Η ηρωική απεργία του μετρό που πυροδότησε ένα νέο κύμα κλαδικών και επιχειρησιακών εργατικών αγώνων, οι οποίοι αυτή τη φορά δεν περιμένουν τις ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ για να ξεσπάσουν, ο αγώνας των ναυτεργατών, αλλά και η είσοδος στους αγώνες και άλλων λαϊκών στρωμάτων, όπως οι αγρότες, είναι γεγονότα που δείχνουν ότι βαδίζουμε προς μια κλιμάκωση της ταξικής αντιπαράθεσης για την ανατροπή της επίθεσης, με νέα, ποιοτικά χαρακτηριστικά, με νέες απαιτήσεις, δυνατότητες αλλά και κινδύνους.
Νίκος Γουρλάς
Δημήτρης Τσίτκανος
Απέναντι σε αυτή την προοπτική, η τρικομματική συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, το μνημονιακό καθεστώς των ΕΚΤ-ΕΕ-ΔΝΤ και το κεφάλαιο απαντούν με μια αντιδημοκρατική κλιμάκωση του αυταρχισμού, κηρύσσοντας κάθε μαχητική απεργία ως παράνομη και καταχρηστική, ενώ καταφεύγουν όλο και πιο συχνά στο όπλο της επιστράτευσης. Την ίδια στιγμή, η εκτίναξη της ανεργίας δυναμώνει το αντιδραστικό όπλο της οικονομικής βίας, ενώ οι καθεστωτικές δυνάμεις, αδύναμες να δώσουν θετική προοπτική, εκμεταλλεύονται και αξιοποιούν τις υπαρκτές δευτερεύουσες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς μέσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για συμμαχίες και για κατακερματισμό των αγώνων.
Μπαίνει σε χρήση το όπλο της φασιστικής τρομοκρατίας. Το εργατικό δίκαιο όπως το ξέραμε, (η ευχέρεια να πετάνε τους δημοσίους υπαλλήλους στην διαθεσιμότητα, οι απολύσεις συνδικαλιστών, οι μονομερείς αποφάσεις των δικαστηρίων υπέρ των εργοδοτών, η κατάργηση ουσιαστικά του δικαιώματος της απεργίας) έχει ήδη καταργηθεί. Η κυβέρνηση του «Θάτσερ της Μεσογείου» και το μνημονιακό καθεστώς οργανώνει μια «κατάσταση πολιορκίας» και «παρανομίας» απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα και ειδικά απέναντι στα μαχητικά και ταξικά σωματεία. Τη θέση της παλιάς συναίνεσης παίρνει ο ακήρυχτος ταξικός εμφύλιος πόλεμος του Κεφαλαίου.
Από την άλλη πλευρά, η «σταθερότητα για την ανάπτυξη» δεν έρχεται. Η κρίση της ευρωζώνης συνεχίζεται, ενώ οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται. Οι όποιες ιδιωτικές επενδύσεις γίνονται με το σταγονόμετρο, με λίγες θέσεις εργασίας και αυτές με μισθούς κάτω ακόμη και από το ιστορικό όριο επιβίωσης, για την ανάταξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δείχνοντας ότι η όποια «ανάπτυξη» δεν θα αντιμετωπίσει την ανεργία, αντίθετα θα συνοδεύεται από υψηλά ποσοστά ανεργίας και με παραπέρα συντριβή των μισθών στα τριακόσια ευρώ. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συνεχίσει το καταστροφικό της έργο, γνωρίζοντας τις δυσκολίες αλλά και τις χρόνιες εγγενείς αδυναμίες του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, την απουσία προγραμματικής ενότητας, σχεδίου αγώνα και κλιμάκωσης, τις αυταπάτες που υπάρχουν σε τμήματα εργαζομένων ότι μπορούν να την γλυτώσουν, να εξαιρεθούν, τις οποίες ενισχύουν συνδικαλιστικές δυνάμεις της αστικής κομματικής γραφειοκρατίας, λόγω και της έλλειψης της απαιτούμενης στοιχειώδους συνεννόησης ανάμεσα και στις συνδικαλιστικές πρωτοπορίες.
