απ’ το ιστορικό πλαίσιο μες στο οποίο εντάσσεται. Ήδη από το ’43 ο διορισμένος από τους Γερμανούς πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ράλλης, είχε εξαγγείλει τη δημιουργία ενόπλων τμημάτων με κύριο στόχο την πάταξη του κομμουνιστικού κινδύνου, όπως αυτός εμφανιζόταν μέσα από τη ραγδαία ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ σε όλη την Ελλάδα. Οι ίδιοι οι Γερμανοί, εξοπλίζοντας την αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, πετύχαιναν την υποδαύλιση των εμφύλιων συγκρούσεων και την εξοικονόμηση γερμανικών δυνάμεων, πλήρως απαραίτητων μετά την αρνητική τροπή που λάμβανε γι’ αυτούς ο πόλεμος. Έτσι, τα Τάγματα Ασφαλείας δημιουργούνται την άνοιξη του ’44 και αμέσως ξεκινούν να σκορπούν τον τρόμο στους υποστηρικτές του ΕΑΜ, άλλοτε δρώντας μόνα τους κι άλλοτε ακολουθώντας τις γερμανικές επιχειρήσεις. Ο στενός δεσμός ανάμεσα στα ΤΑ και τους Γερμανούς φαίνεται από τις ευχαριστήριες επιστολές που ανταλλάσσουν καθώς και από πρωτοβουλίες των ΤΑ, όπως η εκτέλεση 40 ΕΑΜιτών από το τάγμα Καλαμών – Μελιγαλά ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού Κρεντς στη Λακωνία από δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Λόγω αυτού τους του ζήλου μάλλον οι Γερμανοί ενέτασσαν στους καταλόγους θυμάτων τους και τους νεκρούς ταγματασφαλίτες… Συγκεκριμένα, στη Μεσσηνία τα ΤΑ διαπράττουν σειρά εκκαθαρίσεων τόσο μέσα στην πόλη της Καλαμάτας όσο και σε ΕΑΜοκρατούμενα χωριά. Είναι η ίδια εποχή που στην Αθήνα και την επαρχία γίνονται τα πιο αιματηρά μπλόκα κι επιδρομές με θύματα εκατοντάδες μέλη του ΕΑΜ και όχι μόνο.
Αλλά από ποιους στελεχώθηκαν, ποια ήταν η δύναμη και πού βασιζόταν η στράτευση στα Τάγματα Ασφαλείας; Τα ίδια τα SS υπολόγιζαν τη δύναμη των ΤΑ στα τέλη Αυγούστου του ’44 σε 16.625 άνδρες. Βέβαια, η πραγματική δύναμή τους μάλλον ξεπερνούσε τις 20.000. Πρόκειται δηλαδή για έναν διόλου ευκαταφρόνητο δωσιλογικό στρατό, αν αναλογιστούμε ότι ο ΕΛΑΣ τότε μπορούσε να παρατάξει γύρω στις 53.000 μαχητές (χωρίς τις εφεδρείες). Για να εξηγήσουμε την προθυμία ένταξης σε έναν ένοπλο δωσιλογικό στρατό, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε μειοψηφική μεν, εμφανής δε όψη της εποχής, ενώ επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επιρροή του αντικομμουνισμού και των φασιστικών ιδεών σε μια κρίσιμη μάζα Ελλήνων καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου (ΕΕΕ, μεταξικό καθεστώς κ.α.). Η υπεροχή του ΕΑΜ από το ’43 και τα αντίποινα του ΕΛΑΣ προς τους συνεργάτες των κατακτητών, τοπικές διαφορές και προσωπικές υποθέσεις υπήρξαν επίσης λόγοι στράτευσης στα ΤΑ, όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ικανή εξήγηση για τη μαζικότητα του φαινομένου. Αντιθέτως, βασικότερο αίτιο της συνεργασίας με τον κατακτητή ήταν η προσπάθεια μερίδας της ελληνικής κοινωνίας να υπερασπιστεί τα προνόμια (οικονομικά, κοινωνικά) που διατηρούσε ή είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ένα μίγμα λοιπόν οικονομικών/ταξικών παραγόντων και προσωπικών εμπειριών/βιωμάτων καθόριζε την πολιτική στάση των υποκειμένων στην Κατοχή. Αυτό που δεν πρέπει να υποτιμούμε, και συχνά υποτιμάται από ιστορικούς, είναι ότι πρόκειται για βαθιά πολιτικές επιλογές που εντάσσονται σε συνολικότερα πολιτικά σχέδια. Έτσι, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ δεν μπορούσε να παραβλέψει το πολιτικό σχέδιο που εξόφθαλμα εξυφαινόταν εναντίον τους από τις δωσιλογικές αρχές και τον κατακτητή. Πολλώ δε μάλλον, που ως συνεπής αντιστασιακή δύναμη αλλά ακόμα και με βάση τις δεσμεύσεις της απέναντι στους Συμμάχους, όφειλε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του κατακτητή άρα και τα Τάγματα Ασφαλείας που ήταν εξοπλισμένα από αυτόν και δρούσαν για λογαριασμό του.
