Νίκος Πελεκούδας
Αφιέρωμα 100 χρόνια Συνθήκη της Λοζάνης
100 χρόνια μοιρασιάς
Η προσωρινή νηνεμία στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας υπό την πίεση και του αμερικανικού παράγοντα, εξαιτίας των γενικότερων στοχεύσεών του στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν μπορεί να κρύψει τη χρόνια αντιπαράθεση των δύο πλευρών και την καταπάτηση της Συνθήκης της Λοζάνης και από το ελληνικό και από το τουρκικό κράτος. Τη διαρκή αμφισβήτηση πλευρών της και την επιλεκτική ερμηνεία της. Η Τουρκία κατά βάση επιτίθεται στη Συνθήκη τονίζοντας τη σχετικότητά της μετά από τόσες δεκαετίες και τα όσα έχουν προκύψει στις σχέσεις με την Ελλάδα, ενώ η Ελλάδα από την άλλη μεριά αυτό που κυρίως προβάλλει είναι η νομιμοφροσύνη της προς τη Συνθήκη και τον διαρκή τουρκικό επεκτατισμό, αιτία του οποίου είναι η καταστρατήγηση της Συνθήκης από το τουρκικό κράτος.
Όμως η ίδια η Συνθήκη της Λοζάνης δεν αφορούσε μόνο τις διευθετήσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Ο καθορισμός των τουρκικών συνόρων μετά την επικράτηση του Κεμάλ, άνοιγε μια σειρά ζητημάτων τα οποία πρωτίστως αφορούσαν την ανάγκη μιας νέας διευθέτησης των σχέσεων της Τουρκίας με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής, και κυρίως με την Αγγλία και τη Γαλλία. Αυτή η διευθέτηση περνούσε φυσικά μέσα από τη συζήτηση για τις συνοριακές γραμμές, και πέρα από αυτές κυρίως αφορούσε την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, καθώς φυσικά και το νευραλγικό για το διεθνές εμπόριο πέρασμα των Δαρδανελίων.
Σε κάθε περίπτωση η Συνθήκη της Λοζάνης είναι το αποτέλεσμα κυνικών παζαριών ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους. Είναι χαρακτηριστικό πως με το συνοδευτικό κείμενο Νο 8 (Δήλωση περί αμνηστίας) οι πληρεξούσιοι των χωρών παραχώρησαν αμνηστία σε όλα τα πολιτικά ή στρατιωτικά πρόσωπα για ό,τι και αν έκαναν για το διάστημα 1/8/1914 με 20/11/2022. Κανένα έγκλημα που διέπραξε ο οποιοσδήποτε δεν πήγε σε διεθνές δικαστήριο.
Ήταν η ώρα της μοιρασιάς…
H συνθήκη πρώτα και πάνω από όλα είναι μια νίκη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στις συνομιλίες για τη Συνθήκη της Λοζάνης, πέραν της Αγγλίας και της Γαλλίας, καθώς φυσικά της Ελλάδας και της Τουρκίας (οι κεμαλικές δυνάμεις αλλά και το παλιό καθεστώς που είχε τυπική παρουσία), από τα Βαλκάνια συμμετείχαν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και η Ρουμανία. Προσκλήθηκε και η Ιαπωνία ως συμμαχική δύναμη, η οποία όμως δεν είχε ιδιαίτερη συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις. Παρούσα και η Ιταλία, εκπροσωπούμενη από τον Μουσολίνι, ο οποίος έχει καταλάβει την εξουσία λίγο πριν (οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις 7/11/1922 και κράτησαν οκτώ μήνες έως τις 24/7/1923). Οι Σύμμαχοι κάλεσαν και τις ΗΠΑ, οι οποίες όμως επειδή δεν είχαν υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικές και έστειλαν απλά παρατηρητές. Αντίθετα, παρόλο που η Σοβιετική Ένωση ήταν ανεπιθύμητη, καλέστηκε, γιατί ένα από τα βασικά ζητήματα που θα συζητούνταν ήταν και αυτό των Στενών του Βοσπόρου, διαχρονικό ζήτημα τριβής ανάμεσα στην Αγγλία, κυρίως, και τη Ρωσία. Τέλος, καλέστηκαν και χώρες που είχαν διομολογήσεις, δηλαδή προνομιακές για τις ίδιες συμφωνίες αστικού, ποινικού και εμπορικού δικαίου: Βέλγιο, Πολωνία, Δανία, Σουηδία, Ισπανία, Πορτογαλία και η Αλβανία, παρόλο που δεν είχε συμφωνία διομολογήσεων.