Η κυβέρνηση αξιοποιεί, τόσο σε επικοινωνιακό όσο και σε πολιτικό οργανωτικό επίπεδο, όλες αυτές τις αδυναμίες για το χτύπημα των εργατικών αγώνων, γενικεύει τον πόλεμο και προχωράει σε μια στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση ελπίζοντας ότι θα δώσει το τελειωτικό κτύπημα στο εργατικό κίνημα διαλύοντας ουσιαστικά τα συνδικάτα. Η έμπρακτη ήδη αλλά και η αναμενόμενη και τυπική τροποποίηση του 1264 επιδιώκει να καταφέρει καίριο πλήγμα στις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, δημιουργώντας συνθήκες δίωξης της όποιας συνδικαλιστικής δράσης στους τόπους δουλειάς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Ο εργατικός συνδικαλισμός, με τη μορφή που τον γνωρίσαμε, τελειώνει. Ο αστικός και ρεφορμιστικός χαρακτήρας της ταξικής συνδιαλλαγής που σφράγισε επί 20 χρόνια το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε κρίση. Αδυνατίζει ο κομματικός παραταξιακός συνδικαλισμός των ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ, ενώ δυναμώνει ο «ανεξάρτητος» εργατικός μαχητικός ρεφορμισμός. Και σε ενότητα και σε σκληρή διαπάλη με αυτόν, δυναμώνει ένα ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό ρεύμα που κατανοεί ότι για να επιβιώσει η εργατική τάξη, πρέπει να πάρει πίσω τα κλεμμένα από την τρομακτική αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, θίγοντας δομές του ίδιου του συστήματος, αφού για να γίνει αυτό χρειάζεται αντικαπιταλιστικός αγώνας που θα θέσει εκ νέου το «κοινωνικό ζήτημα» της εποχής μας. Σε αυτή την κατάσταση τα κύρια συνδικαλιστικά ρεύματα της Αριστεράς παρά την επιμέρους θετική συμβολή τους στην οργάνωση και αλληλεγγύη των αγώνων, δεν μπορούν να παραμείνουν αμετακίνητα σε εκτιμήσεις και παραδοχές του παρελθόντος. Παρά το γεγονός ότι έχουμε μαχητικούς κλαδικούς αγώνες με παρατεταμένη διάρκεια, εντούτοις πουθενά δεν έσπασε κάποια αντεργατική επιλογή της κυβέρνησης. Αυτό είναι και το κύριο ζητούμενο: ένα νέο, εργατικό «Στάλινγκραντ» που θα αλλάξει τη ροή του πολέμου.
Αναπροσαρμογή της τακτικής
Οι αγώνες γρήγορα παίρνουν πολιτικό χαρακτήρα, οπότε η πολιτική προοπτική παίζει καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο, όλοι οι αγώνες ξεκινούν από οικονομική, επιχειρησιακή και κλαδική βάση. Το πρώτο ζήτημα συνεπώς, είναι το καλά μελετημένο πλαίσιο πάλης και αιτημάτων για την αγωνιστική ταξική ενότητα σε κάθε επιχείρηση και σε κάθε κλάδο, που θα υπολογίζει το συσχετισμό, τις διαθέσεις της βάσης, τις κοινωνικές συμμαχίες και την κλιμάκωση του αγώνα. Η γενίκευσή τους χρειάζεται ένα πολιτικό πλαίσιο πάλης «από όλους τους εργάτες για όλους τους εργάτες», που θα είναι πλαίσιο αναφοράς κάθε επιμέρους αγώνα.
