Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Κλείνει οριστικά ένας δεκαετής και πολυτάραχος κύκλος
Η συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες διπλές εκλογές κυρίως ερμηνεύεται από την αστοχία της εκλογικής τακτικής του που επικεντρωνόταν σε μία συμμαχική κυβέρνηση, η οποία συνάντησε όμως κλειστές πόρτες και κατέρρευσε παταγωδώς. Αυτή η τακτική συντέλεσε ασφαλώς στην εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά αποτελεί την ορατή μόνο κορυφή του παγόβουνου.
Η βασική αιτία της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και της συνακόλουθης κρίσης του είναι η αστικοποίησή του, η μεταλλαγή του σε ιδιότυπο κόμμα αστικής διαχείρισης με σπέρματα αριστερής ρητορικής. Ως ιδιότυπο συστημικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κεντρικό στόχο του όχι βέβαια την κοινωνική αλλαγή ούτε ένα μεταρρυθμισμό κεϊνσιανής αναφοράς αλλά τη διαχείριση της αστικής εξουσίας, με συμβόλαιο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης με κάποια ψήγματα κοινωνικής και δημοκρατικής πολιτικής, που τον διαφοροποιούν στοιχειωδώς από το βασικό συντηρητικό αστικό κόμμα, τη ΝΔ.
Τη λογική αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησε, ως ΕΑΡ αρχικά, από την πρωταρχική μήτρα του, το ΚΚΕ Εσωτερικού. Το κόμμα αυτό «εμβολίασε» στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς την ευρωκομμουνιστική αντίληψη της κοινωνικής αλλαγής μέσω ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας χωρίς σύγκρουση ή ανατροπή του συστήματος αλλά με τη λογική ενός διαρκούς προοδευτικού μεταρρυθμισμού, τον οποίο λόγω κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού αλλά και λόγω της νομιμοφροσύνης του σοσιαλρεφορμισμού, υποτίθεται ότι θα ανεχόταν το σύστημα. Αυτή η ουτοπική αντίληψη πρυτάνευσε στην τυχοδιωκτική συμμαχία που συνήψαν ΚΚΕ και ΕΑΡ συγκυβερνώντας με τη ΝΔ, ευελπιστώντας ότι θα εκτόπιζαν το ΠΑΣΟΚ από βασικό πόλο του δικομματισμού καταλαμβάνοντας τη θέση του και διεκδικώντας προοπτικά την ανάθεση αυτοδύναμης κυβερνητικής διαχείρισης στην Αριστερά. Η ίδια λογική της κοινοβουλευτικής ενίσχυσης ώθησε ΚΚΕ και ΕΑΡ στη συμμετοχή και στην κυβέρνηση Ζολώτα, παρά τη συμμετοχή σε αυτήν και του Α. Παπανδρέου, τον οποίο είχαν οδηγήσει στο Ειδικό Δικαστήριο…
Το ΕΑΡ, μετά το ναυάγιο της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά και την αποχώρηση του ΚΚΕ από το Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, προχώρησε στη συγκρότηση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), στον οποίο προσχώρησαν μικρότερα κόμματα, μεταξύ των οποίων και η δεξιά πτέρυγα του ΚΚΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τη βαθιά κρίση των αστικών κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που διαχειρίστηκαν τη μνημονιακή πολιτική, σημείωσε με το λάβαρο της αντιμνημονιακής δύναμης, θεαματική άνοδο στις εκλογές του 2012 (16,78%), ενώ στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, αυξάνοντας το ποσοστό του στο 26,89%. Ενισχυμένος εκλογικά πραγματοποίησε τον Ιούλιο του 2013 συνέδριο με κύριο στόχο από συμμαχικό σχήμα να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα, θεωρώντας ότι η διεκδίκηση και άσκηση της διακυβέρνησης θα ήταν πιο αποτελεσματική και συμπαγής από ένα κόμμα παρά από μία πολυφωνική αριστερή συμμαχία. Το συνέδριο ψήφισε υπέρ αυτής της πρότασης και ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την πορεία προς τη διεκδίκηση της κυβέρνησης ως ενιαίο κόμμα.
