Στις 10 Σεπτέμβρη έκλεισαν (το 2022) 17 χρόνια από το θάνατο του Κώστα Κάππου, σε ηλικία 68 ετών το 2005. Ο Κ. Κάππος με τη συνολική του στάση ζωής διαμόρφωσε στην πράξη μια εξαιρετική κομμουνιστική φυσιογνωμία.
Το Πριν στην επέτειο των πέντε χρόνων από το θάνατό του είχε προχωρήσει σε αυτό το αφιέρωμα, τιμώντας τους αγώνες και τη συμβολή αυτού του πρωτοπόρου αγωνιστή.
Γράφουν για τον Κώστα Κάππο:
Νάντια Βαλαβάνη
Γιώργος Τρικαλινός
Χρήστος Κορτζίδης
Γιάννης Ελαφρός
Ενας «δύσκολος» άνθρωπος
Νάντια Βαλαβάνη
Ο Κώστας Κάππος ήταν «δύσκολος» άνθρωπος. Δεν ήταν μόνο ότι δεν κινδύνευσε ποτέ απ’ αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «πατριωτισμό των ευρώ». Ήταν ότι από τη βάρβαρη πρώτη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο, μέχρι τα νέα σκιρτήματα του κινήματος κατά τη χαραυγή του 21ου αιώνα, αφιέρωσε ολόκληρη τη συνειδητή ζωή του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της κοινωνίας και του ανθρώπου απ’ τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Γι’ αυτό και μπορούσε να γράφει μ’ επίγνωση το 2002: «Η εργατική τάξη να μην ξεχνάει τη λαϊκή ρήση ότι χαμένοι αγώνες είναι εκείνοι που δεν γίνονται».
Τον θυμάμαι 36 χρόνια πριν. Νέο και νικηφόρο, με τα σημάδια από τα βασανιστήρια στο πρόσωπο και στο σώμα του ζωντανά. Συγκρατημένο και σοβαρό, αλλά με τη δική του, προσωπική εκδοχή μιας υπόγειας ειρωνείας να κρέμεται στο στραβό μειδίαμα στο στόμα του. Να διαισθανόταν από τότε την ειρωνεία της ιστορίας; Αυτός, ο πλέον «κομματικός», έμελλε να είναι ο μοναδικός βουλευτής μετά την πολιτική αλλαγή που δεν εφάρμοσε απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ: Καταψήφισε στη Βουλή την κυβέρνηση Τζαννετάκη, γράφοντας ιστορία και σώζοντας την τιμή της Αριστεράς. Μια αφάνταστα δύσκολη απόφαση, για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ – παρότι δεν ξεπέρασε το τραύμα του αποχωρισμού από το κόμμα του.
Τον θυμάμαι νέο με τον ξερό, σαρδόνιο σχολιασμό του – και, σε μια κατάσταση σιωπηλής ευφορίας, ελπιδοφόρο. Αργότερα, στην πιο μαύρη δεκαετία –στο μέχρι σήμερα ορίζοντα της ζωής μας– αυτή του ’90, με την ιδεολογική λάμψη του νεοφιλελεύθερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και τις γκλαμουράτες ψευδαισθήσεις στο απόγειο, παρέμεινε μ’ έναν ξεροκέφαλο, προσωπικό τρόπο, ιστορικά αισιόδοξος: Σε συνθήκες εδραιωμένης συνείδησης ιστορικής ήττας όχι μόνο ανάμεσα στον κόσμο της Αριστεράς, αλλά ευρύτατα ανάμεσα στους εργαζόμενους και την κοινωνία, με τις πολιτικές και άλλες συλλογικότητες όλων των ρευμάτων της σε όλο τον κόσμο σε κουρέλια. Ίσως γι’ αυτό να κράτησε, και μετά το ’89, έναν τρόπο ζωής μάλλον μοναδικό.