Από αυτή τη σκοπιά, τα αιτήματα για συλλογικές συμβάσεις που άμεσα θα ακυρώσουν τους νόμους για την κατάργησή τους και τη «φασίζουσα» διατίμηση της εργατικής δύναμης και προοπτικά θα διεκδικούν ουσιαστικές αυξήσεις και σταθερές, ασφαλείς σχέσεις εργασίας, είναι πολιτικά-συνδικαλιστικά αιτήματα πρώτης γραμμής. Μαζί με αυτά πρέπει επειγόντως να δεθούν τα επίσης πολιτικά-συνδικαλιστικά αιτήματα για την αντιμετώπιση της ανεργίας: Επίδομα ανεργίας για όλους, ίσο με τον κατώτατο μισθό για όλο το χρόνο ανεργίας. Ριζική μείωση του χρόνου εργασίας και στα όρια συνταξιοδότησης. Πάλη ενάντια στις απολύσεις, νέες θέσεις εργασίας, όχι με «φαστ τρακ» ιδιωτικές επενδύσεις αλλά με δημόσιο πρόγραμμα μαζικών επενδύσεων. Για να καταργηθούν τα χαράτσια και τα φορομπηχτικά μέτρα. Για αναβάθμιση της υγείας και της παιδείας. Για δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, για το δικαίωμα να διεκδικούμε, να απεργούμε, για να καταργηθεί η επιστράτευση. Για την επιβολή ελέγχου στα είδη λαϊκής κατανάλωσης κόντρα στο σύγχρονο μαυραγοριτισμό του κεφαλαίου. Για να λυθεί δραστικά το ζήτημα των δανείων πρώτης κατοικίας για τους εργάτες και τους άνεργους.
Το εργατικό κίνημα δεν έχει βρει ακόμα τους σύγχρονους τρόπους πραγματικού εργατικού-απεργιακου εκβιασμού με μετρήσιμες επιπτώσεις, που θα δημιουργούν πραγματικό πρόβλημα τόσο στην κυβέρνηση αλλά και στη κάθε εργοδοσία. Δεν έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα να βάλουμε στοιχεία πρωτότυπων μορφών αγώνα, όπου οι επιμέρους αντιστάσεις να συνενώνονται, να δημιουργούνται μέσα από την συνένωση αυτή όργανα αγώνα που θα αποφασίζουν μαζί με όλους τους εργαζόμενους την παραπέρα πορεία και τακτική. Αν και κάποιοι συντονισμοί σωματείων, κατά κύριο λόγο στο δημόσιο, που δημιουργηθήκαν τελευταία, καλύπτουν σε ένα βαθμό αυτή την ανάγκη, εντούτοις εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και μεταξύ αυτών πρόβλημα στην κοινή γραμμή και δράση που πρέπει να έχουν. Έτσι, παραμένει στην πράξη η ηγεμονία των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών όχι μόνο στα τριτοβάθμια όργανα αλλά και σε σωματεία και σε κλάδους.
Οι ταξικές δυνάμεις οφείλουν να προτάξουν την ανάγκη υπέρβασης της σημερινής κατάστασης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Να ρίξουν το βάρος στην ανασυγκρότηση των συνδικάτων, στην συμμετοχή των εργαζομένων, στις γενικές συνελεύσεις. Να παλέψουν για την ταξική ενότητα των εργαζομένων, υπερβαίνοντας τους ανούσιους διαχωρισμούς και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες. Nα υπερβούμε τους διαχωρισμούς δημόσιου ιδιωτικού τομέα, ενιαία Γενική Συνομοσπονδία για ολους τους εργαζόμενους. Οι Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα δεν μπορούν, και τα περισσότερα δεν θέλουν, να κάνουν ταξικά ενωτικό και μαχητικό αγώνα. Η προσπάθειά μας τώρα πρέπει να είναι, δημιουργία συντονισμών πρωτοβάθμιων σωματείων σε όσο το δυνατόν περισσότερους κλάδους και πόλεις, με παράλληλη προσπάθεια για την αγωνιστική τους συνάντηση σε κοινές πρωτοβουλίες. Σταθερός και μόνιμος στόχος η δημιουργία κεντρικού πανελλαδικού συντονιστικού. Το βάρος αυτό πέφτει στις πλάτες του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα Αττικής, παρά τις ανεπάρκειές του. Ο κεντρικός συντονισμός και οι συντονισμοί πρέπει να αξιοποιούν κάθε αγωνιστικό σκίρτημα και να συμμαχούν, διατηρώντας την αυτοτέλειά τους, με κάθε σωματείο, με κάθε Ομοσπονδία και Εργατικό Κέντρο που περιστασιακά παίρνει αγωνιστική θέση. Πολύ περισσότερο, οφείλουν να επιδιώκουν τη μόνιμη κοινή δράση με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ και με ομοσπονδίες του μαχητικού ρεφορμισμού.
