του Θανάση Σκαμνάκη
Δεν ξέρω τι ακριβώς ύφος να έχω. Ύφος θριάμβου, δεν γίνεται. Ύφος λυπημένο, δεν ταιριάζει. Ύφος ουδέτερο, δεν μου αρέσει. Ούτε ύφος πετάμε την μπάλλα στην εξέδρα. Το να μετράω τις λέξεις μία-μία γιατί εμπεριέχουν εκρηκτικά σχέσεων, επίσης. Το να ισορροπώ ανάμεσα σε αμφισβητούμενα και αμφιταλαντευόμενα αισθήματα, δεν είναι καλό. Και καταντάει δύσκολο. Σαν ακροβατικό, σε ένα σύρμα όπου κάτω, χωρίς προστατευτικό δίχτυ, χάσκει γυμνό το κενό.
Τόσα χρόνια σ’ αυτή τη στήλη καταφάσκω αισθήματα. Δεν διατηρούσα ισορροπίες (κι όχι πως είχα δικιο). Πολλές φορές ξεπέρασα με κατανόηση αλλά και λύπη, ομολογώ, παρατηρήσεις των καλύτερων φίλων μου κι έκανα πως αδιαφορώ για κρίσεις ανθρώπων που κατατάσσονταν στην επίσημη κατηγορία των φίλων αλλά δεν ήσαν ακριβώς (επί της ουσίας), ωστόσο δεν αδιαφορούσα. Υπήρχαν και φορές όπου διόρθωνα ένα αίσθημα της μιας βδομάδας με ένα της επόμενης. Ήμουν πάντα επιρρεπής στις διορθώσεις (αν και πολύ λιγότερο στην αυτοκριτική).
Η πολιτική είναι αλλιώς. Είναι ρόλος. Χρειάζεται μια πόζα, ένα ύφος, μια στάση διαρκή, να μην κουνιέσαι γιατί ζαλίζονται εκείνοι που σε βλέπουν. Αλλά η ζωή κινείται. Ακόμα κι εκείνοι που κοιτάνε κινούνται.
«Συχώρεσέ μου αυτή την όραση, προπάντων την ομολογία- / είναι ένας τρόπος να με δείτε κ’ εσείς˙ να γίνουμε ισόπαλοι – όπως είμαστε – / όλοι μας άοπλοι δηλαδή. Μα, πάλι, αυτή την ώρα, αναρωτιέμαι / τι τάχατε πάω να καρπωθώ, τι ν’ αποφύγω, τι να κρύψω / μ’ αυτή μου την εξομολόγηση˙ – ποιό τάχατε νέο προσωπείο / από άθραυστο γυαλί πάνω στο γυάλινο, το εύθραυστο πρόσωπό μου…»
(Γ. Ρίτσος, Τέταρτη διάσταση, Αγαμέμνων).
Δανείζομαι εύκολα απαντήσεις από τους ποιητές. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι πολλαπλά κατάλληλος για δάνεια απαντήσεων. Πόσα μεγάλα λάθη πρέπει να καταλογίσουμε στο Ρίτσο! Των άλλων κυρίως, εκείνος ακολουθούσε. Αλλά το ακολουθούσε δεν είναι εκείνο που συνεπάγεται όλα τα άλλα; (Κι όμως, το κύριο λάθος μπορεί να συνηγορεί σε μια αθωότητα εν τέλει.)
«…Ξέρεις, η Ελένη, / σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες, καθόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη… / Λοιπόν, η Ελένη / φτιάχνει το προσωπό της στο πρότυπο της μνήμης της – κι ίσως πιο ωραίο / με την ανάμνηση, τη γνώση και τη θέληση (και με το πείσμα ακόμη)… / … Μα τι τα θες, το πρόσωπό της / δεν είναι κείνο πια που γι’ αυτό ξεκινήσαμε, γι’ αυτό πολεμήσαμε / σπέρνοντας με σπασμένα κουπιά, με τροχούς και κρανία πελάγη και κάμπους. / Ένα άλλο πρόσωπο πια – μπορεί το πιό δικό της – άλλο ωστόσο… / … Θαρρώ πως δε μ’ ακούς˙ – σα να βιάζεσαι. Μα, ναί, όλοι βιαζόμαστε / να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας / μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τι σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη / μετριέται και μετράει, – όπως τόνιζες πάντα».
Αναζητώντας μια τελική αθωότητα κι ένα κριτήριο της πράξης, μέρες που είναι θέλω να πω, κομίζω μια βαθύτερη αμφιβολία αλλά και πεποίθηση. Τα ερωτήματα που θέτω είναι περισσότερα από τις απαντήσεις που λαμβάνω. Ωστόσο, επειδή μερικές ώρες δεν μετράνε με λεπτοδείκτες αλλά με αποφάσεις, στην παρούσα αναμέτρηση (εδώ αποσύρεται ο ποιητικός οίστρος) η υποστήριξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι και πάλι αναγκαία.
Καταλογίζοντας τις αμοιβαίες ευθύνες και υπερασπίζοντας το τραυματισμένο σώμα ενός ονείρου.