Στην περίπτωση της Κόσκο στον Πειραιά η κινεζοποίηση των εργασιακών σχέσεων δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι καθημερινή πραγματικότητα για εκατοντάδες εργαζόμενους που προσλαμβάνονται μέσω εργολάβων – δουλέμπορων κι απολύονται με τη μεγαλύτερη ευκολία, αν διαμαρτυρηθούν για τις μεσαιωνικές σχέσεις εργασίας. Μάρτυρας, ο Δημήτρης Μπατσούλης, που απολύθηκε επειδή διεκδίκησε τα δικαιώματά του: να δουλεύει σε ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον. Έκτοτε έχει προσφύγει δικαστικά εναντίον της εργοδοσίας.
Συνέντευξη στον Λεωνίδα Βατικιώτη
– Ποιες είναι οι συνθήκες εργασίας στην Κόσκο;
– Ερχόμενη στην Ελλάδα η Κόσκο δεν λειτούργησε όπως κάθε συνηθισμένος εργοδότης. Δεν προσέλαβε συγκεκριμένο προσωπικό με πλήρη σχέση εργασίας, δεν έκανε συλλογική σύμβαση, δεν πήγε σε μια διαδικασία εκπαίδευσης και κατάρτισης και ν’ αρχίσει να λειτουργεί. Τι κάνει; Δουλεύει όσο πιο ευκαιριακά μπορεί. Δηλαδή απ’ τους 600 -700 εργαζόμενους που πρέπει να δουλεύουν, γύρω στους 200 – 250 δουλεύουν με πλήρη σχέση εργασίας, με ατομικές συμβάσεις πάντα κατευθείαν με τη ΣΕΠ (Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά), όπως λέγεται η θυγατρική της Κόσκο. Κι από εκεί και πέρα, έκανε την επιλογή να δουλεύει μ’ ένα σύστημα υπεργολάβων. Έχει ένα μεγάλο υπεργολάβο που λέγεται Διακίνηση ΑΕ που είναι θυγατρική της ΕΛΓΕΚΑ, η οποία ήταν μια εταιρεία εφοδιασμού, logistics δηλαδή, που λειτουργούσε στον Ασπρόπυργο. Παρείχε κάποιο προσωπικό στη ΣΕΠ σε καθαρά ευκαιριακή βάση, πάλι με ατομικές συμβάσεις, εξασφαλίζοντας μίνιμουμ μεροκάματα στις συμβάσεις. Δηλαδή, 10, 12 μεροκάματα, σε κάποιους μπορεί να ήταν 16 μεροκάματα με μια φιξ αμοιβή, που δεν περιλαμβάνει έξτρα αμοιβή για Σαββατοκύριακα, αργίες, νυχτερινά και τα λοιπά, άρα έχει αποφασίσει να δίνει ένα ποσό είτε δουλέψεις Κυριακή, είτε νύχτα Σαββάτου, είτε νύχτα καθημερινής. Ατομική πάλι σύμβαση, με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους κι ακόμα, πέρα από τη Διακίνηση, που είναι μια ΑΕ και θεωρητικά υπόκειται σε κάποιους ελέγχους, υπάρχουν και 4-5 ιδιώτες μικρότεροι εργολάβοι που παρέχουν επίσης κι αυτοί προσωπικό. Άρα, σε κάποιους εργαζόμενους εκεί, μεσολαβούν 2 ή και 3 εργοδότες. Οπότε, από το μεροκάματο του ενός οικονομούν κι άλλοι 2-3. Αν αυτό δεν είναι δουλεμπόριο και σκλαβοπάζαρο, τι είναι σήμερα; Αυτό είναι το πλαίσιο που δουλεύει. Εννοείται ότι απαγορεύεται η συνδικαλιστική εκπροσώπηση, η συλλογική εκπροσώπηση και διαπραγμάτευση. Είναι ανύπαρκτη κάποια εκπαιδευτική διαδικασία, επαγγελματική κατάρτιση κι ενώ βάσει του νόμου παραχώρησης, έχει την υποχρέωση να παρέχει εκπαιδευτική διαδικασία στους εργαζόμενους που δουλεύουν και σ’ αυτό το τέρμιναλ, στέλνοντας τους εργαζόμενους στη σχολή κατάρτισης του ΟΛΠ, αυτό δεν έγινε ποτέ.
