Κική Βάσσου
Ελένη Τριανταφυλλοπούλου
Η Αθήνα και ευρύτερα η Αττική γίνονται ολοένα και πιο εχθρικές για εργαζόμενους και κατοίκους, που βιώνουν τον βίαιο εκτοπισμό τους λόγω της ακραίας αύξησης του κόστους της στέγης, την αποστέρηση και εμπορευματοποίηση ελεύθερων χώρων, πρασίνου και υπηρεσιών, την ενίσχυση της αστυνομοκρατίας. Στην Αττική έχουν κάνει «κατάληψη» τα μεγάλα συμφέροντα.
Ανατρεπτική παρέμβαση στις τοπικές εκλογές
Οι δυνάμεις αριστερής, αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής αναφοράς παρεμβαίνουν στις τοπικές εκλογές της 8ης Οκτωβρίου, με στόχο να εκφραστεί συνολικά η λαϊκή αντίσταση στην παραπέρα αντιδραστική επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ και του τοπικού κράτους και τη συναινετική στάση των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι αναγκαία η στήριξη και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενίσχυση των τάσεων αντικαπιταλιστικής ανατροπής με μια αριστερή, μαχητική, ανατρεπτική, αντιδιαχειριστική αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση το αστικό πολιτικό σύστημα και τις αντιλαϊκές δημοτικές και περιφερειακές αρχές. Επιδίωξη είναι οι αριστερές, ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές κινήσεις να στηριχτούν από τους εργαζομένους, τους ανέργους, τη νεολαία και τους μετανάστες που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε πόλεις και γειτονιές που φτιάχνονται ώστε να μην τους «χωράνε». Τα αντιδημοκρατικά σχέδια του Βορίδη και του φράγματος του 3%, μπορούνε και πρέπει να ξεπεραστούν ώστε συνολικά η ριζοσπαστική- αντικαπιταλιστική αριστερά να βγει ενισχυμένη μέσα και έξω από τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση επιχειρεί να συμβάλει, από το δικό του μετερίζι, στην ευρύτερη συζήτηση για το χαρακτήρα και τις βασικές πλευρές των αστικών αναδιαρθρώσεων στους δήμους και τις περιφέρειες της χώρας. Ξεκινώντας από τη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας, αυτή της Αττικής, και με βάση επεξεργασία της Επιτροπής για θέματα πόλης, χώρου και περιβάλλοντος σημειώνουμε τις προωθούμενες πολιτικές των τελευταίων ετών, οι οποίες έχουν επιφέρει μίας ιστορικής σημασίας μεταλλαγή στο αναπτυξιακό και χωρικό μοντέλο της Αττικής, με κύριο στόχο την ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου και της επιχειρηματικής κερδοφορίας μέσα από τη διασφάλιση νέων επενδύσεων, με βαρύ πλήγμα σε εργαζόμενους και περιβάλλον.
Αστική αναδιάρθρωση και μέτωπα πάλης
Οι προωθούμενες πολιτικές της τελευταίας δεκαετίας επιδιώκουν την αξιοποίηση της Αττικής ως διοικητικό, οικονομικό, ναυτιλιακό κέντρο και διαμετακομιστικό κόμβο (βλέπε επενδύσεις Cosco, logistics στη Δυτική Αττική), αλλά και την περαιτέρω ανάδειξή της ως διεθνή τουριστικό προορισμό. Έτσι, κεντρικό ρόλο στη νέα οικονομική δομή της Αττικής έχει το ιστορικό της κέντρο, το παραλιακό μέτωπο, καθώς και μία σειρά από περιοχές στις οποίες προωθούνται μητροπολιτικής εμβέλειας παρεμβάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μια σειρά από περιπτώσεις δημόσιων/ελεύθερων χώρων αναδεικνύονται στην παρούσα φάση σε μέτωπα ανοιχτά για τον μετασχηματισμό και το μέλλον ολόκληρου του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Αθήνας.