Όταν προς το τέλος του καλοκαιριού του ’44 οι Γερμανοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο, ο ΕΛΑΣ ενίσχυσε τις δυνάμεις του και οργανώθηκε για να διαλύσει τα Τάγματα Ασφαλείας που πλέον ασκούσαν εξουσία στη θέση των Γερμανών. Έτσι, αφού στις 9 Σεπτεμβρίου ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Καλαμάτα, έστρεψε τις δυνάμεις του στην κωμόπολη του Μελιγαλά, μια κωμόπολη με 2.800 κατοίκους το 1940, η οποία αποτελούσε ορμητήριο των ΤΑ και στην οποία είχαν οχυρωθεί πάνω από χίλιοι ταγματασφαλίτες από όλες τις γύρω περιοχές. Η πολιορκία του Μελιγαλά ξεκίνησε με την άρνηση των ταγματασφαλιτών να παραδοθούν, διήρκεσε τρεις μέρες και τελείωσε στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 με συντριβή των δυνάμεών τους. Μετά τη λήξη της μάχης, εξαγριωμένοι χωρικοί από τα γύρω χωριά που είχαν υποστεί τη βία των Ταγμάτων Ασφαλείας εισήλθαν στο Μελιγαλά ζητώντας εκδίκηση. Κατά γενική ομολογία σ’ αυτούς οφείλονται οι πιο άγριες δολοφονίες. Οι επικεφαλής των Ταγμάτων και όσοι δικάστηκαν ως συμμετέχοντες ή συνεργάτες, εκτελέστηκαν και πετάχτηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο πηγάδι λίγο έξω απ’ τον Μελιγαλά, μαζί με τους νεκρούς ΕΛΑΣίτες, όπως μαρτυρούν συμμετέχοντες στη μάχη.
Εδώ χρειάζονται λίγα λόγια για τα θύματα. Η επίσημη εκδοχή, αυτή του «Συλλόγου Θυμάτων» Μελιγαλά, αναφέρει 1.144 ονόματα απ’ τα οποία κάτοικοι του Μελιγαλά ήταν οι 108, γυναίκες οι 18, ηλικιωμένοι επίσης οι 18, έφηβος ένας και κανένα παιδί. Τα ονόματα που είναι γραμμένα στο μνημείο είναι 787 από 61 πόλεις και χωριά. Τι σημασία έχουν αυτοί οι αριθμοί; Μα φυσικά στο ότι αποδεικνύουν ότι η επιχείρηση εναντίον του Μελιγαλά δεν ήταν μια τυφλή πράξη εκδίκησης απέναντι σε μια μη κομμουνιστική κωμόπολη, μα αντιστασιακή επιχείρηση, απόλυτα ενταγμένη στα συμμαχικά πλαίσια και οδηγίες, απέναντι στην έδρα ενός πανίσχυρου δωσιλογικού τάγματος της περιοχής.
Ακόμα περισσότερο, η κατηγοριοποίηση των θυμάτων δεν επιτρέπει την υποστήριξη της θέσης ότι υπήρξαν μαζικά αντίποινα εναντίον αμάχων. Αυτή η πραγματικότητα, όπως κι η συνολικότερη πρακτική στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα ανάγκαζε Βρετανούς και Εθνική Κυβέρνηση, παρά την ανησυχία τους για το δυνάμωμα του ΕΛΑΣ, να νομιμοποιήσουν και να αποδεχθούν τις δολοφονίες δωσιλόγων και ταγματασφαλιτών. Ώσπου, να τους εντάξουν για τα καλά στο «εθνικό στρατόπεδο» τον Δεκέμβρη του ’44.