Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Ο ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε στο κόμμα της σταθερότητας κι εκεί ηττήθηκε
Η εκλογική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από τα κεντρικά θέματα συζήτησης. Ο Αλέξης Τσίπρας την απέδωσε στην ήττα της «στρατηγικής της απλής αναλογικής», καθώς «οι προοδευτικές δυνάμεις στις οποίες τείναμε το χέρι της συνεργασίας καθ’ όλη τη προεκλογική περίοδο είχανε μέτωπο σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ» και μάλιστα «πανηγυρίζανε περισσότερο από τους νεοδημοκράτες για την πτώση των ποσοστών του».
Η αλήθεια στην ερμηνεία του Α. Τσίπρα είναι η αμηχανία για την κυβερνητική του πρόταση και όχι η αποτυχία της απλής αναλογικής που ποτέ δεν καθιέρωσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέδεσε την τύχη του, από το 2012 και μετά, με τις κυβερνητικές προτάσεις, πατεντάροντας τον όρο «κυβερνώσα Αριστερά». Έτσι απογειώθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης, με τις αναγκαίες όμως επαγγελίες για ανατροπές του μνημονιακού οδοστρωτήρα, έστω
και μέσα στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Η κυβέρνησή του, μετά τον Σεπτέμβριο του 2015, διέψευσε τις ελπίδες των ψηφοφόρων του για μια πιο ήπια φιλολαϊκή διαχείριση του τρίτου μνημονίου που ψηφίστηκε από 222 βουλευτές (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Ποτάμι). Μεταξύ άλλων, ξεπούλησε τη δημόσια περιουσία με το Υπερταμείο και το ΤΑΙΠΕΔ, με τον νόμο Κατρούγκαλου τσάκισε ακόμα περισσότερο την κοινωνική ασφάλιση, ενώ οι διακοπές ρεύματος για τους «κακοπληρωτές» μπήκαν στην ημερήσια διάταξη.
Μετά τον Ιούλιο του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ψηφίζοντας το 50% των νομοσχεδίων της ΝΔ, διαρρηγνύοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς του με το κίνημα. Στην πορεία, αντικατέστησε ακόμα και την αντιδεξιά ρητορεία με τον αντιμητσοτακισμό, αγκαλιάζοντας πρώην στελέχη της ΝΔ, μοιάζοντας ταυτόχρονα όλο και περισσότερο στο ΠΑΣΟΚ με το Συμβόλαιο Αλλαγής (πιο ΠΑΣΟΚ δεν γίνεται) των 11 σημείων, που όπως δήλωσε στην τελευταία προεκλογική του συνέντευξη ο Α. Τσίπρας (Εφ.Συν. 20-21/5) «από τις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Ανδρουλάκη, δεν υπάρχει κάποια διαφωνία σε αυτά τα σημεία». Επικεντρώθηκε στη μεσαία τάξη που «είναι η μεγάλη εξαπατημένη αυτής της τετραετίας» (ο.π.). Κλείνοντας τη συνέντευξη διακήρυξε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ και ξέρει και μπορεί να βάλει τέλος στην αυθαιρεσία και τη διαφθορά, για να γίνει η Ελλάδα μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, με ισχυρούς θεσμούς, αποτελεσματικό κράτος και δικαιοσύνη παντού». Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προσχωρήσει στο μεγάλο κόμμα της σταθερότητας και της ανόδου σε ανώτερη επενδυτική βαθμίδα.
Ο περιορισμός στα ασφυκτικά δημοσιονομικά πλαίσια της ΕΕ και στη «δημοκρατία» χωρίς ψωμί τον αποξένωσε από τα εργατικά πληβειακά στρώματα, όπως έδειξε και ο καταποντισμός του στις εργατικές λαϊκές γειτονιές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έμαθε τον κόσμο της Αριστεράς και του κινήματος να σκέφτεται με όρους κυβέρνησης. Στην αρχή «αριστερής», στη συνέχεια προοδευτικής, αντιδεξιάς, στο τέλος αντιμητσοτακικής, καραμανλοπασοκικής, μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης χωρίς τον Μητσοτάκη τέλος πάντων, προ πάντων σταθερής. Οι κυβερνητικές του προτάσεις όμως ήταν αλλοπρόσαλλες, από τη νίκη ΣΥΡΙΖΑ, σε προοδευτική συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25, σε κυβέρνηση «ηττημένων», αν βγαίνουν τα κουκιά, κυβέρνηση ανοχής, κυβέρνηση ειδικού σκοπού (κάθαρσης για τις υποκλοπές) κ.λπ. Στο ζήτημα της κυβερνητικής σταθερότητας και της
ευρω-κανονικότητας δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τη ΝΔ.
Σίγουρα, η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τη σταθερότητα και τη μικρή άνοδο της ΝΔ, χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Αυτό είναι αναγκαίο για την κομμουνιστική Αριστερά, για όλους όσους επιδιώκουν να αντιστρέψουν τους αρνητικούς κοινωνικούς συσχετισμούς. Σ’ αυτή τη συζήτηση δεν μπορεί να συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ, που συνέβαλε στην εμπέδωση του απολιτικού κυνισμού, θόλωσε τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς και διόγκωσε τον συμφεροντολογικό ατομικό ρεαλισμό, που τελικά έδωσε τη νίκη στη ΝΔ. Τώρα ζητάει ψήφους για να αποτραπεί «η προοπτική ενός παντοδύναμου και ανεξέλεγκτου ηγεμόνα πρωθυπουργού» (Α. Τσίπρας, 22/5). Το ερώτημα είναι: Κυβέρνηση δεν μπορεί να φτιάξει, για αντιπολίτευση δεν κάνει, γιατί να τον ψηφίσει ένας αριστερός ψηφοφόρος;