Μέσα στους αγώνες δημιουργείται ένα εργατικό και λαϊκό ρεύμα με αδιαμόρφωτα ακόμη αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, που τείνει να αποκτήσει απρόσμενη δυναμική. Αυτό το υπόγειο εργατικό ρεύμα είναι που σπρώχνει τις εξελίξεις και επιβάλει την πιο μαχητική ρητορεία στη ΓΕΝΟΠ και τη μαχητική στάση στην ΠΟΕ-ΟΤΑ. Αυτό κινεί τις αντιφατικές αναπροσαρμογές στο ΠΑΜΕ, και τις θετικές πλευρές στην Αυτόνομη Παρέμβαση. Αυτό οδηγεί και στις ανακατατάξεις και τη διαπάλη στην αντικαπιταλιστική συνδικαλιστική αριστερά, αναζητώντας κάτι ανώτερο από το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Αυτό είναι που επέβαλε την κοινή συσπείρωση και δράση των 23 σωματείων του Πειραιά, όπου εκφράζονταν όλα τα πολιτικοσυνδικαλιστικά ρεύματα της Αριστεράς, και τα οποία, μαζί με όλα τα ναυτεργατικά σωματεία, πραγματοποίησαν την πιο μαζική συγκέντρωση που έγινε στον Πειραιά τα τελευταία χρόνια. Aυτό είναι που σπρώχνει για μια μεγάλη αγωνιστική συνάντηση πανελλαδικού χαρακτήρα, όπου πρωτοβάθμια σωματεία, μαχόμενες Ομοσπονδίες, όλο το μαχόμενο ταξικό εργατικό κίνημα μαζί με μεγάλα κομμάτια του παλιού μαχητικού ρεφορμισμού που αναζητούν τον δρόμο της ρήξης, θα βάλουν τις βάσεις για μια άλλη πορεία του εργατικού κινήματος η οποία θα σηματοδοτεί την σε βάθος ανασυγκρότηση του. Αυτή η διαδικασία θα δημιουργεί προϋποθέσεις για τις «Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις» (ΣΑΔΕΟ) της νέας εποχής που θα σταθούν στα ίσια απέναντι στην επίθεση και θα προσπεράσει τις ηγεσίες των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Aυτή η ανώτερη οργάνωση των «ΚΑΤΩ» δεν θα μπορέσει να έχει τα αποτελέσματα που απαιτούν οι καιροί αν δεν στηριχτεί από την κοινή δράση της πολιτικής συνδικαλιστικής Αριστεράς, η οποία σεβόμενη την ανεξαρτησία του κινήματος θα δώσει ώθηση στην ενότητα πάνω σε ένα πλαίσιο αμέσων αιτημάτων για την επιβίωση, για την ανεργία, το μισθό, τη μείωση του χρόνου εργασίας, τις συμβάσεις, τη φορομπηξία, τα δημοκρατικά δικαιώματα. Κανένας « συντονισμός των συντονισμών» δεν έχει ελπίδα όταν υπονομεύεται από αυτό ή το άλλο πολιτικό σχέδιο της συνδικαλιστικής αριστεράς.
Για ένα εργατικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής.