– Τυπικά πάντως η συνδικαλιστική δράση δεν έχει απαγορευτεί ακόμα;
– Ναι, στην πράξη δεν έχει βγει μια εγκύκλιος ή μια ανακοίνωση από τη ΣΕΠ που να λέει «κύριοι, απαγορεύεται» αλλά το επιβεβαιώνουν πρώτον οι απολύσεις των συναδέλφων και δεύτερον, το κλίμα που επικρατεί μέσα και το οποίο είναι πολύ δύσκολο ν’ αποδειχθεί.
Oι άνθρωποι στο λιμάνι είναι φοβισμένοι, κοιτάζουν να σώσουν το μεροκάματο με κάθε κόστος και το κόστος είναι πάρα πολύ μεγάλο. Δηλαδή, αν μπορούσαμε, έπρεπε να πάει ένας δημοσιογράφος μέσα και να κάτσει μια βδομάδα, ένα μήνα να δουλέψει, να μιλήσει, να δει το κλίμα που υπάρχει εκεί. Είναι τελείως κατάσταση ανθρώπων της νύχτας. Κυκλοφορούν μπράβοι, απαγορεύεται να μιλάει ο ένας με τον άλλο. Επίσης, δεν υπάρχουν κανονισμοί εργασίας.
– Έχει δηλαδή επιβληθεί ο νόμος της νύχτας στο λιμάνι;
– Ακριβώς. Έχουμε πάει σε πρακτικές του προηγούμενου αιώνα, που υποτίθεται τις έχουν αφήσει πίσω τους οι δυτικές κοινωνίες. Αντίστοιχες καταστάσεις υπάρχουν τώρα στο Χονγκ Κονγκ, όπου δουλεύει σ’ ένα από τα τέρμιναλ μ’ αυτόν τον τρόπο η Χάτσισον. Είχαν 45 μέρες απεργία οι άνθρωποι γιατί κι εκεί τους ανάγκαζαν να δουλεύουν 24ωρα ολόκληρα κι είχαν βγει σε απεργία για ν’ αυξήσουν τις αμοιβές τους. Τελικά ικανοποιήθηκε το αίτημά τους μετά από 45 μέρες απεργία και γενικότερο ξεσηκωμό των συναδέλφων τους λιμενεργατών σε παγκόσμιο επίπεδο, βελτιώθηκε λίγο η κατάσταση αλλά λειτουργούν μ’ αυτό το σύστημα της υπεργολαβίας. Δηλαδή, ένα πολύ θολό σύστημα όπου είναι δύσκολο να βρεις ποιος είναι τελικά ο διαχειριστής του λιμανιού και ποιος έχει τελικά ευθύνη για την επιβολή τέτοιων εργασιακών σχέσεων. Αυτό το πράγμα το βλέπουμε και στον Πειραιά κατ’ αναλογία.
– Πριν εργαστείς στην Κόσκο δούλευες στον ΟΛΠ;
– Όχι, καμία σχέση. Είχα 11 χρόνια δική μου, ατομική επιχείρηση με χωματουργικές εργασίες, έπαιρνα ιδιωτικά και δημόσια έργα. Εκσκαφές, κατεδαφίσεις, κάθε είδους τεχνικά δημόσια έργα ή ιδιωτικά. Αφού δεν υπήρχε ανάπτυξη πλέον στη χώρα, έφτασα κι εγώ να ακινητοποιήσω τα μηχανήματά μου και να κλείσω τα βιβλία. Ήμουν κι εγώ ένας άνεργος. Τότε αναγκάστηκα, χρησιμοποίησα το δίπλωμά μου που είμαι 17 χρόνια διπλωματούχος χειριστής κι έμαθα μέσω ανθρώπων που δούλευαν ήδη στην Κόσκο ότι ζητάνε. Δεν το είδα αναρτημένο σε κάποια ιστοσελίδα, δεν το είδα αναρτημένο σε μια αγγελία, στη Χρυσή Ευκαιρία, ήταν κάτι το οποίο κρατούσαν κρυφό και διαδιδόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο μ’ ενημέρωσε κάποιος ότι ζητάνε χειριστές, πήγα κι εγώ μέσα κι έδωσα συνέντευξη στην ελληνική εταιρεία, τη Διακίνηση, που έχει αναλάβει τη διαχείριση του λιμανιού από την Κόσκο. Η ελληνική εταιρεία αυτή έχει το 80% των εργαζομένων της Κόσκο και στην ουσία, όλοι οι εργαζόμενοι υπαγόμαστε σε αυτή την ελληνική εταιρεία, η οποία έχει βάλει και τους υπεργολάβους στους οποίους υπάγονται οι εργαζόμενοι.