Πέρα από το καθαυτό κείμενο της Συνθήκης (143 άρθρα), υπάρχουν και μια σειρά άλλες συμφωνίες που τη συνοδεύουν: για τη Θράκη, εμπορικές συμφωνίες και ζητήματα δικαστικής δικαιοδοσίας, πρωτόκολλα, η τελική πράξη, καθώς και ειδικά τμήματα για την ανταλλαγή πληθυσμών και αιχμαλώτων στις 30/1/1923. Οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη νέα Τουρκία, παρόλο που ήταν ηττημένη σε ό,τι αφορά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (η Τουρκία δεν προσήλθε για να ακούσει την «ποινή» της, αλλά για να διαπραγματευτεί). Η δυναμική όμως του νέου καθεστώτος έβαλε άλλο πρόσημο στις συζητήσεις, άλλωστε ένας από τους φόβους των Συμμάχων ήταν και μια ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση του Κεμάλ προς την Κωνσταντινούπολη. Οι Σύμμαχοι συμφώνησαν να αποσύρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη, θα καταργηθούν οι διομολογήσεις, ενώ θα αναγνωριστεί η κυριαρχία της Τουρκίας στα Στενά του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα βέβαια οι Σύμμαχοι εξασφαλίζουν ελεύθερη διέλευση για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία τους.
Η Παλαιστίνη, το Ιράκ (Αγγλία), ο Λίβανος και η Συρία (Γαλλία) γίνονταν επισήμως αγγλικά και γαλλικά προτεκτοράτα. Η Τουρκία, η Συρία, το Ιράν και το Ιράκ θα μοιραστούν τα κουρδικά εδάφη (η Τουρκία θα διατηρήσει την κυριαρχία της και στα αρμενικά εδάφη), παρόλο που τρία χρόνια πριν οι Άγγλοι έταζαν ανεξαρτησία στους Κούρδους. Η Τουρκία θα παραιτηθεί των Δωδεκανήσων τα οποία θα περάσουν στην Ιταλία. Μοσούλη, ένα από τα πετρελαϊκά διαμάντια, και το οποίο ήθελαν διακαώς οι Τούρκοι, θα επιδικαστεί το 1925 από το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης στο Ιράκ, δηλαδή στην Αγγλία ουσιαστικά η οποία το ήλεγχε πλήρως και νομιμότατα μετά από απόφαση και της Κοινωνίας των Εθνών. Επίσης η Τουρκία αποκήρυσσε κάθε αξίωση στην Κύπρο.
Σε ό,τι αφορά τις «διευθετήσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, η Τουρκία ανακτούσε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο καθώς φυσικά και τα εδάφη της Μικράς Ασίας. Λόγω αδυναμίας καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, στην Τουρκία περνούσε σε αντάλλαγμα και το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, η λεγόμενη Παλαιά Ορεστιάδα (αργότερα, το 1938 οι δυο χώρες θα καταλήξουν σε διαφορετικές συμφωνίες για τη Θράκη). Το Πατριαρχείο τέθηκε υπό διεθνές νομικό καθεστώς.
