Η κυβέρνηση επιχειρεί να επιφέρει μια, ιστορικών διαστάσεων, αντιδραστική τομή σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου σχολείου και πανεπιστημίου και διαμέσου του υποτιθέμενου διαλόγου να νομιμοποιήσει αυτή την τομή στη συνείδηση του κόσμου. Επιχειρεί να εναρμονίσει το ελληνικό σχολείο και πανεπιστήμιο με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό πρότυπο
του Γιώργου Καλημερίδη
Με βάση και την εμπειρία των τελευταίων τριάντα χρόνων, μπορούμε να πούμε ότι είναι αδύνατον να υπάρξει, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, εθνικός διάλογος για την παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκπαίδευση δεν είναι «εθνική υπόθεση», αλλά αντίθετα συνιστά ένα πολιτικό διακύβευμα γύρω από το οποίο προωθούνται διαφορετικά ταξικά προσδιορισμένα, ασφαλώς, μορφωτικά προγράμματα. Δεν έχει υπάρξει επομένως ποτέ, ούτε πρόκειται να υπάρξει, ένα υπεραταξικό μοντέλο εκπαίδευσης που μπορεί να μας το αποκαλύψει κάποια υποτιθέμενα ανεξάρτητη και αντικειμενική παιδαγωγική επιστήμη ή ένας νηφάλιος, καλών προθέσεων, διάλογος όλων των ενδιαφερομένων. Η ιστορία του ελληνικού σχολείου, αλλά και κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, είναι μια ιστορία πολύ σκληρών παιδαγωγικών, ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ διαφορετικών εκπαιδευτικών και πολιτικών ρευμάτων. Πόσο μάλλον στη σημερινή συγκυρία της ψήφισης των προαπαιτούμενων του τρίτου Μνημονίου και της υποχρέωσης της κυβέρνησης να κινηθεί νομοθετικά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της έκθεσης του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ο σημερινός διάλογος, επομένως, δεν πραγματοποιείται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό διάκενο, αντίθετα σχετίζεται με την υλοποίηση των «διεθνών δεσμεύσεων της χώρας» και την πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτικό κόμμα προώθησης της καπιταλιστικής επίθεσης. Η ίδια η υιοθέτηση από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ της τακτικής του «εθνικού διαλόγου», μια τακτική που αξιοποίησαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις τα τελευταία 30 χρόνια, μαρτυρά, απλώς, την πλήρη μετάλλαξη του σε κόμμα προώθησης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ουσιαστικά, ο εθνικός διάλογος έχει ήδη ολοκληρωθεί πριν καν ξεκινήσει. Η κυβέρνηση επιχειρεί να επιφέρει μια, ιστορικών διαστάσεων, αντιδραστική τομή σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου σχολείου και πανεπιστημίου και διαμέσου του υποτιθέμενου διαλόγου να νομιμοποιήσει αυτή την τομή στη συνείδηση του κόσμου. Επιχειρεί να εναρμονίσει το ελληνικό σχολείο και πανεπιστήμιο με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό πρότυπο που κυριαρχεί διεθνώς και μάλιστα στη χειρότερη και πιο επιθετική εκδοχή του. Αντίστοιχα στοχεύει να ξεμπερδέψει οριστικά με το ενοχλητικό εκπαιδευτικό κίνημα, οι αγώνες του οποίου έχουν σφραγίσει, από πολλές απόψεις, όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Λίγο πιο συγκεκριμένα παρακολουθώντας τα επίσημα κείμενα του εθνικού διαλόγου (έκθεση ΟΟΣΑ, προτάσεις Λιάκου στην επιτροπή εθνικού διαλόγου, έκθεση Κομισιόν για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, προτάσεις της ομάδας REN) μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το κύριο περίγραμμα της κυβερνητικής πολιτικής.
