Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Τι δείχνει η τακτική του Μητσοτάκη να κρατά ψηλά στην προεκλογική ατζέντα το θέμα ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη απειλεί και ο ΣΥΡΙΖΑ «τσιμπάει».
Το «τερπνόν μετά το ωφελίμου» επιδιώκει να συνδυάσει η Νέα Δημοκρατία αναγορεύοντας επί μέρες ως «πρώτο θέμα» στην προεκλογική ατζέντα το ζήτημα του εκλογικού αποτελέσματος στη Ροδόπη. Εκμεταλλευόμενη μάλιστα και τη σπουδή του ΣΥΡΙΖΑ, θα επιδείξει αντίστοιχο «θεσμικό πατριωτισμό».
Σε ένα πρώτο επίπεδο η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί να αλλάξει τους εκλογικούς συσχετισμούς στον μοναδικό νομό της χώρας όπου δεν ήρθε πρώτη στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Έναν ρόλο που ανέλαβε με ιδιαίτερο κυνισμό η Ντόρα Μπακογιάννη με τη γνωστή δήλωσή της, με την οποία απείλησε ευθέως τη μειονότητα του νομού, προαναγγέλλοντας «αντίποινα» αγνώστου είδους και εύρους σε περίπτωση που δεν υπερψηφιστεί η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα δηλαδή που προβάλλει ως αυριανή κυβέρνηση. Τα στοιχεία αυτά είναι επίσης προάγγελοι του τρόπου με τον οποίο σχεδιάζει να επιβάλει ως κυβέρνηση η ΝΔ του Μητσοτάκη το σύνολο του αντιλαϊκού σχεδιασμού της.
Σε δεύτερο επίπεδο η ΝΔ άνοιξε μία συζήτηση που εκτιμά ότι ευνοεί το προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος «πλασάρεται» ως ο πρωθυπουργός που θα μπορέσει να «αντιμετωπίσει τις τουρκικές προκλήσεις». Αυτό το αφήγημα εκτιμάται ότι συσπειρώνει την (ήδη συσπειρωμένη) εκλογική βάση της ΝΔ. Πολύ περισσότερο όμως, προσελκύει την ακροδεξιά ψήφο προκειμένου αυτή να μην καταλήξει στις (πολλές) επιλογές που διατίθενται στο προεκλογικό παζάρι: «Νίκη», «Πλεύση Ελευθερίας» και «Ελληνική Λύση». Την ίδια στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αφήνει ανοιχτό να προχωρήσει σε κινήσεις «επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών» με αμερικανική και ευρωπαϊκή επιδιαιτησία. Μια συνθήκη δηλαδή που οδηγεί σε «λύσεις» που θα έχουν ως πρόταγμα την αναγωγή του Αιγαίου σε «ΝΑΤΟϊκή Λίμνη» αλλά και μοίρασμα αγορών κοιτασμάτων.
Στο τρίτο –και ίσως πιο σημαντικό επίπεδο– η Νέα Δημοκρατία διαμορφώνει μια προνομιακή ατζέντα. Μία προεκλογική αντιπαράθεση δηλαδή μακριά από οτιδήποτε «ταξικό» (που για τη ΝΔ είναι… «τοξικό»). Δηλαδή τη συνεχή απώλεια εισοδήματος για τα λαϊκά στρώματα, τη σχεδιαζόμενη επέκταση των αντεργατικών ρυθμίσεων, την καθόλα ταξική φορολογική πολιτική, την ιδιωτικοποίηση της υγείας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων, τον καθορισμό της εσωτερικής οικονομικής πολιτικής από το «πλαίσιο» που αποφασίζεται στις Βρυξέλλες.
Επιπρόσθετα η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να έχει «διαβάσει σωστά» την προδιάθεση του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να δίνει «πιστοποιητικά πατριωτικής νομιμοφροσύνης» προς το λεγόμενο «κεντρώο κοινό». Έτσι αποδέχεται την εμπλοκή του σε αυτή την αντιπαράθεση, απαντώντας ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο: Δηλαδή ενώ η ΝΔ κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ εμμέσως πλην σαφώς για σιωπηρή αποδοχή των παρεμβάσεων του Τουρκικού Προξενείου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανταπαντά ότι αυτό ισχύει και για την περίοδο που ήταν υποψήφια με το δικό της κόμμα η Ντόρα Μπακογιάννη. Επίσης η Κουμουνδούρου κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία για αξιοποίηση των «ευαίσθητων εθνικών θεμάτων» στην προεκλογική ατζέντα, ασκώντας δηλαδή κριτική «εθνικο-πατριωτικού» ύφους.
Αυτά ενώ τίθεται εντελώς έξω από αυτή την αντιπαράθεση τόσο το ζήτημα του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων της Θράκης, όσο και η ταξική διάσταση της υπόθεσης. Δηλαδή ένα τμήμα του πληθυσμού που αποτελείται κυρίως από λαϊκά-αγροτικά στρώματα εμφανίζεται ως… άσχετο και καθόλου πληττόμενο από τις πολιτικές που διαχρονικά ασκούνται και διαιωνίζουν τις συνθήκες φτώχειας και ανέχειας. Το δεδομένο δηλαδή που αποτελεί την ουσιαστική και πραγματική βάση για την επίδραση αντιλήψεων που βασίζονται σε «εθνοτικού χαρακτήρα» στοιχεία.