Πιο συγκεκριμένα, το τελευταίο διάστημα, το κέντρο της Αθήνας -ένα από τα ελάχιστα μητροπολιτικά κέντρα με μεικτό πληθυσμό και χρήσεις- απειλείται ποικιλοτρόπως με διαδικασίες τουριστικοποίησης και «εξευγενισμού». Ιδιαιτέρως, οι κεντρικές γειτονιές βλέπουν τη φυσιογνωμία της πόλης να αλλάζει βίαια, καθώς στην προσπάθειά της να παραμένει «ανταγωνιστική» μετατρέπει τα ειδικά πολιτισμικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της σε εμπόρευμα. Ως εκ τούτου, προωθούνται κατά βάση έργα βιτρίνας που απευθύνονται αποκλειστικά στο αδηφάγο κεφάλαιο και στην προσέλκυση επενδύσεων, επιφέροντας ένταση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων σε συνδυασμό με αστικές επεμβάσεις στο κέντρο της πόλης, όπως ο Μεγάλος Περίπατος που ενισχύουν την παραπάνω τάση. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, προωθείται ένα νέο μοντέλο ιδιωτικοποίησης του σχεδιασμού, όπου μέσω μιας δωρεάς, η οποία συνήθως αφορά μόνο τη μελέτη και όχι την –πολύ πιο κοστοβόρα– υλοποίηση, ένας ισχυρός ιδιώτης εξαγοράζει πολύ φθηνά το δικαίωμα να σχεδιάζει την εξέλιξη της πόλης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, η ανάπλαση του λόφου του Στρέφη ως ιδιωτική χορηγία της Prodea Investments, η ανάπλαση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ως ιδιωτική χορηγία του ιδρύματος της εφοπλιστικής οικογένειας Λαιμού και η επιχειρούμενη ανάπλαση της οδού Τοσίτσα.
Την ίδια στιγμή, οι κάτοικοι βλέπουν τον βίαιο εκτοπισμό τους λόγω της ακραίας αύξησης των ενοικίων, την ενίσχυση της καταστολής και της αστυνομοκρατίας, ενώ το παζλ συμπληρώνεται από την εμπορευματοποίηση σημαντικών ελεύθερων δημόσιων χώρων στα όρια του λεγόμενου ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Στην κατεύθυνση αυτή, προωθείται η μουσειοποίηση του πάρκου της Ακαδημίας Πλάτωνα, αλλά και η περίφραξη του Φιλοπάππου, οι βλέψεις για το Πεδίον του Άρεως και την πλατεία Πρωτομαγιάς, οι τσιμεντένιες αναπλάσεις στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων, τα «πάρκα τσέπης» στο Παγκράτι, οι λαμαρίνες και η στρατοπέδευση των ΜΑΤ στο πάρκο Δρακόπουλου και στην πλατεία Εξαρχείων.
Πλάι στα πολλά, μικρότερης έκτασης αλλά όχι σημασίας, έργα που δύναται να λάβουν χώρα στον αστικό ιστό, ξεχωρίζουν και μια σειρά από εμβληματικές αστικές παρεμβάσεις που μέσα από την αλλαγή, εγκαθίδρυση ή μετεγκατάσταση σημαντικών χρήσεων, εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, εντείνοντας παράλληλα τις διαδικασίες χωρο-κοινωνικού διαχωρισμού. Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν τη μεταφορά μεγάλων υπουργείων και οργανισμών από το κέντρο στο λεγόμενο «κυβερνητικό πάρκο» της ΠΥΡΚΑΛ στον Υμηττό, τη γενική αναμόρφωση της περιοχής της Νέας Φιλαδέλφειας με αφορμή την κατασκευή του γηπέδου της ΑΕΚ, τα σχέδια για το ΟΑΚΑ, αλλά και το μετασχηματισμό της περιοχής του Ελαιώνα για τα συμφέροντα της ΠΑΕ Παναθηναϊκός με τον παράλληλο εκτοπισμό των πιο φτωχών και κοινωνικά αποκλεισμένων, των μεταναστ(ρι)ών που δεν χωρούν στη βιτρίνα της πόλης.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η εκμετάλλευση του παραλιακού μετώπου της Αττικής, η οποία αποτελεί σημαντικό κόμβο για την προώθηση των επενδύσεων μεγάλης κλίμακας και συνοδεύεται και από τη μελλοντική ανάπλαση των μεγάλων οδικών αξόνων που το συνδέουν με το κέντρο (Συγγρού, Πειραιώς). Πιο συγκεκριμένα, το project της Αττικής Ριβιέρας διαμορφώνεται από τα καταστροφικά σχέδια του Λάτση για το Ελληνικό που θα δημιουργήσει μία πόλη μέσα στην πόλη με καζίνο, mall, ξενοδοχεία, ουρανοξύστες και πολυτελείς κατοικίες., αλλά και τους σχεδιασμούς και την υλοποίηση του Master Plan της COSCO για τον Πειραιά, με την επέκταση της κρουαζιέρας, τη δημιουργία ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, αλλά και την ενίσχυση ναυπηγικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων δίπλα σε κατοικημένες περιοχές. Το προχώρημα των σχεδιασμών τους τα τελευταία χρόνια, καθιστά σαφές ότι πρόκειται για παρεμβάσεις που δεν επηρεάζουν μόνο τους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά σε μεγάλο βαθμό υπονομεύουν συνολικά το μέλλον της Αττικής.
