Το «αντιφασιστικό»… βάθος των «συνταγματικών τόξων», με αφορμή μια ξεχασμένη επέτειο του 1975
του Διονύση Ελευθεράτου
Εύκολη κι ανέξοδη για το αστικό «συνταγματικό τόξο» είναι η εκτόξευση φραστικών βελών εναντίον της Χρυσής Αυγής. Κάπως έτσι, η μεν Νέα Δημοκρατία (νομίζει πως) «ξορκίζει» το ευκρινέστατο ακροδεξιό στίγμα της, το δε ΠΑΣΟΚ (θεωρεί ότι) ξεπλένει τις δικές του ευθύνες για την τόση ενδυνάμωση ενός τέτοιου, φασιστικού πόλου. Δεν εννοούμε μόνο τα μνημόνια, αλλά και την …ειδικότερη «λείανση του εδάφους»: Κυβερνητική συνεργασία με τον ΛΑΟΣ των «Καθαρών Ελλήνων», αποθέωση του κράτους «νόμου και τάξης» για να επιβληθεί η κτηνώδης λιτότητα, φθηνή ρητορική στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε βάρος της Μεταπολίτευσης, της οποίας ο ριζοσπαστισμός αναγορεύθηκε περίπου σε «μήτρα λαϊκισμού» και απαρχή μεγάλων δεινών για τη χώρα…
Δεν αποκλείεται, πάντως, το «ανέξοδο» του πράγματος να υποστεί κάποια δοκιμασία στις ημέρες που έρχονται: Το ΠΑΣΟΚ έγινε κι επισήμως «συνιστώσα» της ΝΔ, σε εποχή κατά την οποία η Χρυσή Αυγή στήριξε ουσιαστικά τον Σαμαρά στα της ΕΡΤ. Εποχή που χαρακτηρίστηκε κι από το …διάσημο πλέον «ψιθύρισμα» του γενικού γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου Π. Μπαλτάκου, για το «απευκταίο αλλά όχι απίθανο ενδεχόμενο» να κυβερνήσει στο μέλλον η ΝΔ με τη στήριξη της ΧΑ. Μπέρδεμα; Μπορεί, αλλά δεν βαριέστε… Οι καρικατούρες αντι-φασιστικών φλάμπουρων είναι, συνήθως, παντός καιρού.
Επειδή ορισμένα φαινόμενα έχουν ιστορικό βάθος, ας αξιοποιήσουμε τα ερεθίσματα για σκέψη που μας παρέχει το ημερολόγιο, υπενθυμίζοντάς μας κάποιες ενδιαφέρουσες επετείους: Ήταν Τετάρτη, 2 Ιουλίου του 1975 όταν κήρυξε «στιγμιαίο» το αδίκημα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η σύνθεση του οποίου παρέμενε εν πολλοίς η ίδια που ήταν και επί χούντας. Πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της ετυμηγορίας: Θα παραπέμπονταν σε δίκη μόνο 24 «πρωτοπαλίκαρα» του πραξικοπήματος και όχι οι 104 πρωθυπουργοί, υπουργοί και υφυπουργοί των χουντικών κυβερνήσεων. Ανάμεσα στους «104» που θα παρέμεναν …ξένοιαστοι συμπεριλαμβάνονταν ο πρώτος πρωθυπουργός της δικτατορίας, Κωνσταντίνος Κόλλιας, ο πρωθυπουργός της σφαγής στο Πολυτεχνείο, Σπύρος Μαρκεζίνης, ο πρωθυπουργός του Ιωαννίδη, Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος – και άλλοι τέτοιοι «αδάμαντες»…
Μπορεί να εξόργισε την κοινή γνώμη, την αντιπολίτευση και τη μεγάλη πλειονότητα των νομικών, δεν αιφνιδίασε όμως κανέναν η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Η εξέλιξη των πραγμάτων είχε διαφανεί λίγους μήνες νωρίτερα: Στις 24 Απριλίου μαθεύτηκε ότι ο εφέτης Κ. Ποταμιάνος, στον οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση των «104», ζητούσε να αναιρεθεί το προηγηθέν βούλευμα για τη δικαστική δίωξή τους, λανσάροντας τη θεωρία του «στιγμιαίου αδικήματος». Μια θεωρία παγκοσμίως ανήκουστη κι ασύμβατη προς την απλή διαπίστωση ότι τα πολυποίκιλα χουντικά εγκλήματα άρχισαν το 1967 και ολοκληρώθηκαν με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στην Κύπρο, τον Ιούλιο του ’74…
