Του Γιώργου Δελαστίκ
Απίστευτα πράγματα συμβαίνουν γύρω μας. Αποκαλύπτονται γεγονότα και προετοιμάζονται εξελίξεις που σηματοδοτούν το πέρασμα τόσο του γερμανικού όσο και γενικότερα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σε μια φάση ακραίας επιθετικότητας και αρπακτικότητας που δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν από τους εργαζόμενους με απλές διαδηλώσεις και απεργίες. Κόβοντας τους μισθούς και τις συντάξεις, γδέρνοντας φορολογικά το λαό, απολύοντας κατά εκατομμύρια μισθωτούς και καταστρέφοντας επίσης εκατομμύρια μικρομεσαίων, φτάνοντας στο έσχατο σημείο να αρπάζουν και τα λεφτά που καταθέτει κάποιος στις τράπεζες, είναι φανερό ότι ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός έχει εγκαταλείψει την πολιτική της ενσωμάτωσης στο σύστημά του των μαζών.
Έχουμε μπει πια σε μια εποχή απόλυτης τραπεζικής δικτατορίας, αντίστοιχης με την απόλυτη μοναρχία της φεουδαρχίας. Η συσπείρωση των συνιστωσών του τραπεζικού κεφαλαίου και η άσκηση βίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο εκ μέρους των αστών έχει αντικαταστήσει την –επιτυχημένη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα– μεθοδική προσπάθεια προσέλκυσης, εγκλωβισμού και ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό άλλων κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και ομάδων. Οι αστοί –και στους κόλπους τους ακόμη περισσότερο οι τραπεζίτες– αισθάνονται αλαζονικά πανίσχυροι, ουσιαστικά παντοδύναμοι σήμερα. Δεν έχουν άδικο από τη σκοπιά τους. Πουθενά στην Ευρώπη δεν έχει σημειωθεί κάποια σοβαρή κοινωνική εξέγερση, πόσω μάλλον επανάσταση. Επιπροσθέτως, δεν υπάρχουν αριστερά πολιτικά κόμματα που να πρεσβεύουν την κατάληψη της εξουσίας με μη κοινοβουλευτικά ή μη ειρηνικά μέσα και να προετοιμάζουν τα μέλη, τους οπαδούς και τους λαούς τους προς την κατεύθυνση αυτή. Λογικό είναι επομένως να μη φοβούνται βίαιη ανατροπή της κυριαρχίας τους.
Η αίσθηση υπεροψίας οδηγεί τους Ευρωπαίους αστούς σε όλο και πιο προκλητικές επιλογές, οι οποίες όμως δεν αποκαλύπτουν μόνο την απληστία τους και τη θρασύτητά τους. Αποκαλύπτουν πρωτίστως το σάπισμα του καπιταλιστικού συστήματος, άρα και τις αντικειμενικές επαναστατικές δυνατότητες ανατροπής του. Ο καπιταλισμός σίγουρα υπονομεύει τον εαυτό του όταν φτάνει στο σημείο, όπως ανήγγειλε πριν από μία εβδομάδα ο επίτροπος επί των Οικονομικών της Κομισιόν, Όλι Ρεν, μιλώντας σε φινλανδικό τηλεοπτικό δίκτυο, να εκδίδει οδηγία ότι από εδώ και πέρα οποιαδήποτε κυβέρνηση οποιαδήποτε στιγμή θελήσει νομιμοποιείται (!) να αρπάζει από τους καταθέτες όσα λεφτά θέλει. Οι αστοί το γνωρίζουν αυτό. Τα αδιέξοδα του συστήματός τους όμως και φυσικά η πρώτιστη επιδίωξη της διατήρησης του πλούτου και της ισχύος τους, τους οδηγούν σε αυτή την επιλογή. Γνωρίζουν ότι μόνο με τη βία, κρυφή και φανερή αν παραστεί ανάγκη, μπορούν να υπερασπιστούν αυτή την πολιτική και είναι πανέτοιμοι και αδίστακτοι στην προοπτική κλιμάκωσης της βίας εκ μέρους τους – πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει ακόμη τίποτα στις λαϊκές αντιδράσεις που να τους προκαλεί ανησυχία. Μιλώντας θεωρητικά, μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται βάσιμα ότι «αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο», αλλά η ουσία είναι ότι πουθενά οι αστοί δεν έχασαν την εξουσία εξαιτίας αυτής της πολιτικής, άρα μπορούν να την συνεχίζουν άνετα!
Ούτε καν εκλογικά δεν ενισχύονται τα αριστερά, τα κομμουνιστικά ή τα επαναστατικά πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη, παρά τη βιαιότητα και τις ολέθριες κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Εξηγήσεις και δικαιολογίες γιατί δεν συμβαίνει αυτό μπορεί να βρει κανείς πάμπολλες και ίσως αρκετές από αυτές να είναι και ορθές. Αυτές όμως δεν αλλάζουν την ουσία η οποία έγκειται στο ότι η κρίση δεν άλλαξε το συσχετισμό δυνάμεων ούτε καν σε κοινοβουλευτικό επίπεδο υπέρ των λαϊκών, κομμουνιστικών ή επαναστατικών αριστερών δυνάμεων, παρόλο που διέλυσε την παλιά σοσιαλδημοκρατία σε κάποιες χώρες ή διέσπασε τη Δεξιά. Είναι εξόφθαλμο ότι η Αριστερά μέχρι στιγμής αδυνατεί να εκφράσει αυτό που θέλουν οι χειμαζόμενες κοινωνίες του 21ου αιώνα ή να τις πείσει πολιτικά ότι αυτά που λένε οι αριστεροί συνιστούν τη λύση στα θεμελιώδη οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των εργαζομένων και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων, κατώτερων και μεσαίων από οικονομική άποψη. Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει βαθύτατα. Όσο και αν από πρώτη ματιά αυτό ακούγεται παράδοξο, στην κρίση αυτή δεν δοκιμάζεται μόνο το αστικό καθεστώς. Δοκιμάζεται και το αν η Αριστερά έχει πλέον λόγο ύπαρξης στον 21ο αιώνα.
Μπορεί να ακούγεται μελοδραματικό, αλλά για την Αριστερά η αναμέτρηση αυτή είναι κυριολεκτικά «ή ταν ή επί τας». Θα νικήσει ή θα πεθάνει, μέση λύση δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να συνεχίσει να σέρνει την ύπαρξή της στο πολιτικό περιθώριο, όταν οι εξελίξεις και οι αναμετρήσεις προσλαμβάνουν κοσμογονικό χαρακτήρα. Αν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις οποιασδήποτε κατεύθυνσης κατορθώσουν να δώσουν αυτές τη λύση και τη διέξοδο, δεν γνωρίζουμε πότε θα υπάρξει επόμενος γύρος σύγκρουσης και υπό ποιους όρους. Τώρα είναι η ώρα!