– Εσύ με το που ξεκίνησε η δουλειά επιχείρησες να φτιάξεις σωματείο στην Κόσκο;
– Εγώ δεν ξεκίνησα μ’ αυτή τη διάθεση. Ξεκίνησα να πάω να δουλέψω, διότι έξω είχε 25% ανεργία. Κι αναγκάστηκα, μ’ αυτήν την προοπτική, να υπογράψω και οποιαδήποτε σύμβαση μου έφερναν. Και μέσα στη σύμβαση, οι 3 από τους 10 όρους παραβιάζουν κατάφωρα τα δικαιώματα των εργαζομένων. Καταρχάς, σε βάζουν να υπογράψεις και μια σύμβαση με την εκ περιτροπής εργασία με 16 ημερομίσθια και την αορίστου. Εμείς με μία μέρα διαφορά υπογράψαμε και τις δύο αυτές συμβάσεις. Ο λόγος ήταν για να μπορεί με την εκ περιτροπής σύμβαση 16 ημερομισθίων να σε απολύει με χαμηλότερο μισθό. Και η άλλη ήταν η τυπική σύμβαση, η αορίστου. Στα καθήκοντά μου ήμουν πολύ καλός, προσπαθούσαμε όσο το δυνατόν να είμαστε τυπικοί κι επιμελείς, ήταν μια πολύ επικίνδυνη εργασία κι έπρεπε και τα μέτρα ασφαλείας να είναι αναλόγως υψηλά. Αντιληφθήκαμε όμως ότι κάθε μέρα που δουλεύαμε, βάζαμε σε κίνδυνο τη ζωή μας. Και ο κίνδυνος αυτός αφορούσε και τους συναδέλφους. Το μηχάνημα που δούλευα εγώ είχε προβλήματα, τα οποία τα αναφέραμε κάθε φορά στο τέλος της βάρδιας μ’ ένα έντυπο. Εκεί γράφαμε ότι υπήρχε πρόβλημα στα φρένα, πρόβλημα στα λάδια, στα υδραυλικά συστήματα του μηχανήματος, στα λάστιχα, στα φώτα το βράδυ, και φτάναμε την επόμενη μέρα και βλέπαμε ότι ούτε καν διορθώνονταν. Ήταν κάτι που συνεχιζόταν, εμείς το γράφαμε μέσα σε αναφορές. Τα συστήματα θέρμανσης της καμπίνας του χειριστή και της ψύξης δεν λειτουργούσαν. Όταν δουλεύεις σε μια τόσο επικίνδυνη εργασία, πρέπει να έχεις και μια ανάλογη θερμοκρασία, για να μπορείς να σκεφτείς με καθαρό μυαλό και να μπορείς να είσαι σωστός στην ασφάλεια απέναντι στους συναδέλφους σου και τον εαυτό σου. Πολλές φορές πριν τις βάρδιες συζητάγαμε χειριστές ή και λιμενεργάτες ό,τι βλέπαμε μεταξύ μας, γι’ αυτά τα θέματα ασφαλείας που ήταν διαρκή και συνεχόμενα. Δεν μπορούσαμε να πάμε όμως 800-900 εργαζόμενοι μέσα στα γραφεία. Έπρεπε να φτιαχτεί μια 5μελής επιτροπή. Έτσι γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της δημοκρατίας. Να πάει μια 5μελής επιτροπή που εκπροσωπεί τους εργαζομένους και να πει τα παράπονα. «Σήμερα εμείς» θα πει, «δουλέψαμε αυτά τα μηχανήματα τα οποία χρήζουν επισκευής, συντήρησης και συνέχεια ήμασταν με κίνδυνο». Έτσι, προχωρήσαμε κάποιοι να συστήσουμε ένα σωματείο, μια επιτροπή εργαζομένων. Όταν αυτό μαθεύτηκε, μας έδιωξαν.
