του Θανάση Σκαμνάκη
Λοιπόν, κι οι ποιητές στους καιρούς των αποφάσεων πρέπει κι αυτοί ν’ αποφασίσουν, όπως το λέει ο προσφιλής μας στίχος. Καιρό τώρα περιμένουμε τις αποφάσεις τους και επαναλαμβάνουμε την ερώτηση, έκκληση ή ικεσία «τι κάνουν οι διανοούμενοι, γιατί δεν μιλούν;», επειδή θέλουμε να μεταφέρουμε σ’ αυτούς ένα μέρος από το φορτίο της πράξης και της απραξίας που μας βαραίνει και δεν μπορούμε να διαχειριστούμε, κι επειδή, γενικώς, μας αρέσουν οι απλουστεύσεις και οι κατατάξεις, π.χ. οι ποιητές, οι διανοούμενοι κ.λπ. ως ένα όλον. Χρειάζεται όμως να αναζητήσουμε την αλήθεια μας σε πιο πολύπλοκες και δύσκολες διαδρομές, στη διαλεκτική των πραγμάτων, της ζωής, της κοινωνίας και της τέχνης. Γιατί υπάρχουν πάντα, ακόμα και τώρα, εκείνοι που μιλούν, όπως κι εκείνοι που σωπαίνουν με σημασία ή που μιλάνε από την άλλη πλευρά.
Όταν ο Γιώργος Σεφέρης εξέδωσε την περίφημη δήλωσή του κατά της δικτατορίας, νοιώσαμε ένα ρίγος υπερήφανης συγκίνησης κι ήμασταν 19-20 χρονών παιδιά. Ο Σεφέρης δεν ήταν «δικός μας», αλλά σηματοδότησε και την ποίηση και τους διανοούμενους και την αντίσταση. Έγινε μια ακόμα δικαίωση, ένα μεγάλο κουράγιο (πολλά χρόνια μετά μπόρεσα να μάθω πόσο μόχθησαν οι κοντινοί του άνθρωποι να τον πείσουν, αυτόν τον στρυφνό γέροντα, να βγει δημοσίως και να καταδικάσει τη χούντα). Έτσι η κηδεία του, λίγο καιρό αργότερα, μετατράπηκε σε μια φλογισμένη, συγκλονιστική διαδήλωση κατά των συνταγματαρχών, κι έγινε η ιστορική δικαίωση ενός ανθρώπου που έκανε πολύ λίγα, μια δήλωση κι ένα ποίημα («Επί ασπαλάθων»), τα οποία όμως σήμαιναν πάρα πολλά.
Από τότε έχει περάσει πολύ περισσότερος καιρός από ό,τι χρόνια κι οι ποιητές έφθασαν ως τις μέρες μας με πολλές αβαρίες στην ποιητική τους σκευή. Τόσο μακριά διαδρομή ανάμεσα στα επικίνδυνα χρόνια, με τόσους κινδύνους να καιροφυλακτούν –τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τις Ακαδημίες Αθηνών, τη δημοσιότητα, τις κρατικές βραβεύσεις και τις όσες δεξιώσεις με τους επισήμους, τα Μέγαρα Μουσικής και τις λοιπές Στέγες– πώς θα τους έβγαζε στο παρόν αρτιμελείς; Όπως το σχολίασε ο Γ. Σεφέρης: «…το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια».
Σήμερα που έφτασε ο καιρός των αποφάσεων, φαίνεται πόσο πολλοί είναι εκείνοι που τους πήραν τα σκάγια. «Μεγάλη κατανάλωσης παρουσίας», όπως έλεγε κι ο Νίκος Καρούζος.
Από αυτή τη σκοπιά δεν μου φαίνεται παράξενη η δήλωση της Κικής Δημουλά, περί των μεταναστών της Κυψέλης, ούτε η υπεράσπισή της από κάποιους συναδέλφους της, που άλλοι νομίζουν πως υπερασπίζονται την ποίηση στο πρόσωπό της κι άλλοι την ελευθερία της έκφρασης, αλλά δεν καταλαβαίνουν πως προσβάλλουν και τα δύο το ίδιο. Η Κική Δημουλά, μετά από ποιήτρια έγινε ακαδημαϊκός με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Πώς να βρει τρόπο να δει το ρημαγμένο τόπο και τους ανθρώπους, Έλληνες και μετανάστες και χρόνο να μιλήσει; Δεν ήταν ξαφνικά που το όριο του κόσμου της έγιναν τα παγκάκια της Κυψέλης!