Μ’ ελάχιστους συμβιβασμούς, ούτε καν τους «ανεκτούς». Με μια κρυμμένη, άγρια περηφάνια που λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν και ακόμα λιγότεροι να συγχωρήσουν. Ένας άνθρωπος, που έκανε πράξη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο γνωρίζω, τη συνέπεια ανάμεσα στις αρχές του και στον τρόπο ζωής του. Με τις συλλογικές αξίες να τον εμπνέουν με πρακτικό τρόπο σε μια εποχή κατεξοχήν εγωιστική.
Στάθηκε έτσι κομμουνιστής χωρίς κόμμα.
Είναι ιδιαίτερα τιμητικό γι’ αυτόν ότι δεν έκλεισε τα μάτια στα ερωτηματικά του, ότι βασανιζόταν για τις αλλαγές και την ταξική αναδιάρθρωση στην ελληνική κοινωνία, για το τι ήταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός, για το χαρακτήρα του καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση. Αναζητούσε απαντήσεις με κριτήριο τη δοκιμασία της θεωρίας στις εξελίξεις της πραγματικότητας με φράση -κλειδί αυτή σε συνέντευξη του 1992: «Πρέπει να γίνει έρευνα». Αδιάψευστη μαρτυρία τα τέσσερα βιβλία του – εκδόθηκαν όλα μετά το 2000, συμπεριλαμβανομένης και της συλλογής κειμένων Η επανάσταση που έρχεται, που επιμελήθηκε μεταθανάτια ο γιος του. Το είχε δηλώσει όμως ρητά και στο Συνέδριο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για το Σοσιαλισμό το 1994: «Η διαδικασία ανανέωσης του μαρξισμού πάντοτε παρουσίαζε προβλήματα. Στην εποχή μας όμως (…) τίθεται ένα μείζον καθήκον “ζωής ή θανάτου” για το επαναστατικό κίνημα. Τίθεται το θέμα της επανεξέτασης όλων των θέσεων της θεωρίας για το σοσιαλισμό». Στον Κώστα τις τελευταίες δεκαετίες συνέβη κάτι συγκλονιστικό: Άλλαξε βαθιά, κι όμως μ’ έναν πολύ χαρακτηριστικό γι’ αυτόν τρόπο, έμεινε ίδιος.
Δεν θα τολμούσα να προεξοφλήσω τι θα μας έλεγε, αν δεν είχε φύγει τόσο πρόωρα, για τη σημερινή δομική κρίση του καπιταλισμού, για την κοινωνικοπολιτική πάλη στην Ελλάδα και για το μνημόνιο. Και για μια Αριστερά, την ώρα που η κοινωνία βρίσκεται «στο μάτι του κυκλώνα», κυριολεκτικά (σύμφωνα και με την ορολογία του εκπληκτικού άρθρου του Σαραμάγκου) «εξαφανισμένη». Απ’ ότι μας άφησε σαν παρακαταθήκη, σκέφτομαι το θεμελιακό συμπέρασμα του από το 1989: «Η Αριστερά για να έχει λόγο ύπαρξης πρέπει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζόμενων και την ανάπτυξη του εργατικού και του λαϊκού κινήματος. Από τη στιγμή που αυτό φεύγει από το στόχαστρο, είναι φυσικό οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη να μη στηρίζουν την πολιτική της Αριστεράς».Ίσως να μας θύμιζε και τη φράση του Λένιν, όπως έκανε όταν ζήτησαν απ’ τον Κώστα «μια φράση που να εκφράζει τη φιλοσοφία σας, ανθρώπινα ή πολιτικά»: «Όποιος έμαθε κάτι απ’ το μαρξισμό, ξέρει ότι όλες οι αναλύσεις πρέπει να ξεκινάνε από την ανάλυση των τάξεων». Και σκέφτομαι, στο φως των σημερινών εξελίξεων, την απάντηση του το 1989 ενώ όλα γύρω σωριάζονταν και δημοσιογράφος τον ρωτούσε μήπως επιμένει «σε μια λογική που όλα δείχνουν ότι είναι εκτός πραγματικότητας»: «Ο σοσιαλισμός είναι ρεαλιστικός στόχος».