– Απέλυσαν εσάς τους πέντε;
– Ναι, απλώς οι δύο κάναμε την αγωγή. Δεν θυμάμαι τον αριθμό, πάντως ξέρω πολύ καλά ότι απολύθηκα μαζί με άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι έχουμε προσφύγει στη δικαιοσύνη, καταγγέλλοντας τον εργολάβο για απόλυση για συνδικαλιστικούς λόγους, καθώς την Κόσκο και τη Διακίνηση δεν μπορείς να τις καταγγείλεις ευθέως. Εμείς είχαμε πει τα παράπονά μας στον εργολάβο, ήταν ενήμερος για την κατάσταση και μας είχε καθησυχάσει ότι θα φτιάξουν από την πρώτη μέρα που μπήκαμε μέσα. Να τονίσω επίσης ότι δεν υπήρχε πρόγραμμα εργασίας, τα ωράρια ήταν απίστευτα.
– Πότε ενημερωνόσασταν για το πότε δουλεύετε;
– Κανείς δεν το ήξερε. Έπαιρνες μήνυμα στο κινητό σου να βρίσκεσαι για δουλειά σε 3 ώρες. Κανείς δεν ήξερε τι βάρδια θα δούλευε την επόμενη μέρα. Εγώ για εννιά μήνες, ποτέ δεν εργάστηκα με πρόγραμμα εργασίας. Δεν υπήρχε κανένας προγραμματισμός. Πολύ απλά, δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε επίσκεψη στους γονείς μας, ένα τέτοιο πράγμα. Μόνο και μόνο για να έχουμε μια θέση εργασίας. Προσπαθήσαμε να πούμε στους συναδέλφους ότι αυτό το πράγμα, μαζί με τις συνθήκες εργασίας και τα ωράρια θα πρέπει να τα διευκολύνουμε, να τα λύσουμε, και για εμάς, για ν’ αποδίδουμε καλύτερα στην εργασία μας αλλά και να ξέρουμε ποιο είναι το αύριο, να ξέρουμε να κανονίσουμε δηλαδή. Κι έπρεπε ο καθένας να πηγαίνει μέσα να ζητάει ρεπό, αναγκαστικά. Δηλαδή υπήρχαν εργαζόμενοι που είχαν το παιδί τους στο νοσοκομείο και δεν μπορούσαν να το πάρουν γι’ αυτό το λόγο. Γιατί αν έφευγαν απ’ τη δουλειά, θα έμπαιναν στη μαύρη λίστα κι ο εργαζόμενος ήταν υποψήφιος για απόλυση. Εμείς για όλους αυτούς τους λόγους προσπαθήσαμε να συστήσουμε μια πενταμελή επιτροπή.
– Είχε έρθει το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ) στην Κόσκο;
– Το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, στους εννιά μήνες που εργάστηκα εγώ, δεν το είδα ποτέ. Καταγγελίες όμως υπήρχαν. Ανώνυμες βέβαια γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε επώνυμα, διότι όποιος πήγαινε ευθέως, αυτόματα βρισκόταν και σε αργία.
– Όποιος έκανε καταγγελία στο ΣΕΠΕ βρισκόταν και σε αργία από την εταιρεία;
– Ναι, δεν ξέρω πώς γινόταν αυτό. Στο ΣΕΠΕ Κερατσινίου. Μάθαμε, δηλαδή, από εργαζόμενους ότι κατήγγειλαν κάποια πράγματα κι όλως τυχαίως βρίσκονταν μια βδομάδα με ρεπό. Και μάλιστα στην επιθεώρηση του Κερατσινίου, όταν πήγαμε και καταγγείλαμε όλα αυτά πλέον επώνυμα, αφού απολύθηκα εγώ με τους άλλους εργαζόμενους, δεν είχαν πρόγραμμα εργασίας, δεν μας επιδείξαν πρόγραμμα εργασίας, ενώ είναι υποχρεωμένος ο εργοδότης μια φορά στους 6 μήνες να το υποβάλει. Ο νόμος έτσι λέει, θα έπρεπε, σε μια επιχείρηση, το πρόγραμμα εργασίας να είναι αναρτημένο και σταλμένο στο ΣΕΠΕ και να τηρείται για τους επόμενους έξι μήνες.
