Το βιβλίο επί του οποίου στηρίχθηκε το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας του Καναδού Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ γράφτηκε την εποχή της κρίσης των μετοχών υψηλής τεχνολογίας. Παρόλ’ αυτά, οι ομοιότητες με τη σημερινή συγκυρία είναι εντυπωσιακές, παρουσιάζοντας έναν καπιταλισμό που παραπαίει μεταξύ κρίσης και απληστίας.
της Αφροδιτης Πολίτη
Μισοθαμμένη κάτω από έναν ορυμαγδό από μέτρα, λίστες, χρυσαυγολογία και μέτριες κριτικές, προβάλλεται ακόμα η τελευταία ταινία του καναδού σκηνοθέτη Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ. Για την ακρίβεια, περισσότερα ακούστηκαν και γράφτηκαν για το Cosmopolis σε αναμονή της ταινίας, παρά μετά την έναρξη της προβολής της: Για το πόσο δύσκολο είναι να μεταφερθεί στον κινηματογράφο η στυλιζαρισμένη πρόζα του μεταμοντέρνου συγγραφέα Ντον Ντε Λίλο, για το αν ταιριάζει ο γόης του Τwilight –της εφηβικής σάγκα με βρικόλακες– σε μια ταινία με υπαρξιακά και πολιτικά μηνύματα, για τις περιπέτειες και τις αλλεπάλληλες αλλαγές στο καστ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Άνισες ήταν και οι κριτικές που δέχτηκε η ταινία, με τους περισσότερους να της αναγνωρίζουν εγκεφαλικές αρετές, αλλά ελάχιστη ψυχή. Δεν είναι η πρώτη φορά που η σκηνοθεσία του Κρόνενμπεργκ περιγράφεται ως κλινική, αποστειρωμένη και ψυχρή. Μόνο που αν στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η μεταλλική ψυχρότητα του σκηνοθέτη θεωρούνταν αρετή, πλέον θεωρείται δεδομένη και δεν αρκεί για να κερδίσει τον θαυμασμό ενός ήδη μπλαζέ ακροατηρίου.
Παρόλ’ αυτά, η ταινία είναι χρήσιμη αν και όχι πάντα απολαυστική, ως μια αλληγορία για τον χρηματιστηριακό καπιταλισμό και τις κρίσεις του.
Αν και γράφτηκε στον απόηχο της φούσκας μετοχών του ίντερνετ του ’90, η κινηματογραφική μεταφορά της σχεδόν μια δεκαετία μετά (το βιβλίο εκδόθηκε το 2003), επιχειρεί φανερά μια αναλογία με τη σύγχρονη, πολύ βαθύτερη κρίση, που ξεκίνησε το 2008 και ακόμα εξελίσσεται.
Όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον πετυχημένο 28χρονο εκατομυριούχο επιχειρηματία Έρικ Πάκερ. Αν και όταν γράφτηκε το Cosmopoolis το facebook ήταν ακόμα μόνο μια ιδέα στο μυαλό του έφηβου τότε Μαρκ Ζούκερμπεργκ, βλέποντας την ταινία η σύγκριση με τον επίσης 28χρονο σήμερα πολυεκατομμυριούχο είναι αναπόφευκτη.
Όπως και ο Ζούκερμπεργκ του πραγματικού κόσμου, έτσι και ο Πάκερ της ταινίας είναι ζάπλουτος πουλώντας τεχνολογικό κοπανιστό αέρα. Όπως και ο Ζούκερμπεργκ, έτσι και ο Πάκερ τζογάρει διαρκώς σε χρηματιστηριακές συναλλαγές και εκτιμήσεις, που ενίοτε δεν του βγαίνουν. Όπως και ο Ζούκερμπεργκ, έτσι και ο Πάκερ περιστοιχίζεται από διάφορους επίσης νεαρούς συνεργάτες μισο-ιδιοφυίες μισο-φυτά, που κατέχουν κάποιες ανεξήγητες μαγικές δυνάμεις ανάλυσης δεδομένων και τεχνολογικής θωράκισης των πληροφοριών. Σε καμία στιγμή στα 109 λεπτά της ταινίας δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς πουλάει, κατασκευάζει, εμπορεύεται, ντηλάρει ο πρωταγωνιστής, ούτε ποιος είναι ακριβώς ο κίνδυνος που τον απειλεί.
Ακόμα και όταν βλέπουμε το πρόσωπο του υποψήφιου δολοφόνου του –ο μόνος ίσως ηθοποιός σε όλη την ταινία με ζεστό αίμα στις φλέβες του, ένας αγνώριστος Πολ Τζιαμάτι– η απειλή έχει πλέον πάρει συμβολικές, σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις, τόσο ώστε δεν έχει πια σημασία αν ο εκατομμυριούχος δολοφονείται ή αυτοκτονεί.
Πομπώδεις αφύσικοι διάλογοι, που προφέρονται σαν να διαβάζονται δυνατά, καθώς είναι κατευθείαν βγαλμένοι από το βιβλίο, παρατηρήσεις για τη μυστικοποιημένη φύση του άυλου κεφαλαίου, ατάκες και σκηνές που ισορροπούν επικίνδυνα ανάμεσα στο φιλοσοφικό και το γελοίο –αναρωτιέσαι ώρες ώρες αν η ταινία φλερτάρει με ένα είδος μεταμοντέρνας κωμωδίας– διαδραματίζονται στο κλειστοφοβικό εσωτερικό μιας απαστράπτουσας χάι τεκ λιμουζίνας. Το τοπίο της πόλης γύρω, ένα Μανχάταν σε προ-αποκαλυπτική φάση, μοιάζει με σκηνικό. Ρακένδυτοι προφήτες που στροβιλίζουν από την ουρά νεκρούς αρουραίους, η κηδεία ενός σούφι – ράπερ, μία αντικαπιταλιστική εξέγερση που παρουσιάζεται ως χαλκομανία, ένας γραφικός φαρσέρ που πετάει τούρτες σε διάσημους και μια πιθανή επίθεση σε αυτοκινητοπομπή του προέδρου των ΗΠΑ, την οποία ακούμε αλλά δεν βλέπουμε ποτέ, εξελίσσονται έξω από τα φιμέ τζάμια της λιμουζίνας, ως εικονική δράση σε άλλο ένα βιντεογκέιμ από αυτά που πιθανόν πουλάει ο παραπαίων κολοσσός του Πάκερ.
Ακόμα και οι σκηνές του σεξ –ο Πάκερ έχει διαδοχικές ερωτικές συνευρέσεις με γυναίκες εκτός από την ψυχρά όμορφη σύζυγό του– όσο και οι σκηνές φόνου ή αυτοτραυματισμού, είναι επίτηδες κενές συναισθήματος. Η μόνη στιγμή που ο ήρωας δακρύζει είναι όταν μαθαίνει το θάνατο του αγαπημένου του σούφι ράπερ, ενός μαύρου Έλβις με άφρο μαλλί, του οποίου η τελετουργική κιτς κηδεία θυμίζει τις επικήδειες υπεπαραγωγές άλλων πλαστικών σούπερ σταρ (βλ. Μάικλ Τζάκσον και Γουίτνει Χιούστον).
«Οταν πέθαινε δεν θα τελείωνε. Ο κόσμος θα τελείωνε», γράφει ο Ντε Λίλο στην αρχή του βιβλίου. Στην ταινία ο ήρωας προκαλεί το τέλος του, σε έναν κόσμο που δεν ξέρεις αν έχει τελειώσει ήδη.