Γέννημα της ιστορίας και της τάξης του
Γιώργος Τρικαλινός
Συνήθιζε να λέει πως το δεύτερο Π από το επίθετο του ήταν για το λαό και το πρώτο Π γι’ αυτόν. Προσωπικά πιστεύω πως και τα δύο ήταν για το λαό. Ή καλύτερα το ένα για το λαό και το άλλο για την εργατική τάξη. Για μια καλύτερη κοινωνία, την κομμουνιστική, η οποία θα είχε ως βασικό της άξονα και μέτρο τις δυνάμεις και τον κόσμο του ΚΚΕ.
Το κόμμα που χαρακτήριζε ως συνείδηση της εργατικής τάξης. Όταν όμως χρειάστηκε, απέδειξε τι σημαίνει το να έχει κάποιος κομμουνιστική συνείδηση, σώζοντας την τιμή του ΚΚΕ αλλά και ολόκληρης της Αριστεράς, καθώς το 1989 αρνήθηκε ψήφο εμπιστοσύνης και παράδοσης της ιδεολογίας μας στην αστική τάξη.
Μεγαλείο ψυχής, όταν σε δύσκολες στιγμές απέδειξε και κατέδειξε την άρνησή του σε πολιτικές σκοπιμότητες, σε κομματικές πειθαρχίες, εάν αυτές στρέφονταν ενάντια στα λαϊκά στρώματα, προσπαθώντας να διαφθείρουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης.
Η ταξική του συνείδηση τον οδήγησε σε ρήξη με την κομματική του πορεία σε μια άκρως κρίσιμη στιγμή για την πορεία του κινήματος στην Ελλάδα. Πίστευε πως μόνο έτσι θα έσωζε την τιμή της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος. Έδειξε με τον καλύτερο τρόπο πως η δική του συνείδηση ήταν συνυφασμένη με την συνείδηση της εργατικής τάξης και όχι την συνείδηση της κομματικής γραφειοκρατίας. Έδειξε την αντίθεση του απέναντι στην ιδιοκτησιακή λογική της γραφειοκρατίας, ελπίζοντας πως κάποτε θα έρθει η στιγμή που το ΚΚΕ θα μπορέσει να αναγεννηθεί και να οδηγηθεί στη σωστή πορεία, αφήνοντας πίσω τους όποιους συμβιβασμούς.
Ο Κώστας Κάππος ήταν ένας άνθρωπος σεμνός, χαμηλού προφίλ, που γύρισε αποφασιστικά την πλάτη του στην αστική τάξη. Κομμουνιστής τόσο στην ιδεολογία, όσο και στην πράξη, δίνοντας το 1/3 της βουλευτικής αποζημίωσης του στο ΚΚΕ και το 1/3 στην Κούβα. Πρόκειται για μια πρακτική την οποία εξακολουθεί και η συντρόφισσά του Πόπη, συνεχίζοντας την πορεία του Κώστα.
Γέννημα της ιστορίας, της ανάγκης και της τάξης του: Αυτός ήταν ο Κώστας Κάππος.
Επέδρασε στο κίνημα
Χρήστος Κορτζίδης
Δεν είχα την τιμή να συνεργαστώ και να δουλέψω μαζί με τον Κώστα Κάππο.
Πρωτοάκουσα γι’ αυτόν αμέσως μετά την πτώση της χούντας, πριν ακόμη οργανωθώ στην ΚΝΕ, από τον πατέρα μου, που μου μίλησε για ένα από τα πρόσωπα – σύμβολα της αντίστασης των κομμουνιστών στη δικτατορία, που είχε βασανιστεί απάνθρωπα, αλλά δεν λύγισε. Ελάχιστες φορές μιλήσαμε μαζί και μάλιστα αργά, όταν δεν ήταν πια μέλος του ΚΚΕ, προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ΚΜΕ και ασχολιόταν με τη μελέτη των εξελίξεων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Ο Κώστας Κάππος ασφαλώς θα έδωσε πολλά παραδείγματα, που άλλοι από μένα γνωρίζουν καλύτερα και θα πουν. Εμένα μου έχει αποτυπωθεί ένα στο μυαλό μου: Πως κανένας δεν μπορεί να μοιράζει πιστοποιητικά συνέπειας απέναντι στην κομμουνιστική ιδεολογία μας, παρά μόνο η κοινή γνώμη των χιλιάδων συντρόφων. Αυτό το είχε κερδίσει ο Κώστας Κάππος.