Πρώτο, σε επίπεδο χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, τα πανεπιστήμια και οι σχολικές μονάδες θα πρέπει, πλέον, να εξασφαλίσουν, ως αυτόνομες επιχειρηματικές μονάδες, την οικονομική τους αυτοδυναμία και να προσελκύσουν πόρους και από τον ιδιωτικό τομέα, μέσω της εμπορευματοποίησης των λειτουργιών και των δομών τους. Προβάλλεται συνεπώς ένα μεικτό σύστημα χρηματοδότησης του σχολείου και του πανεπιστημίου, όπου η ήδη συρρικνωμένη δημόσια χρηματοδότηση θα πρέπει να καλύπτεται με κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα και των ποικίλων προγραμμάτων ΕΣΠΑ, με το ανάλογο ασφαλώς τίμημα σε σχέση με το μορφωτικό περιεχόμενο και τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου. Οι προτάσεις του προέδρου της επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για ζώνη κινηματογράφων και εστιατορίων στην πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου και αντίστοιχα την μετατροπή το καλοκαίρι των σχολείων της νησιωτικής Ελλάδας σε youth hostel και θερινά σινεμά αγγίζουν μεν το όριο του γραφικού, αλλά αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, το γενικό πολιτικό προσανατολισμό της κυβερνητικής πολιτικής.
Δεύτερο, σε σχέση με τη διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, προτείνεται η υιοθέτηση των σχολικών αγορών, κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο , η δημιουργία επιλεκτικών ειδικευμένων σχολικών μονάδων και η σχολική πολυτυπία αντί του ενιαίου σχολείου. Τα σχολεία θα πρέπει να διαμορφώσουν brand name, σύμφωνα με την κυβερνητική ρητορική, όπως οι επιχειρήσεις και να ανταγωνιστούν με τις υπόλοιπες σχολικές μονάδες για εγγραφές και δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση. Η συζήτηση γενικά για αποκέντρωση δεν αφορά τον εκδημοκρατισμό, αλλά την μετατόπιση των ευθυνών για τη χρηματοδότηση των σχολείων στην τοπική αυτοδιοίκηση και τελικά στην ίδια την εργατική οικογένεια.
Τρίτο, με τον εθνικό διάλογο προδιαγράφονται οι νέοι μηχανισμοί αποκλεισμού της εργατικής τάξης από το δικαίωμα στη μόρ
φωση και την εργασία. Προτείνεται αφενός η εισαγωγή του κριτηρίου της γλωσσομάθειας για την εισαγωγή στις σχολές υψηλής ζήτησης, διάσταση που λειτουργεί σαφώς υπέρ των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων και αφετέρου η μαθητεία προβάλλεται ως ο μεγάλος εκπαιδευτικός στόχος για τον περιορισμό της νεανικής ανεργίας. Ακολουθώντας την πολιτική της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ πρόγραμμα Συμμαχία για τις Μαθητείες), σε αυτό το πεδίο, η πολιτική της μαθητείας στοχεύει, όχι στην απασχόληση γενικά, αλλά στην παραπέρα αποσταθεροποίηση των εργατικών δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης, στην υπερεκμετάλλευση της νέας εργατικής βάρδιας και στην αποδοχή από τη νέα γενιά των αρχών της επιχειρηματικότητας.
Τέλος, η αξιολόγηση επανέρχεται δριμύτερη για υποστηρίξει όλο τον προαναφερόμενο εκπαιδευτικό προσανατολισμό. Συνδέεται άμεσα με την κατηγοριοποίηση των σχολείων, τον πειθαρχικό έλεγχο των εκπαιδευτικών και την εμπέδωση του σχολείου της αγοράς ως το μοναδικό μορφωτικό ορίζοντα για τη νέα γενιά. Παρ’ όλα αυτά, ο εθνικός διάλογος δεν είναι ασφαλώς ένας περίπατος για την κυβέρνηση και τους οργανικούς διανοούμενούς της. Ήδη έχουν ματαιωθεί με την παρέμβαση του κινήματος δύο συνεδριάσεις του. Το γεγονός ότι η τρίτη μετακομίζει, ξαφνικά, στην πόλη της Δράμας, αποδεικνύει ότι ο διάλογος έχει ήδη απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση του κόσμου της εκπαίδευσης και της εργασίας. Για τον κόσμο του κινήματος τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Θα υπερασπιστεί, για ακόμη μια φορά, το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς στην κατεύθυνση του δωδεκάχρονου ενιαίου σχολείου της κριτικής συνειδητοποίησης και της μορφωτικής χειραφέτησης.