Νουράι Σαντσάρ, Αρθρογράφος της Evrensel, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας
▸ Η χώρα που γεννήθηκε από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Η Δημοκρατία της Τουρκίας, η οποία συμπληρώνει 100 χρόνια ζωής στις 29 Οκτωβρίου, γεννήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα φεουδαρχικό μόρφωμα που κυριαρχούσε επί 600 χρόνια, με τον σουλτάνο αποκλειστικό ιδιοκτήτη του. Αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που έβαλε τέλος στη Ρωσική, την Αυστροουγγρική και τη Γερμανική αυτοκρατορία, αποσυντέθηκε και αυτή, όντας ήδη κατακερματισμένη.
Το 1919, η Βρετανία κατέλαβε την Ιστανμπούλ και με τη Συνθήκη των Σεβρών, οι περιοχές που αργότερα θα απάρτιζαν την Τουρκία διαμοιράστηκαν ανάμεσα σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Στη διάρκεια των αγώνων εναντίον αυτής της κατοχής και αποσύνθεσης, το διάστημα 1919-23, υπήρχαν δύο κυβερνήσεις: Της Εθνοσυνέλευσης, με έδρα την Άγκυρα και επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ και του σουλτάνου, στην κατεχόμενη Ιστανμπούλ.
Η Δημοκρατία της Τουρκίας συγκροτήθηκε τελευταία σε σύγκριση με τα άλλα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης. Νωρίτερα, είχε υπάρξει μια συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια της μπουρζουαζίας του εμπορίου, κυρίως σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Ιστανμπούλ και η Μπούρσα, που βρίσκονταν τότε εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο κυρίως για εισαγωγείς αγαθών που παράγονταν στην Ευρώπη. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, υπήρχε μια μεταποιητική παραγωγή σε τομείς όπως υφαντουργία, αγροτικά προϊόντα και άλλα βασικά αγαθά.
Ήταν, λοιπόν, η εθνική αστική τάξη, η οποία είχε ανάγκη να αναπτυχθεί ταχέως, αυτή που ηγήθηκε του αγώνα για την απελευθέρωση. Η αμέσως προηγούμενη γενιά είχε ηγηθεί των κινημάτων για μεταρρύθμιση εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία είχαν οδηγήσει στην εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας το 1908. Είχαν καταβάλει προσπάθεια να θέσουν τον σουλτάνο υπό έλεγχο, ανοίγοντας και τον δρόμο για την μπουρζουαζία του εμπορίου. Ταυτόχρονα, αναδυόταν μια εργατική τάξη και έτσι, το 1908-10, εκδηλώθηκαν απεργίες και άλλες αντιστάσεις σε πολλές περιοχές.
Το σίγουρο είναι πως η ιδέα της δημιουργίας μιας δημοκρατίας υπήρχε πολύ πριν την ίδρυσή της, στις 29 Οκτωβρίου 1923. Το κράτος, όμως, του οποίου ηγούνταν ο Μουσταφά Κεμάλ δεν επιθυμούσε να έχει μάζες που θα ασχολούνται με την ταξική πάλη ή θα απαιτούν μια επανάσταση παρόμοια με αυτή της Σοβιετικής Ένωσης στον Βορρά. Ήδη, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, όλες οι κομμουνιστικές οργανώσεις κρίθηκαν παράνομες. Ο Μουσταφά Σουφί, ιδρυτής του ΚΚ Τουρκίας, καθώς και 15 από τους συντρόφους του, δολοφονήθηκαν σε ενέδρα. Το 1925, η εξέγερση των Κούρδων κατεστάλη και στην αντιπολίτευση επιβλήθηκαν βαριές ποινές. Η εθνική αστική τάξη της Τουρκίας επεδίωκε να εκτουρκίσει την πρωτεύουσα και την εργατική τάξη και να εξαφανίσει τις μειονότητες. Ήταν ένα σχέδιο που ξεκίνησε το 1915, διήρκεσε μέχρι τις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955, ενώ σήμερα συνεχίζεται η βίαιη καταπίεση των Κούρδων.
