Aπογοήτευση και δυσφορία έχουν προκαλέσει στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ οι «ασκήσεις στον ρεαλισμό» στις οποίες μεθοδικά και σχεδιασμένα επιδίδεται το κόμμα από την επομένη των εκλογών του Μαΐου.
του Λεωνίδα Βατικιώτη
Έκτοτε μέχρι και τη συνέντευξη του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ, Αλέξη Τσίπρα, στην κρατική τηλεόραση την προηγούμενη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου, οι μεταμορφώσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι θεαματικές, τροφοδοτώντας εσωκομματικές διαφωνίες που θα κορυφωθούν στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που ξεκίνησε χθες και θα ολοκληρωθεί σήμερα, χωρίς ωστόσο να αναμένονται καν διορθωτικές κινήσεις από τη μεριά της ηγεσίας. Το μόνο που θα γίνει θα είναι εκατέρωθεν διαβεβαιώσεις για συνέπεια από τους μεν και κόσμιες αντιδράσεις από τους δε…
Σημείο τομής για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε η συνάντηση του επικεφαλής του με τον ισραηλινό πρόεδρο, Σιμόν Πέρες, καταμεσής του Αυγούστου. Τόσο η ίδια η επαφή που νομιμοποίησε το «κράτος – τρομοκράτη» στη συνείδηση της προοδευτικής κοινής γνώμης όσο και η έλλειψη ενημέρωσης που την συνόδευσε αφήνοντας στο σκοτάδι την ατζέντα, έφερε στο φως επιλεκτικές σχέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης με διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα που ξεπερνούν κατά πολύ το επίπεδο της αξιοποίησης των γεωπολιτικών αντιθέσεων…
Το δεύτερο σοκ ήρθε με την επίσκεψη πολυμελούς αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ στον επικεφαλής της «τασκ φορς» και κατοχικό διοικητή κατά πως αποκαλείται, Χορστ Ράιχενμπαχ. Η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δέχθηκε τον ωμό εκβιασμό Γερμανών και ΕΕ, που εν περιλήψει έλεγε πως «αν θέλετε υπέρβαση της απομόνωσης και διεθνή νομιμοποίηση, περάστε πρώτα από τον Ράιχενμπαχ». Δηλαδή, αναγνωρίστε τον Γερμανό γκαουλάιτερ και το καθεστώς οικονομικής κατοχής! Η συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ –φυσιολογική απόρροια της προτεραιότητας που αναγνώριζε στο στόχο παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας που αποτελεί σταθερά του ελληνικού αστισμού από την εποχή του Καραμανλισμού– άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη στο Βερολίνο και τη διερευνητική συνάντηση με τον Σόιμπλε. Γεγονός όχι και τόσο ασήμαντο, αν λάβουμε υπόψη μας την κατηγορηματική άρνηση της Μέρκελ να συναντηθεί ακόμη και με τον υποψήφιο –τότε– πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Το περιεχόμενο των ουσιωδών επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της ηγεσίας του στη Λατινική Αμερική, σε ένα ταξίδι που ενώ αρχικά θέλησε να ψαρέψει στα θολά νερά του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, δείχνοντας ότι μπορεί ο ριζοσπαστισμός να συνδυάζεται με τον κυβερνητισμό, επιτάχυνε την «πορεία προς τον ρεαλισμό». Συνέβη δε κατά δύο τρόπους, έτσι ώστε να μη μείνει καμία αμφιβολία: Πρώτο, μέσα από την πλήρη υιοθέτηση του «βραζιλιάνικου δρόμου», ο οποίος περιελάμβανε την υποταγή στο ΔΝΤ και την εξόφληση μέχρι τελευταίου δολαρίου των υποχρεώσεων προς τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό από την κυβέρνηση του Λούλα και δεύτερο, μέσω των σαφών αποστάσεων που κρατήθηκαν από τον «δρόμο της Αργεντινής», ο οποίος παρά τις αντιφάσεις του, χαρακτηρίστηκε από δύο κεντρικές επιλογές: Τη μονομερή άρνηση πληρωμής μεγάλου μέρους του χρέους, σε σύγκρουση μάλιστα με τους δανειστές, και την αποδολαριοποίηση της οικονομίας. Και τις δύο αυτές επιλογές ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ τις αποκήρυξε κατ’ επανάληψη, απ’ όταν ακόμη η ηγεσία του ήταν στην Αργεντινή. Στη συνέχεια ακόμη πιο ηχηρά, όταν η ηγεσία του κατάλαβε πως επρόκειτο για λάθος επιλογή που δεν έστειλε τα «σωστά μηνύματα».
