Γιώργος Μουρμούρης
Δεν είναι «ατύχημα», είναι η ουσία του κράτους
Αν προσπαθήσουμε να δούμε την Ελλάδα των τελευταίων ετών από απόσταση, αμέσως θα παρατηρήσουμε τα μεγάλα γεγονότα, που απασχόλησαν τα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ, να κατατάσσονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στη μία από αυτές θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την τραγωδία στο Μάτι και τις καταστροφές από τις πυρκαγιές σε Έβρο, Αττική, βόρεια Εύβοια, όλες τις περιοχές στις οποίες μικρές εστίες φωτιάς εξελίχθηκαν γρήγορα σε μέγα-πυρκαγιές. Ακόμα, τους χιλιάδες ασθενείς που άφησαν την τελευταία τους πνοή διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ, τον πολύωρο εγκλωβισμό από τα χιόνια στην Αττική οδό, όσους έμειναν για μέρες χωρίς ρεύμα από τις χιονοπτώσεις του 2021 και 2022. Τους νεκρούς στη Μάνδρα, το έγκλημα των Τεμπών. Στην άλλη κατηγορία θα αθροίζονταν οι μετανάστες και πρόσφυγες που κακοποιήθηκαν και επαναπροωθήθηκαν σε Έβρο και Αιγαίο, οι εκατοντάδες νεκροί της Πύλου, οι υποκλοπές, τα lockdowns και οι απαγορεύσεις συναθροίσεων, η στυγνή καταστολή των διαδηλώσεων.
Θα βλέπαμε, λοιπόν, ένα κράτος που χρησιμοποιεί την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για να παρακολουθήσει, να καταστείλει, να τρομοκρατήσει, να εξοπλιστεί για να πολεμήσει τον εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό. Να υποδείξει ως ένοχους τους πιο παρίες από τους παρίες, να δοκιμάσει πάνω τους μεθόδους πειθάρχησης και παραδειγματισμού. Ενώ, την ώρα που κραδαίνει απειλητικά τη σημαία της ασφάλειας, ξηλώνει το παραμικρό δίχτυ προστασίας στην υγεία, την εργασία, τις μεταφορές, την προστασία του περιβάλλοντος.
Αυτό το κράτος δεν έτυχε, αλλά πέτυχε. Δεν αποτελεί συνέχεια κάποιας «ελληνικής κακοδαιμονίας» ούτε των «παθογενειών της Μεταπολίτευσης» αλλά οικοδομήθηκε μεθοδικά τα χρόνια της κρίσης, χέρι-χέρι με την αντιδραστική αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού. Ένα κράτος σκληρό, απρόσιτο, συχνά σαδιστικό, αυταρχικό και κατασταλτικό και πολλές φορές (οποία ειρωνεία) αυτοκαταστροφικό. Οι βόμβες που εκρήγνυντο τον Ιούλιο στην Αγχίαλο σηματοδότησαν με ηχηρό τρόπο τα όριά του. Μόνο που δεν υπάρχει πρόβλημα χωρίς λύση. Έναν μήνα μετά, «λύση» βρέθηκε ξανά, στη στοχοποίηση των πιο φτωχών από τους φτωχούς: Των μεταναστών.
Στον Έβρο τα δύο πρόσωπα του μεταμνημονιακού ελληνικού κράτους, η παντελής αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή και η σαδιστική κατασταλτική μανία, συνενώθηκαν, δημιουργώντας έναν Φράνκενσταϊν
«Είναι πολλές και διαφορετικές οι οδοί μέσω των οποίων κυβερνήσεις, κράτος και κεφάλαιο αναδεικνύονται ως υπαίτιοι για τις συγκλονιστικές καταστροφές που προκαλούν οι δασικές πυρκαγιές», γράφαμε στις 28 Ιουλίου στο τελευταίο φύλο του Πριν, όταν τα εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα, που είχαν καταστραφεί από τις φωτιές σε Δερβενοχώρια, Ρόδο, Κέρκυρα, Σαρωνίδα, Αγχίαλο και αλλού, ακόμα άχνιζαν.