– Διαλείμματα είχατε;
– Όχι, κι αν θέλαμε τουαλέτα, πάνω στο μηχάνημα. Υπήρχαν διάφοροι άνθρωποι εκεί μέσα σαν μπράβοι οι οποίοι δεν έκαναν κάτι ιδιαίτερο και σου εγείρει την απορία, τι ρόλο έπαιζαν εκεί αυτοί οι άνθρωποι. Δεν υπήρχαν αρμοδιότητες γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ήταν περιφερόμενοι. Τρομοκρατία υπήρχε συνεχώς. Και διαρκώς μας υπενθύμιζαν ότι αν διαμαρτυρηθούμε, θα είμαστε οι επόμενοι εργαζόμενοι προς αποχώρηση και κανένας δε μιλούσε, δεδομένης της ανεργίας.
– Ποια ήταν ακριβώς η αφορμή που σας ώθησε να προβείτε στην διαμαρτυρία;
– Ο χειριστής πρέπει να μπορεί να κινείται μέσα στην καμπίνα και να μπορεί να κοιτάξει το κοντέινερ πίσω. Μιλάμε για ένα μηχάνημα εκατό τόνων με το κοντέινερ μαζί, είναι μία πάρα πολύ υπεύθυνη θέση. Δηλαδή, ο χειριστής δεν θα πρέπει να φοράει δέκα μπουφάν. Ωστόσο αυτό δεν συνέβαινε, γιατί έπρεπε πολλές φορές να φοράω και δύο και τρία μπουφάν, καθώς δεν υπήρχαν συστήματα θέρμανσης. Δηλαδή, δουλεύαμε μέσα στα μηχανήματα κι εξωτερική θερμοκρασία είχαμε -1 οC. Στις 31 Ιανουαρίου του 2012, εγώ πήγα και δούλεψα μηχάνημα το οποίο δεν είχε θέρμανση με -1 οC. Στον Πειραιά έριχνε χιόνι. Είχαμε αναφέρει ρητά από το καλοκαίρι ότι τα συστήματα θέρμανσης αυτών των μηχανημάτων δεν δουλεύουν. Πρέπει να τα επισκευάσουμε, τα ανταλλακτικά έλειπαν, είχαν έξι μήνες να τα φτιάξουν. Ήρθε ο καιρός που δούλεψα με τέτοιο μηχάνημα. Δεν άντεξα. Στις τρεις ώρες μούδιασαν χέρια, πόδια, ο εγκέφαλος δεν δούλευε κι ήμουν σε διαρκή κίνδυνο. Έβαζα σε κίνδυνο τους συναδέλφους μου και τον ίδιο μου τον εαυτό. Εκατό τόνων μηχάνημα να κινείται με 15 km/h ταχύτητα μέσα στο λιμάνι, είναι μεγάλος κίνδυνος. Μπορεί να πέσει η γερανογέφυρα πάνω στο καράβι. Εγώ διαμαρτυρήθηκα, δεν άντεξα, ειδοποίησα ότι κατεβαίνω από το τάδε μηχάνημα, να σταματήσουν, να μπορέσω να συνέλθω λίγο. Τελικά, αυτή τη διαμαρτυρία την εξέλαβαν ως απειλή και μου είπαν να πάω σπίτι μου. Για μια βδομάδα με είχαν στη μαύρη λίστα, δεν μου έστελναν ούτε μηνύματα, ούτε τίποτα. Ψυχολογικός πόλεμος. Περίπου μια εβδομάδα μετά, με φώναξαν, δούλεψα δυο τρία μεροκάματα και ήρθε η απόλυσή μου μαζί με τους άλλους εργαζόμενους, με συνοπτικές διαδικασίες. Έτσι απολύθηκα. Είναι κάτι το οποίο οι εργαζόμενοι μέσα το ζουν καθημερινά. Θέλουν τους εργαζόμενους να μη σκέφτονται, είναι το νέο μοντέλο εργαζόμενου.
