Η Κική Δημουλά πήγε περίπατο στην Κυψέλη με τους Ατενίστας και σε μια στάση της ομήγυρης έβγαλε έναν καημό για τη χαμένη ελληνικότητα της γειτονιάς. Ό,τι είπε στιγματίστηκε ως δείγμα ρατσιστικού λόγου. Η μάχη γύρω από το πτώμα των δηλώσεών της και κάποια πρώτα συμπεράσματα για το πεδίο της αντιπαράθεσης.
του Παναγιώτη Φραντζή
Στην ποίηση της Δημουλά συχνά νικά η ευκολία του ύφους επί του περιεχομένου. Στις δηλώσεις της στον περίπατο της Κυψέλης με τους Ατενίστας νίκησαν τα κλισέ. «Δε θέλω να πω πως οι ξένοι της Κυψέλης είναι και ληστές. Πάντως, αν κανείς πάει στην πλατεία Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει». Δεν ήταν ρατσιστικός ο λόγος της, με την έννοια ότι δεν ήταν κήρυγμα μίσους. Ήταν ένας λόγος κυμαινόμενος ανάμεσα στη Δεξιά του δρόμου και στην Αριστερά της εκκλησίας. (Αυτό τουλάχιστον μετά από μια δεύτερη ανάγνωση του απομαγνητοφωνημένου κειμένου με όλη την επικινδυνότητα να κρίνεις τον προφορικό λόγο σαν γραπτό.)
Μήπως, όμως, οι δηλώσεις για τα πιασμένα παγκάκια από μετανάστες που παίζουν χαρτιά απέχουν παρασάγγας από την ποιητικότητα ή δεν απέχουν και πολύ από μια αισθητική ενόχληση σαν κι αυτή που έχει διατυπώσει ο τραγουδιστής Νότης Σφακιανάκης; Η ποίηση σήμερα πρέπει να εξοπλίζει, να δίνει τα εφόδια για να μπορεί να σταθεί κανείς απέναντι στον εκφασισμό, στη χυδαιότητα, στον ανορθολογισμό. Η ποίηση της Δημουλά –πέρα από τις προθέσεις της– δεν τα καταφέρνει εδώ. Όχι γιατί δεν μιλά για οδοφράγματα. Αλλά γιατί μένει σε ένα λυρισμό που κοιτάζει προς τα μέσα.
Στην ουσία της η χειρονομία της Δημουλά, ο τρόπος της, δεν διαφέρει από τον τρόπο του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά όπως αποτυπώνεται στην παρακάτω δήλωσή του το βράδυ της ανάστασης: «Ας κρατήσει ο καθένας μέσα του, στην καρδιά του, μια αναμμένη λαμπάδα…». «Ας πετάξουμε το ακόντιο λίγο μακρύτερα» έγραφε πριν από μερικά χρόνια η Δημουλά, εμψυχώνοντας έναν άλλο πρωθυπουργό από την ίδια παράταξη που αναλάμβανε και καθήκοντα υπουργού Πολιτισμού, τον Κώστα Καραμανλή.
Για τη μεγάλη αντίδραση που προκάλεσαν οι δηλώσεις στο πηγαδάκι της Κυψέλης πρέπει να δούμε δύο κυρίως παράγοντες: Πρώτη, την καχυποψία που είχε δημιουργήσει εις βάρος της η ποιήτρια, από την εποχή του ακοντίου και του «Τολμήστε!» και δεύτερη τη φύση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου σε παρόμοιες περιπτώσεις επικρατεί το λυντσάρισμα και το «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Αλλά θα πρέπει να προσθέσουμε έναν ακόμα, καταλυτικό παράγοντα: Την υπαρκτή τάση νέας ριζοσπαστικοποίησης που βγαίνει μέσα από το στρατόπεδο της μετριοπάθειας, με όλη τη βία της εποχής.
Συχνά χωρίζουμε τον κόσμο με ευκολία για να φτιάξουμε μια χοντρή αντίθεση καταπώς μας βολεύει. Χωρίς να βλέπουμε τις εσωτερικές αντιθέσεις σε κάθε πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική κοινότητα. Κι όμως, χρειάζεται να καταλάβουμε τη στάση εκείνων που αγαπούν την ποίηση της Δημουλά και ενοχλούνται από τις δηλώσεις της, κι εκείνων που ενοχλούνται από την υπερβολική βιαιότητα ορισμένων αντιδράσεων ωστόσο κανείς δεν μπορεί να τους χρεώσει απάθεια απέναντι στο φασιστικό φαινόμενο – να καταλάβουμε ακόμα τι γούστο διαμορφώνει η Lifo, για παράδειγμα, και τι θέλουν τα παιδιά που πήραν μέρος στις πρώτες εκδηλώσεις των Ατενίστας, ορίζοντας την επικράτεια αυτού του λυρικού, που είναι και δεν είναι πολιτικό αίσθημα, στο οποίο αναφέρεται στο άρθρο του στο τεύχος Μαΐου του περιοδικού Unfollow ο Δημήτρης Παπανικολάου.
Όποιος ακούει Μποφίλιου αντί για Active Member είναι απέναντι; Όποιος λυπάται για τα καμένα ιστορικά κτίρια της πόλης είναι αντιδραστικός; Όποιος κρατάει αποστάσεις από την τυφλή εξεγερτικότητα και την ατομική βία είναι υποταγμένος; Το ότι δεν καταφέρνουμε πάντα να επικοινωνήσουμε με αυτό το «λυρισμό» που δοκιμάζει τη φωνή του σε συναυλίες και σχεδόν πολιτικά γεγονότα, στα μπλογκ και σε κινηματογραφικές απόπειρες, γιατί είμαστε στη φόρμα πιο σκληροί και απαιτητικοί, πρέπει να το κρατήσουμε για να το δούμε. Η ανεκτικότητα, η ανοιχτή ματιά, η κριτική που αποφεύγει την αγριότητα είναι προτερήματα του λόγου και πρέπει να είναι στοιχεία της νέας γλώσσας της κομμουνιστικής, της μόνης γνήσια απελευθερωτικής Αριστεράς.