Αντίθετα με ό,τι συνέβη κατά την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα σε Γερμανία και ΗΠΑ, όπου το βασικό ζητούμενο ήταν να κατατεθούν πειστήρια για τη «συνέχεια και συνέπεια» όχι μόνο της εξωτερικής αλλά και της οικονομικής πολιτικής, στον βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί την προτεραιότητα που έχει ο στόχος της σταθεροποίησης στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής. Κι η επαγγελλόμενη αλλαγή οικονομικής πολιτικής δεν θα γίνει σε σύγκρουση με τους δανειστές, αλλά σε συνεννόηση μαζί τους κι αφού θα έχει αποδειχθεί ο μη εφαρμόσιμος, δηλαδή ο μη ρεαλιστικός χαρακτήρας των μνημονίων. Γι’ αυτό τον λόγο δεν προτίθεται ο Αλέξης Τσίπρας «να σκίσει τη δανειακή σύμβαση» όπως δήλωσε από τις ΗΠΑ. Με αφορμή τα όσα δήλωναν δεξιά κι αριστερά τα στελέχη που τον συνόδευαν, δεν πέρασε απαρατήρητος κι ένας πολιτικός χειρισμός, στο πλαίσιο ερμηνείας της κρίσης στη Ελλάδα και την Ευρώπη, που αγγίζει τα όρια της πολιτικής απάτης. Κατ’ αρχάς είναι η αποσιώπηση του αντεργατικού περιεχομένου της λύσης που προκρίθηκε στις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο Αλ. Τσίπρας εκθειάζοντας την αμερικανική συνταγή, όταν έλεγε πως δεν συνάντησε εικόνες κατάθλιψης στους δρόμους, δεν παραγνώριζε μόνο τα 59 εκ. ανασφάλιστων αλλά και την περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας που επιβλήθηκε ως όρος για να χρηματοδοτηθεί εκ νέου το Ντιτρόιτ και να μπορέσει έτσι να ανακάμψει η βιομηχανική παραγωγή, μετά την κρίση του 2008. Είναι όμως και κάτι επιπλέον: Εντός της Ελλάδας τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όταν πρέπει να αποκρούσουν κριτικές από τα αριστερά που –πολύ λογικά– θέτουν ως όρο εκ των ων ουκ άνευ τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης νομισματικής πολιτικής για την ύπαρξη αναδιανεμητικής πολιτικής, ζητούν δηλαδή την έξοδο από το ευρώ, αντιτάσσουν τη …βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Κι αρνούνται να ασχοληθούν με δευτερεύουσες πλευρές όπως το νόμισμα. Τόση επαναστατικότητα… Συγκαλύπτουν δηλαδή τον οπορτουνισμό τους και την ατολμία τους να έρθουν σε σύγκρουση με κορυφαίες επιλογές του κεφαλαίου στην Ελλάδα, καταφεύγοντας στον βερμπαλισμό και ξέροντας πως τα όσα λένε δεν γεννούν καμιά υποχρέωση στην πολιτική τους πρακτική. Οι ίδιοι τώρα με πρώτο και καλύτερο τον επικεφαλής του κόμματος, Αλέξη Τσίπρα, από τη μια δηλώνουν μιλώντας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια πως η Ελλάδα παράγει μόνο τζατζίκι άρα δεν μπορεί να βγει από το ευρώ, κι αναπαράγουν έτσι την θεωρία της Ψωροκώσταινας, κι από την άλλη αποδίδουν την κρίση στις δομικές ανισορροπίες της ευρωζώνης, κλείνοντας έτσι το μάτι στην αμερικανική συγκαλυμμένη αντιπαλότητα προς την ευρωζώνη.