Ταυτόχρονα, προχώρησαν μια σειρά μεταρρυθμίσεις με στόχο να κερδηθούν με την ιδέα της νέας δημοκρατίας αγρότες και χωρικοί, που αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα του πληθυσμού και ζούσαν σε αναχρονιστικές οικονομικές συνθήκες. Προωθήθηκε η αλλαγή του παλιού αλφαβήτου, η σύνθεση ενός ένδοξου παρελθόντος του τουρκικού έθνους, με τη μορφή της επίσημης ιστορίας, αλλά και η δημιουργία που συγκροτούσε την εικόνα ενός φανταστικού κοινού μέλλοντος για όλους. Επίσης, έγιναν μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση και τους κρατικούς θεσμούς. Η κατάργηση του Χαλιφάτου και το κλείσιμο αντιδραστικών θρησκευτικών ταγμάτων και στοών, η ανακήρυξη του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας και η ίδρυση της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Θεμάτων, που έφερε τη θρησκεία υπό κρατικό έλεγχο, ήταν επίσης σημαντικά στοιχεία.
Ο Κεμάλ δεν επέτρεψε, βεβαίως, την ίδρυση άλλου κόμματος. Κάτι τέτοιο θα γινόταν μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θα έφτανε να συγκροτήσει κυβέρνηση πλειοψηφίας το 1950. Το αδύναμο ΚΚ Τουρκίας, το μοναδικό τότε αριστερό κόμμα στη χώρα, ήταν αναγκασμένο να λειτουργεί στην παρανομία. Πολλοί διανοούμενοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην εξορία. Υπό τη διακυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος, που αντικατέστησε το κόμμα του Κεμάλ (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα), η εξάρτηση της Τουρκίας από τον ιμπεριαλισμό αυξήθηκε. Από τότε, η Τουρκία παραμένει ένα βολικό γρανάζι του ΝΑΤΟ και του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.
Ο Κεμάλ ισχυριζόταν ότι το τουρκικό έθνος είναι «μια ενιαία μάζα, χωρίς τάξεις ή προνόμια». Όμως, σε μια χώρα γεμάτη διαχωρισμούς και αντιθέσεις σε επίπεδο κοινωνικών τάξεων, εθνικών, θρησκευτικών και φυλετικών δικαιωμάτων, αυτό το μοντέλο μπορούσε να επιβληθεί μόνο βίαια. Για τον λόγο αυτό, εκδηλώθηκαν τρία μεγάλα στρατιωτικά πραξικοπήματα, με διαφορά δέκα ετών το ένα από το άλλο (1960, 1971 και 1980).
Η πορεία από τον Κεμάλ Ατατούρκ στον Ταγίπ Ερντογάν σφραγίστηκε από πραξικοπήματα, καταπίεση
και Μεγάλες Ιδέες
Σήμερα, η Τουρκία είναι μια εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα. Όντας στην εξουσία επί 22 χρόνια, η κυβέρνηση Ερντογάν προχώρησε στην ανασυγκρότηση των παλιών κρατικών θεσμών. Μέσα στα 22 αυτά χρόνια, η ισλαμική πτέρυγα αναδείχθηκε σε μια νέα αστική τάξη στη χώρα, μέσω των κρατικών επιδοτήσεων, ενώ κατέλαβε την κρατική γραφειοκρατία. Πρόκειται για μια αέναη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κράτος και κεφάλαιο, μικρό και μεγάλο, αλληλοσυνδέονται, ενώ όλοι τους, μαζί και οι μικρές επιχειρήσεις και οι υπεργολάβοι των μεγάλων μονοπωλίων, «δένονται» με το σύστημα εξουσίας του Ερντογάν. Στο ίδιο διάστημα, η Τουρκία κατάφερε να αναπτύξει ένα στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Η τουρκική αστική τάξη συνειδητοποιεί την κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνιστικών συγκρούσεων και την αντιμετωπίζει ως ευκαιρία. Γι’ αυτό επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της με κάθε τρόπο. Όσο για όλα αυτά που έχει κερδίσει η εργατική τάξη με τους αγώνες της, έχουν σχεδόν εξανεμιστεί με την πάροδο του χρόνου. Η βία και οι δολοφονίες σε βάρος των γυναικών έχουν εκτιναχθεί σε επίπεδα ρεκόρ. Ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του προωθούν τον εξισλαμισμό της κοινωνίας. Η αστυνομική ισχύς είναι η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τον λαό. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία παραμένει μια εξαιρετικά δυναμική χώρα. Ούτε η εργατική τάξη ούτε η νεολαία ούτε οι γυναίκες έχουν σταματήσει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Ακόμη και η επανεκλογή Ερντογάν συνοδεύεται από πολλές σκιές. Σε αυτό το φόντο, οι λαοί της Τουρκίας «γιορτάζουν» τα 100 χρόνια δημοκρατίας. Χωρίς με κανένα τρόπο να εγκαταλείπουν την αντίσταση στη βία και την καταπίεση. Χωρίς να παραδίδονται.