Η Τουρκία υποχρεούτο σε αποστρατιωτικοποίηση των Στενών, της Ίμβρου και της Τενέδου, ενώ η Ελλάδα σε μη εγκατάσταση ναυτικών βάσεων και οχυρώσεων στη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τη Σάμο, τη Χίο, τη Λέσβο και την Ικαρία. Αργότερα με τη Συνθήκη του Μοντρέ θα ανακτήσει τα σχετικά δικαιώματα η Τουρκία, ενώ η Ελλάδα για τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Στην εξέλιξη του χρόνου, και με αφορμή την κατάληψη της Βόρειας Κύπρου από την Τουρκία το 1974, η Ελλάδα θα προχωρήσει σε στρατιωτικοποίηση όλων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Η Τουρκία από τη μεριά της με τα ζητήματα της αμφισβήτησης υφαλοκρηπίδας στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου και τη θεωρία των γκρίζων ζωνών, θα αμφισβητεί συνολικά τη Συνθήκη της Λοζάνης. Ισχυρίζεται πως η Συνθήκη από τη στιγμή που δεν αναφέρεται ονομαστικά και συγκεκριμένα στα μικρότερα νησιά και βραχονησίδες, ότι αφήνει το ζήτημα ανοιχτό. Η Ελλάδα από τη μεριά της δεν παραιτείται από τις δικές της καταπατήσεις της Συνθήκης, και εννοείται καταγγέλλει το τουρκικό κράτος. Με τη συμφωνία «ανταλλαγής πληθυσμών» δηλαδή της κοινά συμφωνημένης και οργανωμένης εθνοθρησκευτικής διαδικασίας ομογενοποίησης των δύο χωρών, θα έλθουν στην Ελλάδα, θα ξεριζωθούν, 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι χριστιανοί, ενώ στην Τουρκία θα βρεθούν 670.000 Έλληνες υπήκοοι μουσουλμάνοι. 550.000 μουσουλμάνοι που ζούσαν ολόκληρους αιώνες στην Κρήτη και τη Δυτική Μακεδονία ξεριζώθηκαν κυριολεκτικά.
Η Συνθήκη σφραγίζεται κυρίως από τα συμφέροντα Αγγλίας και Γαλλίας
Η Συνθήκη της Λοζάνης με όλες τις συνοδευτικές συμφωνίες της, στην πραγματικότητα πρώτα και πάνω από όλα είναι μια νίκη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Είναι η επιβεβαίωση της κυνικής επιμονής τους, που είχε αποκαλυφτεί από τους Μπολσεβίκους ήδη από το 1917, με τη συμφωνία Σάικς-Πικό για τη μοιρασιά της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και του εγγύς αραβικού κόσμου. Οι Σύμμαχοι, κυρίως οι Αγγλογάλλοι μοιράζουν τη Μέση Ανατολή σφαγιάζοντας εξεγέρσεις και ματαιώνοντας προσδοκίες που είχαν μοιράσει στους λαούς της περιοχής. Διατηρούν τα δικαιώματά τους στα Στενά του Βοσπόρου. Ρυθμίζουν τις ελληνοτουρκικές διαφορές με μια ισορροπία τρόμου, πλεονεκτημάτων αλλά και περιορισμών. Αποδέχονται τη δυναμική του κεμαλικού κινήματος και καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα δεν ταπεινώνουν το ελληνικό κράτος, το οποίο διατηρεί δυσανάλογα εδαφικά πλεονεκτήματα (και όχι μόνο εδαφικά) με δεδομένη την συντριβή που υπέστη στη Μικρά Ασία. Βασικά ζητήματα στην εξέλιξη των χρόνων στα οποία κουρελιάζεται η Συνθήκη της Λοζάνης και από τα δυο μέρη, θα ρυθμίζονται και πάλι με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή με βάση την ισχύ και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τον συγκεκριμένο συσχετισμό ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η Συνθήκη της Λοζάνης σταδιακά καθίσταται νεκρό γράμμα σε βασικές της προβλέψεις όπως είδαμε, αλλά όχι το πνεύμα των ιμπεριαλιστικών «διακανονισμών». Για αυτό άλλωστε προετοίμασε και τον επόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μια προσωρινή στάση σε μια διαρκή κούρσα πολέμων για τις αγορές και την κυριαρχία.