Ιδιαίτερα δηλωτική όμως των προθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η επίσκεψη της ηγεσίας του στην έδρα του ΔΝΤ και η συνάντηση με τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή του, Ντέιβιντ Λίπτον, μέσω της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε τη νομιμοφροσύνη του απέναντι στον μισητό οργανισμό. Εξετάζοντας από κοινού αυτή την κίνηση με την πρόταση του κόμματος για διεξαγωγή διεθνούς συνεδρίου όπου θα τεθεί το ζήτημα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αίτημα που τέθηκε και στο Βερολίνο κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Αλ. Τσίπρα, φαίνεται ο καθαρά διαχειριστικός χαρακτήρας του αιτήματός του για την τύχη του ελληνικού δημόσιου χρέους. Έχοντας αποκλείσει κάθε σκέψη για σύγκρουση με τους δανειστές (και στην πράξη κάνοντας ό,τι, μα ό,τι περνάει από το χέρι τους για την σύσφιξη των σχέσεων μαζί τους) το αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης και του δημόσιου χρέους, πιο πολύ παραπέμπει σε όσα έλεγε η ΔΗΜΑΡ προεκλογικά το 2012, παρά ο ΣΥΡΙΖΑ τότε. Σήμερα δε, κάλλιστα θα μπορούσαν να διευκολύνουν τα σχέδια κουρέματος του επίσημου (δηλαδή διακρατικού) ελληνικού δημόσιου χρέους που επεξεργάζεται η Γερμανία για τη μετεκλογική περίοδο, στον βαθμό που δεν θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα το ένα και μοναδικό αίτημα που αποτελεί τον «μίτο της Αριάδνης» για την επίλυση του σύγχρονου ελληνικού ζητήματος: Την άμεση παύση πληρωμών και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους ή όλου του δημόσιου χρέους, σε σύγκρουση με τους δανειστές κι όχι σε συνεννόηση μαζί τους. Το αίτημα της παύσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους, μέσω του λογιστικού ελέγχου του που θα προσδώσει νομιμότητα σε αυτό το ριζοσπαστικό αίτημα, μπορεί να αποκτήσει επιπλέον κύρος αξιοποιώντας τον παράνομο χαρακτήρα του δανεισμού της τρόικας από τη στιγμή που δεν έχει κυρωθεί από τη Βουλή η σχετική δανειακή σύμβαση, την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία έχει περιέλθει ο ελληνικός λαός βάσει της οποίας μπορεί να δικαιολογηθεί παύση πληρωμών κ.ά. Επιχειρήματα επομένως υπάρχουν, αντί να αναζητείται η νομιμοποίηση σε ένα συνέδριο όπου ο συσχετισμός δυνάμεων θα είναι τόσο ετεροβαρής ώστε θα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε νέο Λίβανο…
Η ίδια γραμμή του ρεαλισμού φάνηκε και στη συνέντευξη που έδωσε ο Αλ. Τσίπρας στη εκπομπή της Έλλης Στάη. Μεταξύ πολλών άλλων, η αποδοχή της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ από την Κόσκο (όταν ακόμη και το ΠΑΣΟΚ το 2008-9 την αμφισβητούσε και δήλωνε πως θα την επανεξετάσει) και η έγνοια του Αλ. Τσίπρα να καλύψει τον χώρο του πολιτικού κέντρου, όταν η κοινωνία ωθείται βίαια προς τα άκρα, επιβεβαίωσαν τη στροφή που είναι σε εξέλιξη και θα επιταχυνθεί το επόμενο διάστημα με ζητούμενο το χρίσμα της αστικής τάξης. Ασχέτως δε, αν σε αυτή την πορεία ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τα ερείσματα που απέκτησε στην κοινωνία την άνοιξη του 2012. Θεμιτό, προφανώς, κόστος για την ηγεσία του, από τη στιγμή που στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του, οι ελπίδες του για άνοδο στην εξουσία επικεντρώνονται στο ρόλο που του επιφυλάσσεται στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής. Αποτελώντας δηλαδή παράγοντα διαχείρισης, συνέχειας και σταθεροποίησης του συστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι, παραφράζοντας το σύνθημα του γαλλικού Μάη, γίνεται ρεαλιστής, όχι διεκδικώντας το αδύνατο αλλά κάτι πολύ πιο ορατό…