Η Κυριακή 21η Ιουλίου 1974, ο «γερός στρατός» της χούντας κι ορισμένοι παραλληλισμοί
του Διονύση Ελευθεράτου
‘Οπως και εφέτος, Κυριακή «έπεφτε» η 21η Ιουλίου 1974. Δεύτερη ημέρα του «Αττίλα», της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, που μεθοδεύτηκε έπειτα από το ανεκτίμητο δώρο της ελληνικής χούντας προς την Άγκυρα: το πραξικόπημα στο νησί (15 Ιουλίου).
«Ζουμ», λοιπόν, στις 21 Ιουλίου 1974: Στις 10.30 π.μ., ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρ. Μπονάνος ανακοινώνει στις ηγεσίες των τριών Όπλων την απόφαση του Ιωαννίδη και του «προέδρου» Γκιζίκη για επίθεση από τον Έβρο και απόβαση στα μικρασιατικά παράλια. Οι αρχηγοί, όμως, πείθουν τον Μπονάνο ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις αδυνατούν πλήρως να υλοποιήσουν τέτοιο σχέδιο.
«Πελαγωμένοι» οι αξιωματούχοι της χούντας, συσκέπτονται στις 6 μ.μ. Αποφασίζουν, «για την τιμή των όπλων», να στείλουν στην Κύπρο, από την Κρήτη, δώδεκα παμπάλαια, προβληματικά μεταγωγικά αεροσκάφη τύπου «Νορντ Άτλας», των οποίων οι πιλότοι δεν διαθέτουν καν χάρτες! Ναι, τέτοια αποσύνθεση…
Τη συγκεκριμένη ημέρα, ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα δεν έχει προλάβει να συνειδητοποιήσει πόσο τραγικό αποβαίνει το φιάσκο της άρτι κηρυχθείσας «γενικής επιστράτευσης». Αυτό θα φανεί σε λίγο. Όλοι διαισθάνονται, πάντως, ότι είναι ψευδή τα επίσημα χουντικά ανακοινωθέντα της 21ης Ιουλίου, που αναγγέλλουν διαδοχικές «επιτυχίες». Αμίμητο είναι το υπ’ αρ. 7 ανακοινωθέν: «Εις την θάλασσαν επιπλέουν τα πτώματα των εισβαλουσών εχθρικών αποβατικών δυνάμεων»…
Κατά τις επόμενες ημέρες στη γειτονιά του γράφοντος, την Κυψέλη, ένας μεσόκοπος ψιλικατζής σχεδόν αρνείται να «βγάλει άχνα». Είναι ο κυρ Σπύρος, γνωστός στην παρέα κι ως «Ενάκαλος». Για το προσωνύμιο ευθυνόταν η άποψη, την οποία ο άνθρωπος από καιρό υποστήριζε, μονίμως, στις πολιτικές συζητήσεις που γίνονταν, ψιθυριστά, σε «στενούς κύκλους» της γειτονιάς. «Αντιπαθώ αυτήν την κυβέρνηση, αλλά έχει τουλάχιστον ένα καλό, μεγάλο» επέμενε – το «Ενάκαλος» προέκυψε εκ του επαναλαμβανόμενου «ένα καλό». Ποιο; «Είναι στρατιωτικοί, άρα έχουμε γερό στρατό και κοιμόμαστε ήσυχοι». Λίγα 24ωρα του Ιουλίου αποδείχθηκαν αρκετά για να καεί –σαν από Ναπάλμ– το «ένα καλό»… Ο –μακαρίτης, πλέον– κυρ Σπύρος κάτι είχε ακούσει για τα παρατσούκλια που του «κόλλησε» η εφηβική παρέα, στην οποία έδινε «διαλέξεις».