Κοιτώντας πίσω από την αιματοβαμμένη «διεθνή νομιμότητα»
Γιατί πρέπει να θυμόμαστε τη Συνθήκη της Λοζάνης; Γιατί είναι αποκαλυπτική του πώς διαμορφώνεται κάθε φορά η περίφημη διεθνής νομιμότητα. Δηλαδή με βάση τον κυνισμό και τις αμετακίνητες απαιτήσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν, βασανίστηκαν, βιάστηκαν, ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους, και όλα «τακτοποιήθηκαν» σε κάποιες εκατοντάδες σελίδες με σφραγίδες από πετρέλαιο, αίμα και χαρτονομίσματα.
Γιατί οι συνθήκες ειρήνης όπως και αυτή της Λοζάνης, στην πραγματικότητα παγιώνουν προσωρινά συσχετισμούς, χωρίς να παρέχουν στους λαούς απολύτως καμιά εγγύηση μόνιμης ειρήνης. Κάθε Συνθήκη προετοιμάζει τον επόμενο πιο αιματηρό, πιο αρπακτικό πόλεμο. Η μόνιμη ειρήνη μπορεί να έλθει όταν οι λαοί άρουν κάθε εμπιστοσύνη στους κυρίαρχους του κόσμου, όταν αμφισβητήσουν και τσαλαπατήσουν τις Συνθήκες και την εξουσία τους.
Γιατί πρώτα και πάνω από όλα πρέπει να είμαστε καχύποπτοι, επιθετικοί και καταγγελτικοί στην αστική τάξη της χώρας που ζούμε. Η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό έχει τσαλαπατήσει από τη μεριά της τη Συνθήκη, επιχειρώντας να εμφανιστεί ως το περιστέρι της ειρήνης.
Γιατί στη διεθνή πολιτική όλα σε τελική ανάλυση ρυθμίζονται στη βάση της ισχύος μεταξύ των αντιμαχόμενων καπιταλιστικών μπλοκ, και όχι στους όρκους για τις Συνθήκες. Και φυσικά από την πίεση που νιώθουν στο εσωτερικό τους από την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
Γιατί είναι «αφοπλισμός» του εργατικού αντιπολεμικού κινήματος όταν ακόμα και δυνάμεις της αριστεράς αναφέρονται και απαιτούν την εφαρμογή της Συνθήκης της Λοζάνης, χωρίς να καταγγέλλουν το ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης σε ό,τι αφορά την καταστρατήγησή της. Είναι γραμμή σύμπλευσης με τα αστικά συμφέροντα, προσχώρηση στα περί μονομερούς τουρκικής προκλητικότητας, ανοχής στην επιθετικές πολιτικές του ελληνικού κράτους για τα δικά του συμφέροντα.
Γιατί από αυτή την αφετηρία μπορούμε να καταγγέλλουμε και την πολιτική Ερντογάν και του τουρκικού κράτους, αλληλέγγυοι στους τούρκους κομμουνιστές και στο εργατικό αντιπολεμικό κίνημα της χώρας που παλεύει για κοινή πάλη και συμφιλίωση με εμάς, ενάντια στους κυρίαρχους και των δυο πλευρών του Αιγαίου.
Τέλος επειδή η ιστορική μνήμη δεν είναι η ανάγνωση κάποιων κιτρινισμένων σελίδων, αξίζει να σκεφτούμε πάνω στη Συνθήκη της Λοζάνης, για να «διαβάσουμε» τις τωρινές ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις αλλά και τους σχεδιασμούς του ελληνικού καπιταλισμού. Η μνήμη είναι όπλο μάχης και κρίνεται στην πράξη. Από αυτή τελικά την άποψη γυρνάμε ξανά, 100 χρόνια μετά στη Συνθήκη της Λοζάνης.