Η επόμενη τετραετία θα χαρακτηριστεί από την αύξηση των μισθών, όπως η τωρινή σφραγίστηκε από τη μείωση των φόρων, είπε πρόσφατα ο Μητσοτάκης, σε ένα κρεσέντο προεκλογικής παροχολογίας. Θα αρκούσε βέβαια να αναφέρει κανείς την απογείωση των εσόδων από ΦΠΑ και φόρων κατανάλωσης, για να διαψευστεί η «μείωση των φόρων» για τον λαό. Το πολιτικό ζήτημα είναι πως η κυβέρνηση, με τις υποσχέσεις περί αύξησης του κατώτατου μισθού, επιδιώκει να καθηλώσει τις εργατικές διεκδικήσεις στα όρια των «αντοχών» του κεφαλαίου και του λεγόμενου «δημοσιονομικού χώρου» και να αφαιρέσει κάθε πρωτοβουλία από το κίνημα. Θέλουν η προεκλογική αναμονή να αποτρέψει το ξέσπασμα μεγάλων εργατικών αγώνων όπως στην Ευρώπη. Και η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση βρίσκεται σε αυτό το κλίμα.
Το σίγουρο είναι πως οι γλίσχροι μισθοί και συντάξεις ροκανίζονται από την έκρηξη της ακρίβειας. Πώς να βγει ο μήνας, όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι 1.176 ευρώ, αυξημένος σε σχέση με το 2021 μόλις κατά 5,25%, με τον πληθωρισμό να έχει κλείσει στο 9,6%; Όταν οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι στην Ελλάδα παίρνουν μικρότερο μισθό από τον μέσο όρο της ΕΕ, καταλαμβάνοντας την 5η θέση από το τέλος;
Σήμερα απαιτούναι μεγάλες αυξήσεις σε όλους τους μισθούς, με υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων, καθώς μόλις 1 στους 4 εργαζόμενους καλύπτεται από ΣΣΕ. Η κυβέρνηση πουλάει διάφορα «σενάρια» για τον κατώτατο, αλλά το βασικό μιλά για 5,5% αύξηση, που οδηγεί στα προμνημονιακά επίπεδα του… 2011! Το ζητούμενο είναι το μαχόμενο ταξικό κίνημα να θέσει με μαχητικό απεργιακό τρόπο το αίτημα της ριζικής αύξησης των μισθών, αρνούμενο τη λογική της αναμονής και της «διαπραγμάτευσης» της ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ και την κυβέρνηση.