Έναν μήνα μετά, η καταστροφή έχει ξεπεράσει πλέον κάθε προηγούμενο. Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στον Έβρο μαινόταν για 13η ημέρα η μεγαλύτερη φωτιά που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από την οποίαν έχουν μετατραπεί σε στάχτη πάνω από 800.000 στρέμματα. Άλλα 65.000 στρέμματα αποτεφρώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα στις νότιες και νοτιοδυτικές πλαγιές της Πάρνηθας, δημιουργώντας ένα συνεχές στάχτης από τα σύνορα με την Κορινθία (πυρκαγιές σε Γεράνεια, Κινέτα, Βίλια) ως την ανατολική Αττική (πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη), διαμέσου της τεράστιας καταστροφής που συντελέστηκε τον Ιούλιο στα Δερβενοχώρια.
Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, στην Αττική μέσα σε επτά χρόνια καταστράφηκαν από πυρκαγιές πάνω από 600.000 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 33% των δασών της περιοχής. Όπως προκύπτει από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ενημέρωσης για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), φέτος ως τις 30 Αυγούστου οι φωτιές κατέκαψαν 1.598.200 στρέμματα, μετατρέποντας έτσι το 2023 στη δεύτερη πιο καταστροφική χρονιά των τελευταίων 18 ετών, πίσω μόνο από το 2007, οπότε και εκδηλώθηκαν τα πολύνεκρα πύρινα μέτωπα στην Πελοπόννησο.
Ανυπολόγιστο παραμένει το συνολικό κόστος των ζημιών σε κατοικίες, επαγγελματικούς χώρους και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ζωικό κεφάλαιο, καλλιέργειες και υποδομές. Όσο για τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, δέχτηκαν μια θανάσιμη μαχαιριά: Στον Έβρο, το μεγαλύτερο μέρος του μοναδικής βιοποικιλότητας δάσους της Δαδιάς αποτεφρώθηκε, ενώ τόσο οι χειμώνες όσο και τα επόμενα καλοκαίρια στο Λεκανοπέδιο Αττικής προβλέπονται επικίνδυνα αλλά και ανυπόφορα, λόγω των συνεπειών από την καταστροφή των περιαστικών δασών.
Και όμως, η καταστροφή που συντελείται φέτος ήταν απολύτως προβλέψιμη. Η κλιματική αλλαγή που δρα ως πολλαπλασιαστής της εγκληματικής κρατικής αμέλειας αποτελεί μια συνθήκη γνωστή εδώ και χρόνια, ενώ οι καταστροφές που συντελέστηκαν το 2021, μόλις πριν δύο έτη, θα μπορούσαν, αν μη τι άλλο, να έχουν λειτουργήσει ως δραματική προειδοποίηση. Παρά τα μεγάλα λόγια, όμως, στην πράξη τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαξε.
Η προσέγγιση του ζητήματος των πυρκαγιών παρέμεινε εστιασμένη στην καταστολή, προς την οποία κατευθύνθηκε η συντριπτική πλειονότητα πόρων και κονδυλίων, παρότι από τον ΟΗΕ αλλά και από την έκθεση Γκολντάμερ που συντάχθηκε στον απόηχο της πυρκαγιάς στο Μάτι και δημοσιεύτηκε στις αρχές του 2018 γινόταν έκκληση για ενίσχυση της πρόληψης. Τα προγράμματα Antinero (όσα εξ αυτών «έτρεξαν» έγκαιρα) για καθαρισμούς στα δάση αποδείχτηκαν ανεπαρκέστατα για να αναστρέψουν έστω και λίγο τις δεκαετίες εγκατάλειψης, ενώ κανένα σχέδιο δεν εκπονήθηκε για την ολιστική διαχείριση των δασών.
