Την τελευταία εβδομάδα το ζήτημα της ύπαρξης ή μη συστήματος τηλεδιοίκησης στον σταθμό της Λάρισας ήρθε εμφατικά στο προσκήνιο, μέσω της αντιπαράθεσης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Η βασική ευθύνη βεβαίως βαραίνει την κυβέρνηση, που πιεζόμενη από το έγκλημα έσπευσε να βαφτίσει «τηλεδιοίκηση» ένα σύστημα τοπικού τηλεχειρισμού, που καλύπτει τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας συν λίγα χιλιόμετρα γραμμής πριν και μετά από αυτόν. Η τηλεδιοίκηση όμως είναι ένα πολύ πιο σύνθετο και αναβαθμισμένο σύστημα, που καλύπτει πολύ μεγαλύτερη έκταση (αν όχι το σύνολο) ενός σιδηροδρομικού άξονα, λειτουργώντας ως καθοριστικής σημασίας δικλείδα ασφαλείας. Έκθετος έμεινε πάντως ο υφυπουργός Μεταφορών Μιχάλης Παπαδόπουλος, όταν επισκεπτόμενος τη Λάρισα επιχείρησε να μιλήσει για «τηλεδιοίκηση», για να διαψευστεί άμεσα από τον παρευρισκόμενο εργαζόμενο του ΟΣΕ.
Αυτό το σύστημα προφανώς δεν υφίσταται πλέον στη Λάρισα, ενώ αποτελεί ερώτημα σε ποιον βαθμό λειτουργούσε έως τον Ιούλιο του 2019, οπότε και μετά από φωτιά που ξέσπασε στην περιοχή, προξενώντας του ζημιές, αποξηλώθηκε εν αναμονή της ανάταξης στο πλαίσιο της «αμαρτωλής» σύμβασης 717.
Στο σταθμαρχείο της Λάρισας, ωστόσο, υπάρχει ένα σύστημα τοπικού χειρισμού, το οποίο ο σταθμάρχης που είχε βάρδια το βράδυ του δυστυχήματος φέρεται ότι δεν γνώριζε να χρησιμοποιεί, καθώς δεν είχε λάβει σχετική εκπαίδευση. Η χρήση του θα είχε πιθανότατα θέσει το μοιραίο τρένο στη σωστή τροχιά. Η απαξίωση και υποστελέχωση του ΟΣΕ όμως άφησε επιβάτες και πλήρωμα του μοιραίου intercity 62 εκτεθειμένους στο –πάντοτε υπαρκτό– ενδεχόμενο ανθρώπινου λάθους.