Βασίλης Τσιράκης
Ναρκισσισμός, ανταγωνισμός και ματαιοδοξία θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος της ταινίας των Αργεντινών Γκαστόν Ντουπρά και Μαριάνο Κον (Ο Επιφανής Πολίτης, Το αριστούργημά μου), η οποία κέρδισε το βραβείο κοινού του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ένας ηλικιωμένος πολυεκατομμυριούχος, αποσκοπώντας στην υστεροφημία του, αποφασίζει να χρηματοδοτήσει μια ταινία, στην οποία θα συμμετάσχει η αφρόκρεμα της κινηματογραφικής παραγωγής, με στόχο να γίνει «η μεγαλύτερη ταινία που έγινε ποτέ». Για τον σκοπό αυτό αγοράζει όσο-όσο τα δικαιώματα ενός best seller μυθιστορήματος –χωρίς να το έχει διαβάσει– του οποίου ο συγγραφέας έχει βραβευτεί με νόμπελ και επιλέγει ως σκηνοθέτιδα τη διάσημη, αλλά εκκεντρική, Λόλα Κουέβας (Πενέλοπε Κρουζ), η οποία όμως του ξεκαθαρίζει εξαρχής πως η ταινία θα έχει τη δική της οπτική πάνω στο βιβλίο.
Η δύστροπη σκηνοθέτις επιλέγει για τους ρόλους των δυο πρωταγωνιστών τον Ιβάν Τόρες (Όσκαρ Μαρτίνεζ), τον πιο καταξιωμένο ποιοτικό ηθοποιό, ο οποίος παραδίδει μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο, και τον Φελίξ Ριβέρο (Αντόνιο Μπαντέρας), τον πιο δημοφιλή αστέρα της εμπορικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και πλέι μπόι της σόουμπιζ. Ο ναρκισσισμός των τριών οδηγεί από την πρώτη κιόλας πρόβα σε έναν διαρκή τοξικό ανταγωνισμό με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της υπερφίαλης ματαιοδοξίας τους, από τον οποίο δεν θα ξεφύγει ούτε ο θεατράνθρωπος Ιβάν, μια που το σταρ σίστεμ είναι αμείλικτο και δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε προοδευτικούς και μη καλλιτέχνες.
«Μπλαζέ» σκηνοθεσία που ακροβατεί μεταξύ ελαφρότητας και σοβαροφάνειας
Οι δύο σκηνοθέτες, επιχειρώντας να αναδείξουν ένα έξυπνο και επίκαιρο σενάριο, που από τις πρώτες σεκάνς εγείρει προβληματισμούς για το έργο τέχνης ως εμπόρευμα στον βωμό του κέρδους της πολιτιστικής βιομηχανίας, ακροβατούν μεταξύ ελαφρότητας και σοβαροφάνειας, κωμωδίας και δράματος (βλέπε τραγικό φινάλε), σε μια σκηνοθεσία εκλεκτιστική που τελικά μένει σε μεγάλο βαθμό αμήχανη απέναντι στα ερωτήματα που εγείρει το σενάριο. Το πρόβλημα δεν αντισταθμίζεται από τα πραγματικά πολύ επιτυχημένα –και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεκαρδιστικά– σκηνοθετικά ευρήματα, όπως για παράδειγμα η «φασιστική» απόφαση της Κουέβας να καταστρέψει –χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους– τα πολύτιμα βραβεία των δύο διάσημων ηθοποιών!
Το ότι η υπόθεση διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια των προβών πριν τα κανονικά γυρίσματα της ταινίας, δεν δικαιολογεί την υπερβολικά άδεια, ψυχρή και παγωμένη ατμόσφαιρα, αλλά και τους κινηματογραφημένους με μακρινά πλάνα κενούς χώρους, όπου κυριαρχεί το τσιμέντο και το γυαλί και κάποιοι πίνακες μοντέρνας τέχνης, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση επιτηδευμένης αποστασιοποίησης.
Ως συμπέρασμα, θα λέγαμε ότι η ταινία διαπραγματεύεται διάφορες πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως το «πρόσωπο» και το «προσωπείο», το «είναι» και το «φαίνεσθαι», αλλά και το κόστος της δόξας και της έκθεσης στη δημοσιότητα. Βέβαια και τον ανταγωνισμό, όχι ως στοιχείο της φύσης του ανθρώπου, αλλά ως αποτέλεσμα της κοινωνίας που ζούμε, ή όπως αναφέρει μια ισπανική ρήση «poner el arte a competir es atroz» (το να βάζεις την τέχνη σε ανταγωνισμό είναι αποκρουστικό), αφήνοντας να αιωρείται το κρίσιμο ερώτημα: Ποια τελικά είναι η πραγματική αιτία που ενεργοποιεί την καλλιτεχνική δημιουργία;