Μήπως έκανε «του κεφαλιού της» η δικαστική εξουσία; Μήπως η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή θα πρέπει να κατηγορηθεί μόνο (αφήστε που κι αυτό δεν είναι λίγο…) επειδή άφησε στις αναπαυτικές καρέκλες τους φίλα προσκείμενους στη χούντα ανώτατους δικαστικούς; Όχι δα! Η πολιτική κάλυψη την οποία έδωσε αυθημερόν στην απόφαση του Αρείου Πάγου ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Στεφανάκης ήταν «ασορτί» με τις προηγηθείσες παρεμβάσεις ομολόγων του, όπως του Γ. Ράλλη και του Ευ. Αβέρωφ.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση που είχε κάνει ο υπουργός Προεδρίας Γ. Ράλλης …εγκαίρως, δηλαδή την 23η Απριλίου 1975: «Αυτό το σύνθημα της καθάρσεως είναι λιγάκι επικίνδυνο, όταν επεκτείνεται υπέρ το δέον»! Σημαντική η επισήμανση του Ιστορικού Λευκώματος της εφημερίδας Καθημερινή, για την εποχή εκείνη: «Εννέα μήνες μετά την κατάρρευση της χούντας, η συντεταγμένη Πολιτεία δεν έχει ασκήσει καμία αυτεπάγγελτη μήνυση εναντίον των χουντικών – οι σχετικές διώξεις έχουν κινηθεί από ιδιώτες».
Τι άλλο έγινε κατά το 1975, για να αποφευχθεί η …«υπέρ το δέον κάθαρση»; Πολλά. Πρώτο: Περιορίστηκε η αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια τόσο, ώστε να μην τιμωρηθεί με οριστική απόλυση κανένας καθηγητής, εάν δεν είχε καταλάβει υψηλό δημόσιο αξίωμα επί δικτατορίας. Έτσι, λόγου χάρη, τιμωρήθηκε μόνο με διετή προσωρινή παύση ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κ. Τούντας, ο οποίος τον Μάρτιο του ’73 είχε ζητήσει αστυνομική εισβολή στη Νομική Σχολή που τελούσε υπό φοιτητική κατάληψη.
Δεύτερο – και κατά πολύ ανατριχιαστικότερο: Τα δικαστήρια επέβαλαν απίστευτα ελαφριές «ποινές», κατ’ ουσία θωπείες, στη μεγάλη πλειονότητα των διαβόητων βασανιστών της χούντας. Στην τελευταία από τις σχετικές δίκες, μάλιστα, αθωώθηκαν οι 11 από τους 15 κατηγορούμενους. Οι Μάλλιος, Παύλου, Γώγος, Λουκόπουλος «τιμωρήθηκαν» με ποινές φυλάκισης τεσσάρων έως δέκα μηνών, όλες εξαγοράσιμες ή με αναστολή! Ενδεικτική ήταν και η δίκη του ίλαρχου ε.α. Κ. Κώτσαρη, που είχε σκοτώσει εν ψυχρώ τον πολιτικό κρατούμενο Παν. Ελή, στον Ιππόδρομο, στις 25 Απριλίου 1967: Τον Ιούνιο του 1975 το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τον Κώτσαρη σε κάθειρξη μόλις οκτώ ετών, τα οποία μάλιστα μειώθηκαν σε έξι, στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, το Νοέμβριο…
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να αναθαρρήσουν οι πάσης φύσεως και …θέσεως χουντικοί: Οι ευνοημένοι της «εθνοσωτηρίου», τα ερείσματά της στην κοινωνία και στα υψηλά διαζώματα του κρατικού μηχανισμού, όλοι αυτοί που «κρύφτηκαν» αφήνοντας στον καταγέλαστο Π. Γαρουφαλιά την εκπροσώπηση της ακροδεξιάς στις εκλογές του ’74, έλαβαν τα ενθαρρυντικά μηνύματα του ‘75 και βγήκαν από τα «λαγούμια» τους. Οργανώθηκαν, συγκροτήθηκαν και στις εκλογές του 1977 κατέβηκαν ως «Εθνική Παράταξη», αποσπώντας το 6,82% των ψήφων.
