Ιερό πόλεμο εκ μέρους του «Δυτικού Πολιτισμού» περιέγραψε το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, από 20:30 ώρα Ελλάδος, ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου σε συνέντευξη τύπου μαζί με τον νυν Υπουργό Άμυνας Γιοάβ Γκαλλάντ και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και πρώην Υπουργό Άμυνας Μπένι Γκαντζ. Το γεγονός ότι δεν προσκλήθηκαν ανταποκριτές πολιτικών Μέσων Ενημέρωσης, αλλά μόνο στρατιωτικοί και διπλωματικοί συνάδελφοί τους έδωσε από την αρχή τον τόνο.
Ένα μέρος των δηλώσεων ήταν μάλλον διεκπεραιωτικό, επαναδιατυπώνοντας τα επίσημα επιχειρήματα του ισραηλινού στρατού υπέρ των τακτικών γενοκτονίας που εφαρμόζει. Εδώ εντάσσονται οι αναφορές του Γκαλλάντ σε μέλη της Χαμάς που σκοτώνουν παιδιά, καθώς και η ύπαρξη ομήρων ως επιχείρημα για ισχυροποίηση των ισραηλινών επιθέσεων αντί προσπάθειας διπλωματικής λύσης. Εντάσσεται επίσης η ισχυρή ευχαριστία του προς τους συμμάχους του Ισραήλ και κυρίως προς τις Η.Π.Α. για την αμέριστη στήριξή τους.
Ένα δεύτερο και εξαιρετικά εκτενές μέρος των δηλώσεων αφορούσε την αυξανόμενη πίεση εντός και εκτός Ισραήλ προς την κυβέρνηση όσον αφορά το ζήτημα των ομήρων. Η ανάδειξη του ζητήματος ως «μη δευτερεύοντα» στρατιωτικού στόχου στην ομιλία Γκαλλάντ αποτελεί ζήτημα πολιτικής επιβίωσης για τα στελέχη της κυβέρνησης, ειδικά μετά από αναφορές απελευθερωθέντων ισραηλινών, αλλά και της Χαμάς για την αδιαφορία του ισραηλινού στρατού προς την ασφάλεια των ομήρων. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναφορά Γκαλλάντ πως το Ισραήλ θα «ακούσει» τους συμμάχους στο ζήτημα των ομήρων αλλά «θα πράξει ό,τι θεωρεί σωστό» ερμηνεύεται ως προσπάθεια χάραξης ορίων στις εξωτερικές πιέσεις που δέχεται για εξεύρεση διπλωματικής λύσης. Η τοποθέτηση Νετανιάχου επί του ζητήματος όμως έθεσε επί λέξη ως πρώτο στόχο τη διάλυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Χαμάς και ως δεύτερο την απελευθέρωση των ομήρων, παρά τον παράλληλο ισχυρισμό πως οι στόχοι δεν αντικρούονται.
Ένα τρίτο μέρος των δηλώσεων αφορούσε τις εσωτερικές ισορροπίες της ισραηλινής πολιτικής σκηνής καθ’ εαυτές. Εδώ εντάσσεται η αναφορά Γκαλλάντ στη στήριξη της ισραηλινής κοινωνίας προς τις στρατιωτικές δυνάμεις, δήλωση απαραίτητη τη στιγμή που υπάρχουν υπολογίσιμες αντιπολεμικές διαδηλώσεις ισραηλινών, εντός και εκτός των συνόρων. Στην τοποθέτηση Νετανιάχου, η αμυντική στάση στην κριτική για τις ολιγωρίες που επέτρεψαν την επίθεση της Χαμάς επικεντρώθηκε στο ρόλο της κυβέρνησής του να οδηγήσει τη χώρα στη νίκη, ακολουθούμενη με μια υπόσχεση για έρευνα μετά το τέλος του πολέμου. Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως όρισε τον πόλεμο ως μακροσκελή και δύσκολο, διατύπωση που παραπέμπει σε παρατεταμένο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Σε ερώτηση για το ρόλο των εσωτερικών συγκρούσεων για τη δικαστική μεταρρύθμιση, επέμεινε στην εθνική ενότητα με την αντιπολίτευση στη βάση των πολεμικών επιχειρήσεων. Προανήγγειλε μάλλον έτσι την υπερασπιστική του γραμμή απέναντι στις έρευνες που διεξάγονται εναντίον του, τις οποίες προσπάθησε να μπλοκάρει μέσω της μεταρρύθμισης.
