Εφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος σε ηλικία 84 ετών. Ο αγαπημένος μουσικός νοσηλευόταν από τις αρχές Μαΐου στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» και ήταν διασωληνωμένος σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, σε πολλά έργα του, απέδειξε ότι το λεγόμενο «πολιτικό τραγούδι» δεν είναι ένα άθροισμα συνθημάτων, δεν είναι συνώνυμο με την ευκολία. Αντίθετα, μπορεί να έχει υψηλή καλλιτεχνική αξία και να λειτουργήσει εμψυχωτικά σε δύσκολους καιρούς. Αυτό συνέβη με τον κύκλο τραγουδιών «Χρονικό» που -όπως και άλλα έργα του συνθέτη- στα χρόνια της δικτατορίας αποτέλεσε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα σαχλοτράγουδα της χούντας και τα τραγούδια της αντίστασης. Καταλυτικός ήταν ο ρόλος των εμπνευσμένων στίχων του Κ.Χ. Μύρη (του Κώστα Γεωργουσόπουλου) όπως και η αρχαγγελική παρουσία και φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Τα τραγούδια του Μαρκόπουλου συνδέθηκαν με τον αγώνα του λαού και ειδικά της νέας γενιάς για ελευθερία και δημοκρατία.
Ο Γ. Μαρκόπουλος μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να είναι σεμνός, δημιουργικός και κοινωνικά ευαίσθητος στα προστάγματα των καιρών, δείχνοντας αλληλεγγύη και σεβασμό στους αγώνες της νεολαίας και της εργατικής τάξης. Ακόμα και η τελευταία του απρόσμενη μουσική συνάντηση με τον Παύλο Παυλίδη από τα Ξύλινα Σπαθιά, έδειξε ότι το έργο του παραμένει διαχρονικό και επίκαιρο και καταφέρνει να αγγίξει νεότερα ακροατήρια.
Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια και στα ορχηστρικά του Γ. Μαρκόπουλου, συναντάμε πολλά διαμάντια. Και τα διαμάντια είναι παντοτινά.
Βιογραφικό:
Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο Κρήτης. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μαρκόπουλος, πρώην νομάρχης Λασιθίου και μητέρα του η Ειρήνη Αεράκη από τη Σητεία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα, τόπο καταγωγής του πατέρα του, στο ωδείο της οποίας παίρνει τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί. Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από τη κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου – και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου.
Το 1956 συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Την ίδια εποχή εισάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές ενώ παράλληλα συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και το χορό. Το 1959 συνθέτει τα Τρία σκίτσα για χορό που ηχογραφούνται και μεταδίδονται από την τότε συμφωνική ορχήστρα της ΕΙΡ. Το 1963 βραβεύεται για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανεβαίνουν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό.
Το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί στο Λονδίνο. Εκεί εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens. Επίσης συνθέτει την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που τιμάται με το βραβείο Νόμπελ το 1979), και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), ολοκληρώνει το Χρονικό και τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο ανέκδοτο με εξαίρεση ενός τμήματος, με τίτλο Ζάβαρα-κάτρα-νέμια (ιδιαίτερη σύνθεση διονυσιακού χαρακτήρα) που αποτελεί ένα από τα διάσημα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα. Στο Λονδίνο συνθέτει ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones με τον Sir John Clemens.
Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα για να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ξεκινά μουσικές παραστάσεις, συνεργαζόμενος με ποιητές και σκηνοθέτες, παρουσιάζοντας τα έργα του στο στούντιο Λήδρα με νέους τραγουδιστές και μουσικούς στους οποίους δίδαξε τον τρόπο της ερμηνείας της μουσικής και των τραγουδιών του στην αισθητική κατεύθυνση που επιζητούσε. Μαζί με τα θεατρικά στιγμιότυπα και τον εικαστικό διάκοσμο δημιούργησε μια πολύτροπη μουσική παράσταση. Διανοούμενοι και φοιτητές γεμίζουν καθημερινά τον χώρο της δραστηριότητας του, παρά τα εμπόδια και τις επεμβάσεις της στρατιωτικής εξουσίας. Τα τραγούδια του μπαίνουν στο στόμα του ελληνικού λαού και συμβάλουν αποφασιστικά στο αίτημα για αποκατάσταση της Δημοκρατίας.