Τέλος, μία σειρά από μεγάλοι, σημαντικοί ελεύθεροι χώροι της Αττικής, όπως το Πάρκο Τρίτση, το Πάρκο Γουδή–Ιλισίων, το Άλσος Βεΐκου, καθώς και ο λόφος Κοπανά βρίσκονται υπό απειλή, καθώς η μέχρι τώρα συστηματική εγκατάλειψη και υποβάθμισή τους έρχεται στην παρούσα φάση να λειτουργήσει προς όφελος της περίφημης «αξιοποίησής» τους, μέσα από επιχειρηματικούς φορείς και ιδιωτικές επενδύσεις.
Το τοπικό κράτος και οι επενδυτές προχωρούν μεθοδευμένα σε κινήσεις που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της Αττικής, αδιαφορώντας για τις πραγματικές ανάγκες των κατοίκων της
Το έδαφος για όλα τα παραπάνω, φυσικά, στρώθηκε –με μελετημένο τρόπο– μέσα από μια σειρά αντιδραστικών νομικών μέτρων που στόχευαν στη θωράκιση του τοπικού κράτους απέναντι σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Αλλάζοντας το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας σε ακόμα πιο αντιδημοκρατική-συγκεντρωτική κατεύθυνση με την προώθηση δυνατότητας αποφάσεων μέσα από επιτροπές, με τον περιορισμό του ρόλου των συμβουλίων και την απαξίωση της ίδιας τη λειτουργίας τους (με ηλεκτρονικές και εξ αποστάσεως ή δια περιφοράς συνεδριάσεις), οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων έθεσαν νέα εμπόδια στην παρουσία φορέων, κινημάτων και πολιτών στη δημόσια συζήτηση. Συγκεκριμένα, μέσα από σειρά νομοθετημάτων των τελευταίων 15 χρόνων (Καλλικράτης, Κλεισθένης, νόμος Βορίδη) επιχειρείται να διαμορφωθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, έτσι ώστε περιφέρειες και δήμοι να προσαρμοστούν απολύτως και να υπηρετήσουν την προώθηση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων του ελληνικού καπιταλισμού. Απώτερος σκοπός, είναι η συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και της εισβολής «χορηγών», με ανταποδοτικά τέλη και με αντικατάσταση των σταθερών δημόσιων χρηματοδοτήσεων από τα προγράμματα της ΕΕ, που δεν καλύπτουν τα αναγκαία έργα υποδομών και τις λαϊκές ανάγκες, αλλά εκείνες τις δραστηριότητες που εξυπηρετούν το κεφάλαιο.
Αντικαπιταλιστική άποψη και παρέμβαση
Για να πάρουμε πίσω τη ζωή μας στην Αττική
Συνολικά, οι προωθούμενες πολιτικές και παρεμβάσεις διαμορφώνουν μία εικόνα της πόλης σαφώς πιο δυσλειτουργική, πιο άνιση και πιο ταξικά πολωμένη. Στον βαθμό δε που οι σύγχρονοι μετασχηματισμοί της αστικοποίησης παίζουν κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή του ίδιου του καπιταλισμού, η διεκδίκηση εναλλακτικών δρόμων διαμόρφωσης των τρόπων με τους οποίους δημιουργούνται και αναδημιουργούνται οι γειτονιές και οι πόλεις μας δεν μπορούν παρά να βρίσκονται σε μία αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Η συστημική αντιπολίτευση των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ αποδέχεται το βασικό πυρήνα του παραπάνω αντιδραστικού πλαισίου. Αμφότεροι, δεν αντιδρούν στις κινήσεις του τοπικού κράτους που «σπρώχνουν» τις πόλεις, τα δάση και τις θάλασσες στην ιδιοκτησία της αγοράς, δεν αρνούνται ότι οι φυσικοί χώροι αποτελούν αντικείμενα προς επενδυτική «αξιοποίηση», ενώ ταυτόχρονα αποδέχονται πλήρως τους κανόνες και τα προαπαιτούμενα της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, η σχετικά ανασυγκροτημένη, ακροδεξιά επιδιώκει να λειτουργήσει, εντός εκτός των συμβουλίων, σαν το μακρύ βρώμικο χέρι των μεγάλων συμφερόντων του συστήματος.