Στις επόμενες εκλογές (25/1/2015) ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτευσε με ποσοστό 36,34%, επειδή όμως δεν διέθετε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκρότησε κυβέρνηση συνασπισμού με τους Ανεξάρτητους Έλληνες! Στον βωμό της κυβερνησιμότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να συγκυβερνήσει με ένα ακροδεξιό κόμμα, που φυσικά δεν θα ανεχόταν το ρεφορμιστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και θα πίεζε για υιοθέτηση εθνικιστικών προταγμάτων, όπως συνέβη τελικώς με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ήταν πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου δεν θα ήταν μία αριστερή ή προοδευτική κυβέρνηση αλλά μία ιδιότυπη αντιδραστική αστική κυβέρνηση.
Ο κυβερνητισμός που κυοφορούσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είδε το… φως της πραγματικότητας με την ανάρρησή του στον θώκο της κυβερνητικής εξουσίας
Ο κυβερνητισμός που κυοφορούσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είδε το… φως της πραγματικότητας με την ανάρρησή του στον θώκο της κυβερνητικής εξουσίας. Ο κυβερνητισμός, όμως, του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε σχέση ούτε με τον ευρωκομμουνισμό –ουτοπικό επίσης– ούτε και με τον κεϊνσιανό μεταρρυθμισμό.
Το ρεφορμιστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα όρια που τέθηκαν από τη συγκεκριμενοποίησή του στο αποκαλούμενο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ήταν μη αποδεκτό σε συνθήκες αμείλικτης εποπτείας, που δημιουργήθηκαν μετά την κρίση του 2008 από την ευρωπαϊκή ολιγαρχία και την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που θεωρούσαν αριστερή και απορριπτέα την πολιτική, στην πιο ήπια εκδοχή της, της κεϊνσιανής διαχείρισης. Η εποπτεία από την ευρωπαϊκή ολιγαρχία αλλά και τις εθνικές αστικές τάξεις δεν απέρριπτε απλώς έναν ήπιο μεταρρυθμισμό αλλά απαιτούσε να συντριβεί παραδειγματικά η όποια παρέκκλιση από την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και τη λιτότητα, ώστε η οικονομική κρίση να υπερκεραστεί με την άγρια απομύζηση των λαϊκών μαζών αλλά και την πολιτική τους αποθάρρυνση.
Ο ευρωκομμουνισμός και ο κεϊνσιανός ρεφορμισμός πρότειναν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμιστικό σε αντίθετες ιστορικές συνθήκες. Σε εποχή, δηλαδή, ανόδου της ΕΣΣΔ και βελτιωτικών μεταρρυθμίσεων σε βασικούς τομείς της ζωής (παιδεία, υγεία, στέγη, ασφάλεια). Γι’ αυτό, το σύστημα υπήρξε ανεκτικό σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και που δεν απειλούσαν αλλά στερέωναν το σύστημα. Η κυριαρχία, όμως, της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008, επέβαλε μία αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που συρρίκνωσε τις κοινωνικές δαπάνες και τα κοινωνικά δικαιώματα.
Η μεταρρυθμιστική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ διατυπώθηκε ακριβώς σε αυτές τις συνθήκες αμείλικτης εποπτείας της οικονομίας από την ολιγαρχία των Βρυξελλών, με συνεπικουρία βέβαια και της ελληνικής αστικής τάξης, που απέρριπταν μετά βδελυγμίας και έναν ήπιο κεϊνσιανισμό, αφού η νεοφιλελεύθερη διαχείριση θεωρούνταν μονόδρομος (Τhere Is No Alternative).
Ταφόπλακα της μεταρρυθμιστικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε η αποδοχή του τρίτου και βαρύτερου μνημονίου. Οι ταπεινωτικοί όροι που απαιτούσαν οι δανειστές και η εκβιαστική απειλή για την αποδοχή του έδιναν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να την απορρίψει έχοντας εξασφαλισμένη ευρύτατη και μαχητική υποστήριξη της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, όπως απέδειξε η ετυμηγορία του δημοψηφίσματος. Δυστυχώς, η εμμονική στρατηγική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξή του σε κυβερνών διαχειριστι κό κόμμα, στο απόγειό της, πρόδωσε τις προσδοκίες των λαϊκών μαζών, επιχειρώντας μάλιστα να τις εξαπατήσει με το δήθεν «παράλληλο πρόγραμμα» που θα αποτελούσε δήθεν αντίβαρο του τρίτου μνημονίου…