Προτού ανακαλύψει το συγκεκριμένο «ένα καλό» της χούντας, ο κυρ Σπύρος «άλλη λατέρνα γύριζε». Έλεγε: «Αν δεν πολυμιλάς, θα φας ψωμάκι κι ας μη γίνονται απεργίες και συλλαλητήρια». Η «λατέρνα» άρχισε να «χάνει στροφές» τον Ιανουάριο του 1973, τότε που το κρέας ανατιμήθηκε κατά 38%. Ο περίγυρος πείραζε τον κυρ Σπύρο με σχόλια, όπως: «Καλό το ψωμάκι, αλλά το μοσχαράκι σε λίγο θα μένει στα κρεοπωλεία, σαν φυλακισμένος κομμουνιστής». Την πρώτη φάση της «εθνοσωτήριας» λιτότητας είχε κηρύξει ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, στα μέσα Δεκεμβρίου του ’69, με εκείνο το ιστορικό διάγγελμα «ολιγώτερον θα φάγωμεν, κύριοι, ολιγώτερον θα απαιτήσωμεν». Τον Ιανουάριο του ’73, ο «αντιπρόεδρος» Μακαρέζος σηματοδότησε το δεύτερο –και πολύ «προχωρημένο»– στάδιο της εναντίον του «ευδαιμονισμού» αέναης μάχης: «Το κρέας αποτελεί προϊόν, του οποίου το κόστος και αντιστοίχως η τιμή διαθέσεως τυγχάνουν υψηλά, διό καταναλίσκεται τούτο περισότερον εις χώρας με υψηλόν βιοτικόν επίπεδον». Ναι, το 1973. Η ακρίβεια κατέτρωγε τα λαϊκά εισοδήματα, που είχαν άλλωστε καμφθεί έπειτα από το ’68. Ο πληθωρισμός σε όλη τη δεκαετία του ’60 δεν ξεπέρασε το 4,8% (1966), αλλά το ’73 σκαρφάλωσε στο 15,55% – και το ’74 θα έφθανε στο ασύλληπτο 26,9%. Η ανάπτυξη μειωνόταν, το εμπορικό έλλειμμα αυξανόταν, όπως και το δημόσιο χρέος: Το Δεκέμβριο του ’67 ήταν 38,7 δισ. δρχ., τον Ιανουάριο του ’73 είχε φθάσει τα 87,5 δισεκατομμύρια. Οι μαθητές ακόμη έγραφαν εκθέσεις για «τα αγαθά της αποταμιεύσεως», αλλά οι προσωπικές καταθέσεις μειώνονταν: Στα 34,2 δισ. δρχ. το ’72, «πρόλαβαν» το ’73 να πέσουν στα 19,6 δισεκατομμύρια… Οι δεκαετίες πέρασαν. Προσφάτως ο «Αττίλας» μνημονεύθηκε, με την προσθήκη της λέξης «οικονομικός», για να περιγραφεί ο στραγγαλισμός της κυπριακής κοινωνίας από την «ευρωπαϊκή οικογένεια». Η γελοιοποίηση των εμμονών του Σπύρου του «Ενάκαλου» θα μπορούσε να αφιερωθεί στους καταναλωτές των φιλοχουντικών παραμυθιών που σερβίρει η «Χρυσή Αυγή». Για σταθείτε, όμως… Δεν έχουμε και σύγχρονους «Ενάκαλους»;
«Τουλάχιστον τα Μνημόνια έχουν ένα καλό. Θα νοικοκυρευτεί το κράτος». Και τι εστί «νοικοκύρεμα»; Τα –νυν και επερχόμενα– λουκέτα σε σχολεία, νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς. «Μεταρρυθμιστικό έργο» είναι να σφάζεις ό,τι κινείται… «Καταπολέμηση της σπατάλης», οι κλινικές δίχως γάζες. «Σύμφωνοι, όλοι δουλεύουν για τις τράπεζες, αλλά υπάρχει ένα καλό: Θα ωφεληθούν οι πάσης φύσεως πελάτες τους». Ω, ναι. Ορισμένοι εξ αυτών κοντεύουν να πνιγούν στον …Νιαγάρα της «ρευστότητας», των δανείων. Άλλοι αμφιβάλουν αν θα κρατήσουν το σπίτι τους. Μερικοί μαδούν τη μαργαρίτα για να μαντέψουν εάν –και πότε– θα κινδυνέψουν και καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ.
Οι σύγχρονοι «Ενάκαλοι» δεν διατηρούν ψιλικατζίδικα. Διατηρούνται οι ίδιοι στα ΜΜΕ των «χοντρών» συμφερόντων. Δεν είναι αφελείς. Καλλιεργούν την αφέλεια. Ορισμένοι εξ αυτών ίσως είναι ημιμαθείς ή και αστοιχείωτοι, αλλά όλοι αριστεύουν στην «αποστήθιση». Αφήστε που συχνά τα «σουπεράκια», δηλαδή οι τηλεοπτικοί υπότιτλοι, αποδεικνύονται βιαστικοί και προαναγγέλλουν τα «αυθόρμητα» σχόλιά τους. Εάν «απαιτείται», οι σύγχρονοι «Ενάκαλοι» θα ανακαλύψουν «σαξές στόρι» εν μέσω ολέθρου – περίπου όπως τα πολεμικά ανακοινωθέντα της χούντας, επί «Αττίλα».
Όντως, η χούντα δεν τελείωσε τότε. Έκανε μετάσταση. Κι ο κυρ Σπύρος του 1973-74 φαντάζει «μάλαμα» μπροστά στους σημερινούς «Ενάκαλους».