Σε αυτό το τοπίο, η αναβάθμιση της αντικαπιταλιστικής παρέμβασης μέσα και έξω από τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια, αλλά και η συλλογική αντίσταση των κατοίκων στα παραπάνω σχέδια, σε κάθε γειτονιά, επιβάλλεται ως η μόνη αναγκαία απάντηση. Απέναντι στο αβίωτο αστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται είναι αναγκαία η ανάδειξη ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης με βασικό στόχο τη διασφάλιση των ελεύθερων δημόσιων χώρων και την αναδιαμόρφωση της πόλης για να εξυπηρετούνται οι κάτοικοι και οι ανάγκες συλλογικής συνεύρεσης και επικοινωνίας.
Για να πάρουμε τη ζωή μας πίσω στην Αττική, και να μην επιτρέψουμε να γίνει βορά σε περιορισμούς, περιφράξεις, ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και στις όποιες παρεμβάσεις «αναπλάσεων» εξυπηρετούν τα επενδυτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα.
Με την Αριστερά της ανατροπής για ελεύθερες πόλεις
Οι αριστερές, ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές κινήσεις των πόλεων και των περιφερειών επιδιώκουν να αποτελέσουν ένα ρεύμα αγωνιστικής, μαχητικής, αντιδιαχειριστικής και αντικαπιταλιστικής παρέμβασης. Συγκροτούνται θεμελιακά ως προς την συνολική αντιπαράθεση με την κυρίαρχη πολιτική και το τοπικό κράτος, την ανεξαρτησία από τις διεργασίες και ανακατατάξεις των κυρίαρχων διαχειριστικών δυνάμεων, την αυτοτέλεια από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και σε ρήξη με λογικές ενσωμάτωσης και ουράς, τη δημοκρατική λειτουργία, τη συλλογική εκπροσώπηση και την εναλλαγή στις θέσεις των συμβούλων, απέναντι στο κυρίαρχο αρχηγοκεντρικό, προσωποκεντρικό μοντέλο. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, τόσο κάθε κίνηση στην περιοχή της αλλά και μέσω του «Συντονισμού των αριστερών ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών κινήσεων πόλης και περιφέρειας», ανέπτυξαν πλούσια δράση. Συμμετείχαν σε συντονισμένες πρωτοβουλίες παρέμβασης όπως η αποστολή στη Λέσβο τον Μάρτιο του 2020 για αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, για την εγκληματική διαχείριση των απορριμμάτων, για τις πλημμύρες, τις καταστροφικές πυρκαγιές, σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια και πρόσφατα για δημόσια κοινωνικά αγαθά. Στην περίοδο της πανδημίας αρνήθηκαν το «θα λογαριαστούμε μετά» και σήκωσαν τα θέματα της υγείας, της παιδείας, των λαϊκών ελευθεριών, των ελεύθερων δημόσιων χώρων, ενώ κρατούν και έμπρακτη αντιδιαχειριστική στάση μέσα στα συμβούλια σε κρίσιμες ψηφοφορίες (λειτουργίες υπηρεσιών με ελαστικά εργαζόμενους, ΚΟΙΝΣΕΠ, απορρόφηση ΕΣΠΑ κ.α. ).
Με σαφείς διαχωριστικές γραμμές τόσο από τη συμμαχία ΜΕΡΑ25/ΛΑΕ, η οποία προβάλει μια «τοπική αυτοδιοίκηση» με ρόλο «μοχλού ανάπτυξης στην υπηρεσία του λαού» χωρίς να θέτει στοιχεία ρήξης και ανατροπής του κυρίαρχου συστήματος, όσο και από τη Λαϊκή Συσπείρωση του ΚΚΕ, που επενδύει στο μοντέλο «αριστερής δημοτικής αρχής» το οποίο περιορίζεται σε ορισμένες κοινωνικές παρεμβάσεις χωρίς να θίγεται η αστική πολιτική στον πυρήνα της, η αντικαπιταλιστική Αριστερά συμμετέχει ενωτικά, με μαζικά ψηφοδέλτια, στην επικείμενη εκλογική μάχη με στόχο να εκφράσει έναν αυτοτελή πόλο κινηματικής, αριστερής, αντιδιαχειριστικής αντιπολίτευσης.