Ανατέθηκαν διευρυμένες αρμοδιότητες στους ΟΤΑ χωρίς επαρκείς πόρους, χωρίς προσωπικό, σχέδιο και έλεγχο, με αποτέλεσμα μετά τις καταστροφές τοπικό και κεντρικό κράτος να ανταλλάσσουν το περίφημο «μπαλάκι» των ευθυνών. Οι κατά τόπους δασικές υπηρεσίες παραμένουν τραγικά υποστελεχωμένες και υποχρηματοδοτούμενες, ενώ το Πυροσβεστικό Σώμα, πέραν των ελλείψεων σε προσωπικό και μέσα, εξακολουθεί να μην γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τις δασικές πυρκαγιές. Η κακή κατάσταση των δικτύων ηλεκτρισμού, αποτέλεσμα της πολυδιάσπασης της ΔΕΗ σε μια σειρά Ανώνυμων Εταιρειών στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης, συμπληρώνει το εκρηκτικό κοκτέιλ.
Είναι ενδεικτικό ότι οι πρώτες εκτιμήσεις θέλουν τη φωτιά της Πάρνηθας να ξεκινά από μετασχηματιστή του ΔΕΔΔΗΕ. Στον Έβρο, δε, το πρώτο από τα δύο πύρινα μέτωπα που αργότερα ενώθηκαν ξεκίνησε από κεραυνό και γρήγορα εξαπλώθηκε λόγω της συσσωρευμένης καύσιμης ύλης, αφού, όπως παραδέχτηκε και ο αντιπεριφερειάρχης Έβρου, «το δάσος δεν είχε καθαριστεί ποτέ».
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, το «κυνήγι μαγισσών» με εμπλοκή της ΕΥΠ στις συσκέψεις για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και σκόπιμες διαρροές για οργανωμένα σχέδια εμπρησμών από μετανάστες και πρόσφυγες στον Έβρο, αποτέλεσε την ύστατη –όσο και κυνική– καταφυγή για την κυβέρνηση. Ένα κυνήγι μαγισσών που όμως γρήγορα εξελίχθηκε σε κανονικό πογκρόμ, με ομάδες ακροδεξιών να συγκροτούν πολιτοφυλακές και να καταδιώκουν πρόσφυγες και μετανάστες σε όλη την περιοχή του Έβρου.
Εικόνες όπως αυτή των κλειδωμένων σε μεταλλικό τρέιλερ προσφύγων και μεταναστών από τη Συρία και το Πακιστάν που ο αυτόκλητος «σερίφης» αποκαλούσε «κομμάτια» τα οποία «μάζεψε», φοβισμένων ή και κακοποιημένων ανθρώπων που περίμεναν τη μοίρα τους πεσμένοι στο έδαφος υπό τα βλέμματα άλλης ομάδας ακροδεξιών «κυνηγών κεφαλών» και τα φρικιαστικά σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα, όπου οι δράστες μετέδιδαν ζωντανά τα κατορθώματά τους, θα καταγραφούν στις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Όπως και η μηδαμινή σημασία που δόθηκε στις ζωές των 18 μεταναστών, οι οποίοι απανθρακώθηκαν στα φλεγόμενα δάση της περιοχής. Αλλά και η εκδικητική μεταχείριση που επιφύλαξε το ελληνικό κράτος για τους ανθρώπους που εντέλει γλίτωσαν από το τσίγκινο τρέιλερ, καθώς σε βάρος τους ασκήθηκε δίωξη για απόπειρα εμπρησμού με μόνο ενοχοποιητικό στοιχείο τη μαρτυρία του απαγωγέα τους. Μόνο η άμεση κινητοποίηση αλληλέγγυων δικηγόρων, η ανάδειξη του θέματος από ορισμένα ΜΜΕ και η τάχιστη συγκέντρωση χρημάτων για τα έξοδα υπεράσπισής τους, τους γλίτωσε από την προφυλάκιση.
Με αφορμή τη φωτιά στον Έβρο τα δύο πρόσωπα του μεταμνημονιακού ελληνικού κράτους, δηλαδή η παντελής αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή και η σαδιστική κατασταλτική μανία, συνενώθηκαν δημιουργώντας έναν Φράνκενσταϊν που τα κινήματα και οι προοδευτικοί άνθρωποι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν πολλές φορές στο μέλλον. Περισσότερο από ποτέ, οι τομές που χαράσσονται στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας λαμβάνουν, πέρα από ταξικό, και βαθιά αξιακό χαρακτήρα: Από τη μία η ανθρώπινη ζωή, η ελευθερία, η προστασία της φύσης και από την άλλη το έρεβος του κυνικού τεχνοκρατισμού ή του απροκάλυπτου φασισμού.