Είναι ασφαλώς πολλές και μεγάλες οι διαφορές ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, όπως επίσης κι αυτές που αφορούν τις φυσιογνωμίες της «ΕΠ» του ’77 και της τωρινής «ΧΑ». Παραμένει όμως διαχρονική αυτή καθ’ εαυτή η ιδιότητα του φασισμού ως εφεδρείας του συστήματος. Αν η πολιτική ελίτ στην πρώιμη Μεταπολίτευση έκρινε πως θα ήταν χρήσιμη μια λελογισμένη ανασυγκρότηση της ακροδεξιάς, αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην επιθυμία του «εθνάρχη Καραμανλή» να προσδώσει μεγαλύτερη πειστικότητα στο ιδεολόγημα που τον ήθελε «βράχο σύνεσης», βαλλόμενο από την «άκρα Δεξιά και την άκρα Αριστερά» (ναι, ακουγόταν από τότε το φληνάφημα των «δυο άκρων). Χρειαζόταν πρωτίστως ένα ελεγχόμενο ακροδεξιό «αντίβαρο» στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της εποχής, στη γοητεία που ασκούσαν οι αξίες της Αριστεράς, η οποία διέθετε ιδεολογική αίγλη δυσανάλογα μεγάλη για τα εκλογικά της ποσοστά. Σαν να λέμε το αντίστροφο απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα…
Τι περισσότερο μπορεί να κάνει το πολιτικό «μέινστριμ», εάν νιώσει ότι τα πράγματα «ζορίζουν»; Μια απάντηση ιστορικής εμβέλειας καταφθάνει από την –αναστατωμένη λόγω της φοιτητικής εξέγερσης– Γαλλία του Ιουνίου 1968: Ο Ντε Γκολ αμνήστευσε τους επί εξαετία φυλακισμένους φασίστες, επίδοξους πραξικοπηματίες της Αλγερίας (τον στρατηγό Σαλάν και άλλους της οργάνωσης OAS), για να εξασφαλίσει τη στήριξη των ακροδεξιών του στρατού, στη βάση της κοινής έχθρας εναντίον της Αριστεράς.
Ποια τέρατα μπορεί να απελευθερώσει το πολιτικό «μέινστριμ», εάν αναζητά λύσεις «σιδηράς πυγμής»; Επιστρέφουμε στην Ελλάδα, αλλά την προπολεμική: Ο δρόμος που κατέληξε στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου «εγκαινιάστηκε» στις 27 Απριλίου του 1936, όταν η Βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στη δοτή κυβέρνηση του –διορισμένου από το Παλάτι– Μεταξά. Και μάλιστα με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές!
Όχι, δεν φοβόμαστε μήπως δούμε τον Μιχαλολιάκο σε ρόλο Μεταξά του 21ου αιώνα. Αναφέρουμε απλώς ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν το «αντιφασιστικό» …βάθος των εκάστοτε «συνταγματικών τόξων». Ας τα θυμηθούμε (κι αυτά) όταν ακούσουμε πάλι Σαμαράδες και «Μπένηδες» να ορκίζονται στο όνομα της «δημοκρατικής τάξης», ενώ θα κυβερνούν με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και θα καταδιώκουν απεργούς και αντιστεκόμενους με μια πελώρια βρεγμένη σανίδα. Για την ακρίβεια, γυψοσανίδα…