Η απουσία συλλογικών συμβάσεων δημιουργεί ρουφιάνους
– Ποια είναι η άποψή σου σχετικά με τις τυμπανοκρουσίες του Σαμαρά από το Πεκίνο, που ανακοίνωσε ότι οι Κινέζοι πρόκειται ν’ αγοράσουν και τον υπόλοιπο ΟΛΠ; Πιστεύεις ότι θα είναι καλό αυτό για το λιμάνι, για τους εργαζόμενους, για την οικονομία;
– Κατ’ αρχάς να πούμε ότι ο Κινέζος καπετάνιος, ο κάπτεν-Φου, είχε πει ότι η Κόσκο είναι μια πολύ επωφελής επένδυση για την τοπική κοινωνία. Εγώ δεν είδα ούτε τις μονοκατοικίες να γίνονται πολυκατοικίες, ούτε την τοπική ανεργία του Περάματος να έχει εξαλειφθεί. Δεν είδα οι συνθήκες ζωής του Περάματος να έχουν βελτιωθεί με την άφιξη της Κόσκο. Από πού κι ως πού ήταν επωφελής επένδυση για την τοπική κοινωνία, σε πρώτο επίπεδο; Τώρα, σε δεύτερο επίπεδο, στο θέμα των δηλώσεων του Σαμαρά, εγώ ως εργαζόμενος έχω να πω ότι δεν φταίει η Κόσκο, δεν φταίνε οι ξένες επενδύσεις, φταίνε οι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Ο ξένος επενδυτής θέλει να έρθει, να επενδύσει και ν’ αβγατίσει τα χρήματά του. Όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο πολλά. Θα έπρεπε το ΣΕΠΕ να κάνει καθημερινούς ελέγχους και αν όχι καθημερινούς, τότε τουλάχιστον εβδομαδιαίους και όχι να μην πατάει καθόλου ή να έρχεται με πρόσκληση. Θα έπρεπε να έχει μια διαρκή παρουσία μέσα στο λιμάνι. Η Κόσκο έχει βάλει τρία μέτρα φράχτη και παντού κάμερες.
– Απέναντι σ’ όλα αυτά βέβαια, κυβέρνηση και υπουργείο Εργασίας δεν έχουν κάνει τίποτα;
– Είχα πάει και προσπάθησα να συναντηθώ με το Μιχάλη Χάλαρη, που ήταν γενικός γραμματέας του ΣΕΠΕ, τότε που έτρεχα για να το καταγγείλω αυτό. Ο οποίος όμως δεν μπορούσε να μας δεχτεί γιατί τότε ήταν υποψήφιος στο ΠΑΣΟΚ.
[σ.σ. Στη συζήτησή μας παρεμβαίνει κι ο Γιώργος Γώγος, γενικός γραμματέας της Ένωσης Λιμενεργατών Περαιά]
– Γιώργος Γώγος: Αυτά τα είχαμε επισημάνει εμείς από πολύ νωρίς, από το 2006, 2007, 2009 που ξεκίνησε η διαδικασία κι ήταν μια πραγματικότητα που την περιμέναμε πριν επιβληθεί η μπότα του Μνημονίου κι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευτραίθα χρόνια σε θεσμικό επίπεδο…
– Εκπληρώθηκαν οι εξαγγελίες για αύξηση των θέσεων εργασίας;
– Γιώργος Γώγος: Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Στο κομμάτι αυτό δουλεύαμε από τον ΟΛΠ γύρω στα 400-450 άτομα. Αυτή τη στιγμή δουλεύουν 700 άνθρωποι. Αν υποθέσουμε ότι προστέθηκαν κάποιες θέσεις εργασίας, έστω και μ’ αυτές τις μορφές που είναι –τις ελαστικές, τις κακοπληρωμένες, τις επικίνδυνες και τα λοιπά– δεν ξεπερνούν τις 250-300 θέσεις εργασίας. Και πάλι, αυτό γίνεται επειδή δεν μιλάμε για σταθερή σχέση εργασίας. Δηλαδή, αν είμαστε εμείς οι τρεις και μοιράσουμε το μεροκάματο ενός μήνα, δεν είναι τρεις θέσεις εργασίας, είναι μία θέση. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό. Επίσης, υπάρχει μεγάλη απώλεια στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων από τη λειτουργία της Κόσκο, γιατί δεν βάζει βαρέα κι ανθυγιεινά στους εργαζόμενούς της που δουλεύουν σε αντίστοιχες θέσεις –στα μηχανήματα, στους παραδοσιακούς λιμενεργάτες– μιλάμε για μικρά μεροκάματα που σημαίνουν μικρότερο ποσό για το ασφαλιστικό ταμείο.
