Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, είναι διπλά αποκαλυπτικό: Δεν δείχνει μόνο τα επικοινωνιακά τρικ, τη διπλή γλώσσα της Χρυσής Αυγής, την οργανωτική δομή της, τις επιδρομές, τα λιντσαρίσματα, τα πογκρόμ ή και τις δολοφονικές επιθέσεις αλλά και τη στάση του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ απέναντι στο φαινόμενο.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Θα αδικούσαμε αυτό το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά αν το χαρακτηρίζαμε απλώς χρήσιμο ή διαφωτιστικό ή επίκαιρο λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά τη συγκυρία, δηλαδή το γεγονός ότι κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο, λίγους μήνες μετά τη μεγάλη εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής και την είσοδό της στη Βουλή. Η αξία αυτού του βιβλίου υπερβαίνει την εκλογική συγκυρία και μας βοηθά να καταλάβουμε και το μετεκλογικό τοπίο. Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής (από τις εκδόσεις Πόλις) δεν φωτίζει μόνο τη γενεαλογία αυτής της οργάνωσης, αλλά και τις σχέσεις της ακροδεξιάς με δυνάμεις του λεγόμενου κοινοβουλευτικού τόξου, δείχνει ακόμα πώς η ατζέντα της ΧΑ χωρά στις διακηρύξεις και τις πρακτικές ακόμα και μη φασιστικών πολιτικών κομμάτων. Δείχνει επίσης τους δεσμούς (και όχι απλώς την ιδεολογική συγγένεια) που είχε και προφανώς εξακολουθεί να έχει αυτή η οργάνωση με το βαθύ ελληνικό κράτος (στρατός, αστυνομία, δικαστική εξουσία, εκκλησία), όπως τονίζει ο συγγραφέας. Ο Δημήτρης Ψαρράς μάς υπενθυμίζει ότι παρόλο που μέχρι χθες η ΧΑ ήταν μια ποσοτικά αμελητέα οργάνωση (στις εκλογές του 2009 πήρε μόλις 23.000 ψήφους), οι στυλοβάτες της δεν ήταν ποτέ αποκλεισμένοι από τα επίσημα ΜΜΕ και γενικότερα από το σύστημα εξουσίας.
Η ολοκλήρωση ενός τόσο απαιτητικού βιβλίου μέσα σε λίγους μήνες θα ήταν αδιανόητη αν δεν υπήρχε η ερευνητική δουλειά της ομάδας του Ιού (μέχρι πρόπερσι της Ελευθεροτυπίας και εδώ και δύο μήνες, της Εφημερίδας των Συντακτών) μέλος της οποίας είναι ο Δημήτρης Ψαρράς. Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια εκδοτική αρπαχτή, αλλά προϊόν πολυετούς δημοσιογραφικού μόχθου, συλλογικού και προσωπικού, ορατού (δημοσιευμένα κείμενα) αλλά και αθέατου και αθόρυβου. Με λίγα λόγια, βιβλία σαν και αυτό αποκαθιστούν τη χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Το βιβλίο περιλαμβάνει 19 κεφάλαια (μαζί και ο πρόλογος και ο επίλογος) που αν και έχουν κάποια αυτοτέλεια, καλό είναι να διαβαστούν σε συνέχεια, χωρίς παραλείψεις. Στα κεφάλαια αυτά παρουσιάζονται οι πιο σημαντικές πλευρές της διαδρομής της οργάνωσης από το 1980 μέχρι σήμερα, καθώς και οι απαρχές του νεοφασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Η παρουσίαση αυτή στηρίζεται σε ένα εντυπωσιακό πλήθος πηγών: ντοκουμέντα από επίσημα έντυπα της ίδιας της οργάνωσης, δημοσιεύματα του Τύπου, τηλεοπτικές εκπομπές.
Πικρή αλλά ακριβής είναι η παρατήρηση του συγγραφέα ότι πολλά από τα πρόσφατα και τα παλαιότερα τηλεοπτικά «σουξέ» των στελεχών της ΧΑ θα είχαν αποφευχθεί αν οι παρουσιαστές που τους καλούσαν στις εκπομπές τους είχαν μπει στον κόπο να μάθουν προτού πάθουν, να μελετήσουν τις επικοινωνιακές πρακτικές της οργάνωσης, καθώς και τις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις της.
Το βιβλίο είναι διπλά αποκαλυπτικό: Δεν δείχνει μόνο τα επικοινωνιακά τρικ, τη διπλή γλώσσα (άλλη για το πλατύ κοινό, άλλη για τους μυημένους και τα μέλη) της ΧΑ, την οργανωτική δομή της, τις επιδρομές, τα λιντσαρίσματα, τα πογκρόμ ή και τις δολοφονικές επιθέσεις (βλ. υπόθεση Δημήτρη Κουσουρή) αλλά και τη στάση του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ απέναντι στο φαινόμενο. Δείχνει επίσης και τις αυταπάτες που έτρεφαν πολλοί ως προς την κοινοβουλευτική ή την τηλεοπτική παρουσία της ΧΑ, η οποία υποτίθεται ότι θα την ξεσκέπαζε, θα τη γελοιοποιούσε και θα έκανε τους ψηφοφόρους της να της γυρίσουν την πλάτη.
Το θέμα είναι επαχθές, παραδέχεται ο συγγραφέας, όμως δεν ισχύει το ίδιο για την ανάγνωση του βιβλίου του. Ο Δημήτρης Ψαρράς αποφεύγει τα επίθετα, τους πιασάρικους υπότιτλους, την εύκολη ειρωνεία και τα αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά κηρύγματα. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος (ο μακροβιότερος αρχηγός πολιτικής οργάνωσης στην Ελλάδα) δεν παρουσιάζεται σαν καρικατούρα, αλλά και σαν αντιγραφέας δοκιμασμένων συνταγών, ναζιστικών και νεοναζιστικών.
Ο συγγραφέας στέκεται στα γεγονότα (τα οποία τεκμηριώνει με υποδειγματική συνέπεια), ενώ αρκετές είναι οι ιστορικές αναφορές και οι συγκρίσεις με τη δράση της ακροδεξιάς στη Δυτική Ευρώπη. Ανασκευάζει τους κυρίαρχους μύθους, π.χ., για το δήθεν «κοινωνικό πρόσωπο» της ΧΑ (ο συνοδός της γριούλας που πάει στην τράπεζα για να πάρει τη σύνταξη) ή για το κενό στην ασφάλεια και στην αστυνόμευση, την «απουσία του κρατους» την οποία τάχα καλύπτει η δράση της οργάνωσης στις υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας. Επίσης, ερμηνεύει πολιτικά και την προσφιλή στην κυβέρνηση (και σε πολλά ΜΜΕ) θεωρία των «δύο άκρων».
Το βιβλίο δεν περιορίζεται στην ψυχρή καταγραφή των έργων και των ημερών της ΧΑ, αλλά θίγει και το «τι να κάνουμε». Εξετάζει το πόσο ρεαλιστική είναι η απαγόρευσή της, ενώ υπογραμμίζει ότι πρέπει να περιφρουρηθούν οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, τις οποίες κάποιοι σήμερα παρουσιάζουν σαν απολίθωμα ενός λαϊκίστικου παρελθόντος.