Βασίλης Τσιράκης
Με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία η σκηνοθέτης Ασημίνα Προέδρου διεισδύει στα κοινωνικά προβλήματα και συνομιλεί με την εποχή της
Τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας έχει ως κεντρικό θέμα η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της πολλά υποσχόμενης σκηνοθέτιδας Ασημίνας Προέδρου, θέμα που έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά για το οποίο όμως η σκηνοθέτης μας προτείνει μια διαφορετική οπτική. Αντί να απομονώσει την οικογένεια από το κοινωνικό περιβάλλον και να επικεντρωθεί σε μια ενδοσκοπική-ψυχαναλυτική αντιμετώπιση των μελών της, μας δίνει το ακριβώς αντίθετο. Την επίδραση δηλαδή του κοινωνικού περιβάλλοντος και των αντιθέσεων του στα μέλη της οικογένειας και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, αλλά και με το μικρού μήκους Red Hulk με θέμα τον ρατσισμό και το φασισμό, με το οποίο έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό, η Προέδρου φαίνεται να προκρίνει την αλληλεπίδραση της τέχνης με την κοινωνία και τα καυτά θέματα που την απασχολούν, αρνούμενη να υπηρετήσει μια τέχνη ναρκισσιστική, κλεισμένη στον εαυτό της, μακριά από την πραγματικότητα.
Έτσι στο Πίσω από τις θημωνιές το κεντρικό θέμα της στηρίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες, το προσφυγικό, τη διαφθορά και την εκκλησία, δίνοντας έμφαση κυρίως στο πρώτο και στην στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντί του. Στην κατεύθυνση αυτή, το σενάριο της Προέδρου μπλέκει με αριστοτεχνικό τρόπο τους τρεις πυλώνες, μέσα από μια εξαιρετική πλοκή που κρατά σε εγρήγορση τον θεατή στα 120 λεπτά της ταινίας. Αποφεύγοντας τη γραμμική αφήγηση, μας διηγείται την ιστορία μέσα από τρία μέρη, όπου το κάθε μέρος την παρουσιάζει μέσα από τη ματιά του κάθε μέλους της τριμελούς οικογένειας (πατέρας, μάνα, κόρη).
Όμως η ταινία δεν είναι σπονδυλωτή με την κλασσική έννοια του όρου. Εδώ η Προέδρου μας δίνει ένα ευφυές και πρωτότυπο σεναριακό εύρημα που έχει να κάνει με το ότι το καθένα από τα τρία μέρη της ταινίας δεν μας περιγράφει ολόκληρη την ιστορία και την εξέλιξη της –απλά αλλάζοντας τον πρωταγωνιστή και μετακινώντας το κέντρο βάρους στο κάθε μέλος της οικογένειας– αλλά κομμάτια της! Το κάθε μέρος δεν επαναλαμβάνει την ιστορία, αλλά αφήνει έντεχνα κάποια κενά, τα οποία καλύπτονται από το αμέσως επόμενο, ώστε στο τέλος να ενωθούν τα κομμάτια του παζλ και να οδηγηθεί η ιστορία στο φινάλε όπου κυριαρχεί ένα καθολικό ηθικό δίλλημα.
Με τον τρόπο αυτό, το σενάριο δίνει χώρο στον θεατή και τον κάνει συμμέτοχο, όχι όμως με μια αγωνία αστυνομικού τύπου, αφού ήδη από το πρώτο μέρος γνωρίζουμε τον ένοχο, αλλά γιατί τον ωθεί να ψάξει τις αιτίες των πραγμάτων, τα πώς και τα γιατί και να προβληματιστεί προσπαθώντας να εξηγήσει τις συμπεριφορές και τις πράξεις των ηρώων, όχι στο κενό αλλά μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, η Προέδρου υπηρετεί το θέμα με τιμιότητα και συνέπεια, χωρίς φιοριτούρες και περιττά καλολογικά στοιχεία. Όπου χρειάζεται η κάμερα κινείται και όπου δεν το απαιτεί η δραματουργία τα πλάνα είναι στατικά. Επίσης, παρά την τραγικότητα του θέματος, αποφεύγει έντεχνα τις παγίδες τόσο του μελό όσο και των προκάτ επιτηδευμένων σκηνών (με εξαίρεση ίσως τη σκηνή με το νεκρό πουλάκι). Σε ορισμένες σκηνές η υπερβολική χρήση των κοντινών πλάνων σε συνδυασμό με την κινούμενη κάμερα κουράζουν το μάτι του θεατή, ζήτημα όμως που όπως εξηγεί η ίδια σε συνέντευξή της ήταν αναγκαστική της επιλογή εξαιτίας των περιορισμών του κόστους παραγωγής, ειδικά στις σκηνές που απαιτούσαν πολλούς βοηθητικούς ηθοποιούς.
Η ταινία απέσπασε 10 βραβεία ΙΡΙΣ και έξι βραβεία στο 63ο Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Η σκηνοθέτης χειρίζεται με μαεστρία τους πολύ καλούς ηθοποιούς μέσα από τη γλώσσα του σώματος αλλά και τους πειστικούς διαλόγους του σεναρίου της, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις γίνονται καταιγιστικοί και στους οποίους ως αντιστάθμισμα θα μπορούσαν να υπάρχουν περισσότερες σιωπές. Τοποθετώντας την ιστορία σε ένα χωριό στα σύνορα δίπλα στη λίμνη Δοϊράνη, η Προέδρου αξιοποιεί στο έπακρο το σκηνικό τοπίο και με την πολύ καλή δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Σίμου Σαρκετζή, μας δίνει εξαίσιες εικαστικά ατμόσφαιρες και εικόνες στις οποίες όμως ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, αν δεν υπηρετούν το περιεχόμενο της σκηνής και τη δραματουργία, να «μπερδέψουν» τον θεατή δημιουργώντας του αντικρουόμενα συναισθήματα (σχέση ωραίου και τραγικού).
Σε κάθε περίπτωση, η ταινία, η οποία απέσπασε έξι βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανήκει κατά τη γνώμη μας στις πιο δυνατές ελληνικές ταινίες της τελευταίας εικοσαετίας, στην κατεύθυνση ενός κινηματογράφου που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα, που τολμά και διεισδύει στις κοινωνικές αντιθέσεις, ενός κινηματογράφου που συνομιλεί με την εποχή του