Κατ’ αρχάς, για μένα, δεν πρέπει να πληρώνεται κανένας φορολογούμενος κάτω από το τραπέζι. Πρέπει να είναι όλα και φορολογητέα κι ασφαλιστέα. Δεύτερον, όταν δεν υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση και συλλογική σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης έρχεται και παρεμβαίνει με ψίχουλα. Δημιουργεί υποτακτικούς και διαίρεση στο εργατικό δυναμικό και γι’ αυτό δημιουργεί ρουφιάνους, ξεκάθαρα πράγματα. Γι’ αυτό λέμε ότι πρέπει να υπάρχει μια συλλογική σύμβαση που να προβλέπει την κάθε αμοιβή, να μην μπορεί να την καταστρατηγεί ο εργοδότης.
Στην περίπτωση του ΟΛΠ, όπου υπάρχει η συλλογική εκπροσώπηση, υπάρχει συγκεκριμένη υπηρεσία υγιεινής κι ασφάλειας, η οποία λειτουργεί με την πίεσή μας· τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού που έχει καύσωνα, εμείς παίρνουμε την εγκύκλιο από τη ΓΣΕΕ, βασιζόμενοι και στο Προεδρικό Διάταγμα κι όλο το πλαίσιο των κανόνων υγιεινής κι ασφαλείας που υπάρχει. Κι εμάς ο ΟΛΠ μας υποχρεώνει πολλές φορές να δουλεύουμε σε αντίξοες συνθήκες. Το λιμάνι είναι μια πολύ περίεργη δουλειά. Έρχεται ένα καράβι ας πούμε και πρέπει να δουλέψει τρεις βάρδιες. Στην τρίτη βάρδια, ο πελάτης προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, να μην καθυστερήσει, ή να γλυτώσει άλλη μια βάρδια και να φύγει για να φτάσει πιο γρήγορα στον τελικό προορισμό. Παντού υπάρχει αυτή η πρεμούρα να τελειώνουμε τη δουλειά. Αλλά όταν υπάρχουν συνθήκες που δεν το επιτρέπουν, δηλαδή όταν έξω έχει 38-40 οC, μέσα στο καράβι που είναι παντού σίδερα, αυτό γίνεται 45 οC. Έρχεται λοιπόν η δική μας υπηρεσία υγιεινής κι ασφάλειας, μ’ ένα δικό μας εκπρόσωπο, πάμε, μετράμε τη θερμοκρασία κι αν οι συνθήκες δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να δουλέψει για κάποιες ώρες, σταματάμε τη διαδικασία και κάνουμε ένα διάλειμμα σύμφωνα με το πλαίσιο που υπάρχει και σύμφωνα με το πλαίσιο του ανθρωπισμού. Κι ο εργοδότης ενημερώνει τον πελάτη ότι εξαιτίας των συνθηκών, θα υπάρχει μια καθυστέρηση δύο, τριών ωρών. Αφού όμως δεν υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση, αφού η υπηρεσία υγιεινής κι ασφάλειας δεν λειτουργεί σωστά, παρά μόνο στα χαρτιά, βλέπεις τη διαφορά… Τελικά, τι είναι πιο σημαντικό; Ο ανθρώπινος παράγοντας ή το στυγνό κέρδος;