Το τέταρτο μέρος των δηλώσεων αφορά την ίδια τη φύση της εισβολής που διεξάγεται. Ξεκινώντας από τις δηλώσεις Γκαλλάντ, η αναφορά του πως πρόκειται για υπόθεση «απόλυτου (absolute) κακού εναντίον απόλυτης (pure) δικαιοσύνης» δίνει τη γραμμή δαιμονοποίησης των επικριτών της ισραηλινής κυβέρνησης για το επόμενο διάστημα. Προς επίρρωση αυτής της γραμμής, περιγράφει τον τωρινό πόλεμο ως «Δεύτερο πόλεμο για την ανεξαρτησία», παρομοιάζοντας έτσι έμμεσα κάθε αντιπολεμική κριτική με έκκληση για εξαφάνιση του κράτους του Ισραήλ στην κοινή γνώμη. Ο Νετανιάχου ξεκίνησε τις απαντήσεις του με αναφορά σε πόλεμο ενάντια στις «δυνάμεις του κακού» και «ιερή αποστολή». Προχώρησε σε πάρα πολύ σαφή στοχοποίηση του Ιράν ως την πηγή του «90% του στρατιωτικού προϋπολογισμού της Χαμάς προήλθε από το Ιράν», χρωματίζοντάς το ως σύμμαχο της Χαμάς και εμμέσως ως υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ, περιγράφοντάς το λίγο αργότερα ως τον «Άξονα του Κακού». Συνέχισε περιγράφοντας έναν πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, αλλά και «εναντίον των συμμάχων του ελεύθερου Δυτικού κόσμου», ο οποίος αφορά την επιβίωση του Ισραήλ «αλλά και το σύνολο του Δυτικού Πολιτισμού», μεταξύ όσων θέλουν «να δουν την πρόοδο του 21ου αιώνα και αυτών που θέλουν να μας πάνε πίσω στο Μεσαίωνα».
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας αρκετών αναφορών μπορεί να είναι συνηθισμένος για ένα θρησκευτικό κράτος, η πολιτική τους προέκταση όμως είναι ανησυχητική. Οι δυτικές δυνάμεις καλλιεργούν από την εποχή του Μπους του πρεσβύτερου το θεώρημα κινδύνου από το πολιτικό ισλάμ ως λόγο γιγάντωσης των πολεμικών προϋπολογισμών και της επέκτασης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η δε εκλαϊκευμένη ακροδεξιά εκδοχή της πολιτικής αυτής που περιγράφει έναν «πόλεμο των πολιτισμών» μεταξύ δυτικού αγγλοσαξωνικού πολιτισμού και βαρβαρότητας αποτελεί την προμετωπίδα προπαγάνδας που διακινείται από το φάσμα των Μέσων Ενημέρωσης του Μέρντοχ έως τις νεοφασιστικές ευρωπαϊκές οργανώσεις. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας εποχής όπου το έδαφος προετοιμάζεται για μια συνεχή πολεμική ετοιμότητα στην οποία το εξοπλιστικό λόμπι απαιτεί να επιβάλει την ύπαρξή του ως αυτοσκοπό. Στην οποία για τα εργαζόμενα στρώματα η διατράνωση ενός παγκόσμιου αντιπολεμικού κινήματος είναι όρος φυσικής επιβίωσης.