Μόνο έξω από τη λογική του κέρδους μπορούν να σωθούν τα δάση
Οι επαναλαμβανόμενες καταστροφές από τις μέγα-πυρκαγιές των τελευταίων ετών φέρνουν στο προσκήνιο το ζήτημα της ολιστικής διαχείρισης των δασών. Με πρόνοια για τις προληπτικές εργασίες καθαρισμού, συντήρησης και απομάκρυνσης της καύσιμης ύλης, περιφρούρησης και άμεσης κατάσβεσης οποιασδήποτε εστίας φωτιάς και εργασιών διευκόλυνσης της φυσικής αναγέννησης ή παρεμβάσεων τεχνητής αναδάσωσης, στις περιπτώσεις που απαιτείται, μετά από τυχόν πυρκαγιές.
Το σύνολο αυτών των παρεμβάσεων μπορεί να αναλάβει μόνο ένας δημόσιος, ενιαίος φορέας δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης, στο πλαίσιο μιας αναβαθμισμένης σε πόρους και έμψυχο υλικό δασικής υπηρεσίας.
Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι συμφωνούν ότι η παράδοση της δασοπυρόσβεσης στην Πυροσβεστική από τη Δασική Υπηρεσία το 1998 αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για μια σειρά πυρκαγιών που τα επόμενα χρόνια κατέστρεψαν πολύτιμες εκτάσεις δάσους, κατοικίες και υποδομές και στέρησαν πολλές δεκάδες ανθρώπινες ζωές.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, άλλωστε, οι εξελίξεις δημιούργησαν ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες για τη μετατροπή μικρών εστιών φωτιάς σε μέγα-πυρκαγιές. Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ. Η εντεινόμενη, τις τελευταίες δεκαετίες, εγκατάλειψη της υπαίθρου και των δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα στα δάση γιγάντωσαν την καύσιμη ύλη στο εσωτερικό τους. Την εποχή των μνημονίων, η ήδη υποβαθμισμένη δασική υπηρεσία ισοπεδώθηκε, καθώς αποστραγγίστηκε από πόρους και προσωπικό. Τα δασικά φυτώρια εγκαταλείφθηκαν και οι εργασίες προστασίας και διαχείρισης των δασών περιορίστηκαν στις απολύτως στοιχειώδεις.
Διάφορες εξαγγελίες μετά από κάθε καταστροφή περιορίζονται σε επικοινωνιακές κορόνες. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εστιάζει σε ζητήματα όπως η περιφρούρηση με χρήση drones ή με την εμφάνιση των ιδιωτών ξανά ως σωτήρων, καθώς η μέθοδος της «αναδοχής» που υιοθετήθηκε για τη βόρεια Εύβοια αναμένεται να επεκταθεί και στις εκτάσεις που καταστράφηκαν φέτος — με τα δασαρχεία ξανά σε ρόλο παρατηρητή.
Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της δασοπροστασίας, όπως και εν γένει η προστασία της φύσης και η προσπάθεια ανάσχεσης των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, δεν μπορεί να ιδωθεί παρά έξω από τη λογική του κέρδους. Άλλωστε, την αξία που δίνουν στα δάση κυβερνήσεις και κεφάλαιο είχε περιγράψει, με τον κυνισμό που τον διακρίνει, ο νυν υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας το 2020 για την προστατευόμενη περιοχή του Ερημίτη στην Κέρκυρα: «Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο ο κάθε δημότης έχει μεγαλύτερο συμφέρον να παραμείνει αυτό το πράγμα εκεί όπως είναι (ένα παρθένο, ωραίο, πανέμορφο δάσος αναμφίβολα) αλλά δεν έχει συμφέρον να παίρνει ένα εκατομμύριο ευρώ ο Δήμος του, να βρουν τα παιδιά τους δουλειά, να πουλούν οι τοπικοί κτηνοτρόφοι και οι τοπικοί αγρότες τα προϊόντα τους».