Είναι πολύ μεγάλη η καθυστέρηση στην συγκρότηση ενός εργατικού μετώπου ρήξης και ανατροπής σε μια κατεύθυνση ενιαίου παλλαϊκού εργατικού μετώπου για την ανατροπή της επίθεσης, που θα έχει την πρωτοβουλία των εργατικών αγώνων αλλά και του συνόλου των αντιστάσεων της εργατικής τάξης. Η άμεση αυτή ανάγκη, που είναι παραδεκτή από όλους στα λόγια, προσκρούει κατά κύριο λόγο στα διαφορετικά πολιτικά σχέδια των κομμάτων της Αριστεράς για το εργατικό κίνημα, τα οποία αδυνατούν να βρουν εκείνα τα σημεία που θα ενώσουν την τάξη σε ένα νέο γύρο μεγάλων απεργιακών αγώνων και ξεσηκωμού του λαού ο οποίος θα ανατρέψει τις κυβερνήσεις των μνημονίων. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση η απογοήτευση και η στρατηγική πια ήττα του εργατικού κινήματος θα είναι προ των πυλών.
Οι διαφορετικές στρατηγικές και τα πολιτικά σχέδια που είναι υπαρκτά δεν θα ξεπεραστούν εύκολα, όμως δεν μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στο να «χτυπάμε όλοι μαζί». Για να υπάρξουν συγκεκριμένες επιχειρησιακές και κλαδικές νίκες απέναντι στην ισοπεδωτική κυριαρχία της αστικής επίθεσης προς όφελος των συμφερόντων, του ηθικού, της ενότητας και της πολιτικής «εκπαίδευσης» του συνόλου των εργαζομένων. Γι αυτό το Κ.Κ.Ε που συγκεντρώνει σοβαρές σε κλάδους και χώρους δυνάμεις , έχει ευθύνες όταν επιμένει στην γραμμή του κομματικού διαχωρισμού της τάξης, αδυνατώντας κατά συνέπεια να γενικεύσει και να ενώσει σωματεία και ομοσπονδίες εκτός ΠΑΜΕ, να βρει επαφή με πλατιά τμήματα της τάξης που πλήττονται ολοσχερώς, πολιτικοποιώντας τους αγώνες και για το «σήμερα» αλλά και για το «αύριο». Παρά τα βήματα που κάνει τελευταία στηρίζοντας αγώνες που δεν ελέγχει το ίδιο πχ αγώνας Ναυτεργατών, Μετρό, εξακολουθεί να προβάλει μόνο οικονομικά αιτήματα φοβούμενο την πολιτικοποίηση του αγώνα γιατί αυτή, όπως πιστεύει την καρπώνεται τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ
Δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ βλέπουν το κίνημα σαν διαμαρτυρία που θα εξαργυρωθεί σε ψήφους. Παρά το γεγονός ότι τμήματά του προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από τη λογική του κινηματικού «κυβερνητισμού», με πραγματικούς ταξικούς πολιτικούς όρους. Οι δυνάμεις αυτές επιδιώκουν να διαχωριστούν από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία στηρίζοντας τον Συντονισμό πρωτοβάθμιων Σωματείων, μιλούν για μια ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε ταξική βάση, παραμένουν μειοψηφικές απέναντι στην κύρια γραμμή όπως αυτή εκφράζεται επίσημα με το μοντέλο εκείνου του μαχητικού ρεφορμισμού που τα βρίσκει με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που αρκείται στην αλλαγή των συσχετισμών στην ΓΣΕΕ με όρους κοινοβουλευτικής αντιστοίχησης .
