Βασίλης Τσιράκης
Σε ηλικία 91 ετών έφυγε από τη ζωή ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μαρξιστής σκηνοθέτης και πρωτοπόρος της Νουβελ Βαγκ «Nέου Κύματος»
Αν ο Αϊζενστάιν τη δεκαετία του 1920 έφερε επανάσταση στην κινηματογραφική γλώσσα, καταργώντας το κλασσικό μοντάζ της χωροχρονικής συνέχειας με το ιδεολογικό μοντάζ-ατραξιόν, το κινηματογραφικό ρεύμα της Νουβέλ Βαγκ έκανε τη δική του επανάσταση τη δεκαετία του 1960 με το ελλειπτικό μοντάζ και το jump cut.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, βασικός εκπρόσωπος του ρεύματος, στην ταινία Με κομμένη την ανάσα (1959) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τα απότομα άλματα (jump cuts), διακόπτοντας τη φυσιολογική ροή της αφήγησης και παραβιάζοντας έτσι τη χωροχρονική συνέχεια. Στην ταινία δεν υπάρχουν τα λεγόμενα περάσματα από το ένα πλάνο στο άλλο και τα κοψίματα των πλάνων είναι γρήγορα, συχνά με στιγμιαία αλλαγή προσώπων ή φόντου, ενώ κάποιες φορές υπάρχουν απότομα άλματα και μέσα στο ίδιο πλάνο (!), με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η αφηγηματική ροή αποπροσανατολίζοντας και προβληματίζοντας τον θεατή.
Εδώ βρίσκεται και το ερώτημα που απασχόλησε τους κριτικούς κινηματογράφου. Έχει κάποιο νόημα αυτή η «στιγμιαία» χωροχρονική ασυνέχεια ή πρόκειται απλά για ένα καινοτόμο τέχνασμα στη μορφή χωρίς όμως αντίκτυπο στο περιεχόμενο. Για τους εκπροσώπους της Νουβέλ Βάγκ, τα jump cuts έχουν νόημα γιατί εκφράζουν την ίδια τη συμπεριφορά του ήρωα της ιστορίας, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μοντάρεται η ταινία συντονίζεται με τον χαρακτήρα του και τις απόψεις του. Συνεπώς, το ελλειπτικό μοντάζ δεν αποσκοπεί στην αύξηση της ταχύτητας ροής της ταινίας για να γίνει πιο εύπεπτη (όπως στον αμερικάνικο κινηματογράφο), αλλά αποτυπώνει το ότι ο ήρωας παρατηρεί τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του ελλειπτικά, κριτικά και μερικές φορές αδιάφορα, δείχνοντάς μας πως οι κατεστημένες κοινωνικές αξίες όχι μόνο δεν τον αφορούν αλλά μερικές φορές τον εξοργίζουν.
Η βαθύτερη αλληλουχία μορφής και περιεχομένου άλλαξε τη ρότα της αφήγησης στο σινεμά
Είναι χαρακτηριστικό πως οι σκηνές όπου χρησιμοποιούνται κατά κόρον τα jump cuts είναι αυτές που αναφέρονται στις κοινωνικές σχέσεις των πρωταγωνιστών, ενώ σε μεγάλο βαθμό παραλείπονται στις σκηνές που απεικονίζουν τις προσωπικές τους σχέσεις, επιβεβαιώνοντας έτσι πως τα «κοψίματα» αυτά αντανακλούν το αξιακό σύστημα των ηρώων.
Αντίστοιχα, η σκηνοθεσία της Νουβέλ Βαγκ θέλει την κάμερα στο χέρι να κινείται αδιάκοπα και τα πλάνα μεγάλα σε διάρκεια (όχι όμως μονοπλάνα), με συνεχείς μεταβολές χώ-
ρου και οπτικής γωνίας, ενώ ταυτόχρονα το σενάριο κάνει αναφορές σε έργα της παγκόσμιας τέχνης και λογοτεχνικά τσιτάτα, με διαλόγους που βρίθουν από λογοπαίγνια και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικοί. Τα περισσότερα γυρίσματα γίνονται σε εξωτερικούς χώρους με φυσικό φωτισμό και πειραματισμούς στον ήχο, με χαμηλούς προϋπολογισμούς και μικρά συνεργεία.
Αν αντιστοιχήσουμε τη δημιουργία ενός φιλμ με το κτίσιμο ενός πέτρινου τοίχου, όπου τα πλάνα αντιστοιχούν στις πέτρες, τότε αν το ακαδημαϊκό μοντάζ χρησιμοποιεί κονίαμα για να ενώσει τις πέτρες, το ελλειπτικό μοντάζ της Νουβέλ Βαγκ χτίζει τον τοίχο με ξερολιθιά.