Από τμήματα της αντικαπιταλιστικής συνδικαλιστικής Αριστεράς, αλλά και από τμήματα του νέου μαχητικού ρεφορμισμού, πολλές φορές φετιχοποιείται η μορφή της «απεργίας διαρκείας». Το εργατικό κίνημα έχει στη φαρέτρα του όλες τις μορφές και επιδιώκει να φτάσει ακόμη και στη γενική πολιτική απεργία διαρκείας. Αλλά σε αυτή δε θα φτάσει εγκεφαλικά και ετσιθελικά. Η τάση αυτή αδυνατεί να κατανοήσει ότι η εργατική συνείδηση δεν χειραφετείται με βερμπαλισμούς, αλλά με επίμονη δουλειά στους τόπους δουλειάς ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα. Δεν κατανοεί ότι για να έχουμε νικηφόρους αγώνες χρειάζεται να μπουν στη μάχη πλατιές μάζες εργαζομένων και όχι αποκλειστικά οι πρωτοπορίες. Το ουσιαστικό στις μορφές πάλης είναι η συμμετοχή της εργατικής βάσης μέσα από τις γενικές συνελεύσεις, η κλιμάκωση με τη συμφωνία της, ο υπολογισμός των συμμαχιών με άλλους κλάδους και κοινωνικά στρώματα.
Η πολιτική προοπτική αποκτά πλέον, κινητήριο χαρακτήρα. Κανένας επιμέρους αγώνας όποια νίκη και να επιτύχει δεν θα είναι σταθερός χωρίς την προοπτική για ανατροπή της αντεργατικής πολιτικής και των κυβερνήσεών της, χωρίς το διώξιμο της τρόικας, χωρίς σύγκρουση και έξοδο από ευρώ και ΕΕ. Τι θα έρθει στη θέση τους; Αυτό το ερώτημα βασανίζει το ταξικό εργατικό κίνημα που δε μένει αδιάφορο απέναντι στο «κυβερνητικό ζήτημα» που ταλανίζει την Αριστερά. Η ουσιαστική και πραγματική ανατροπή των αντιδραστικών συσχετισμών, της αντεργατικής πολιτικής και των κυβερνήσεών τους δεν θα έρθει με την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Θα έρθει μέσα από μια γενικευμένη εργατική και παλλαϊκή σύγκρουση. Στη νέα, ασταθή κατάσταση που θα δημιουργηθεί, το κύριο είναι να έχει οικοδομηθεί ένα νέο, οργανωμένο ταξικό εργατικό κίνημα και παλλαϊκό μέτωπο. Αυτό το κίνημα και μέτωπο ανατροπής, με βάση την ταξική ανεξαρτησία του, θα προωθεί και θα επιβάλει το πρόγραμμά του στον αστικό συνασπισμό εξουσίας και σε κάθε κυβέρνηση, θα διεκδικεί τη δική του εξουσία και κυβέρνηση, θα ανοίγει δρόμους για τις επαναστάσεις που έχει ανάγκη η εποχή μας.
Μοχλός για την προώθηση των παραπάνω θα αποτελέσει η συγκρότηση με μαζικούς όρους πανελλαδικής ταξικής κίνησης όλων των δυνάμεων και των αγωνιστών που θέλουν να παλέψουν για τον ιδεολογικό και πολιτικό επανεξοπλισμό του εργατικού κινήματος με όρους μιας νέας ταξικής ενότητας και να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του από τη σκοπιά της εργατικής χειραφέτησης και απελευθέρωσης. Όπου θα πρέπει επιτελούς να συναντηθούν μέσα από διαδικασίες για την συγκρότηση της. Για μια πλατιά πολιτικοσυνδικαλιστική κίνηση που δεν θα είναι μια ακόμα κομματική παράταξη αλλά ένα διακριτό ρεύμα, το οποίο θα ενισχύσει την ενωτική πολιτική συγκρότηση και δράση των δυνάμεων ταξικής αναφοράς. Η δημιουργία της θα δώσει δύναμη στα ταξικά και αγωνιστικά σωματεία και στο συντονισμό τους. Θα συντονίσει την παρέμβασή τους στους αγώνες που ξεσπούν. Θα συμβάλει στον πολλαπλασιασμό, στην ενότητα και στον πολιτικό προσανατολισμό των εργατικών συσπειρώσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε με την δράση της ως τώρα και θα συνεχίσει να συμβάλλει η Πρωτοβούα για την δημιουργία Πανελλαδικής Ανεξάρτητης Ταξικής Κίνησης