Η ζωή του παρέμεινε αγωνιστική, τίμια, σύμφωνη με τις αρχές μας ως το τέλος – κανείς κρίνεται οριστικά με το θάνατό του. Κανένας συμβιβασμός με την εξουσία δεν τη μουτζούρωσε. Ήταν γέννημα του κομμουνιστικού κινήματος και ταυτόχρονα μια προσωπικότητα που επέδρασε σημαντικά σε αυτό. Για αυτό αξίζει να τον τιμούμε και να τον μνημονεύουμε.
Ο ανατρεπτικός Κώστας Κάππος
Γιάννης Ελαφρός
Δεν γνώριζα προσωπικά τον Κώστα Κάππο, πέρα από μία συνέντευξη που του είχα πάρει για το Πριν και τις σύντομες, αιφνιδιαστικές όσο και σπάνιες, επισκέψεις του στην εφημερίδα για να μας επισημάνει κάτι.
Υπήρχε και η σύντομη «συγκατοίκησή» μας στο ΝΑΡ, όπου τον είχα συναντήσει μόνο σε μεγάλες διαδικασίες και σώματα. Για μένα, όπως και για πολλούς αγωνιστές της γενιάς μου, υπήρχαν τέσσερις εποχές στην αντίληψη για τον Κώστα Κάππο.
Η πρώτη ήταν μέχρι το ’89, σύμβολο της αντιδικτατορικής πάλης και μαχητικός κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ.
Η δεύτερη ήταν στο μελαγχολικό και προδομένο καλοκαίρι του ’89, όταν αρνούμενος ψήφο στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και υψώνοντας το ανάστημά του απέναντι στην ακραία υποταγή της Αριστεράς, έδινε περηφάνια κι ελπίδα στη γενιά μας, ότι «τα όνειρα μπορούν να πάρουν εκδίκηση».
Η διαφωνία και η αποχώρησή του από το ΝΑΡ, η επιστροφή του στο χώρο του ΚΚΕ (όχι με όρους κομματικής τύφλωσης, όμως), έδωσαν σε πολλούς από εμάς την εικόνα ενός Κάππου που μένει στο «παλιό», που αν και «τίμιος αγωνιστής» (αυτό κανείς δεν το αμφισβητούσε) δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον ορίζοντα του παραδοσιακού (και ηττημένου) κομμουνιστικού κινήματος. Ήταν η τρίτη εποχή, συχνά με τη σκληρότητα που έχει η νεότητα απέναντι στους μεγαλύτερους.
Κι ύστερα ήρθε η έκπληξη. Το έργο του Κώστα Κάππου Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 2000 ύστερα από πολύχρονη έρευνα, αποδομεί από μαρξιστικές θέσεις τη λογική του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τονίζοντας ότι στη Σοβιετική Ένωση κι αλλού δεν υπήρχε σοσιαλισμός, αλλά ένας ιδιαίτερος κοινωνικός σχηματισμός με ανταγωνιστικές τάξεις (διευθύνουσα – εκτελούσα). «Το περιεχόμενο του βιβλίου δεν συμφωνεί με τις αντιλήψεις που είχα πριν από τη μελέτη και τις απόψεις που εκπροσωπούσα ως μέλος του ΚΚΕ», γράφει ο Κ. Κάππος στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης. Πρωτοφανής ειλικρινής παραδοχή! Κι έτσι, αυτός ο «δογματικός», αλλάζει απόψεις δημόσια, με εργαλείο όμως πάντα το μαρξισμό. Και βρίσκεται και πάλι ανέστιος, από το κόμμα του το ΚΚΕ. Σε αυτή την τέταρτη εποχή συναντάμε ξανά το προκλητικό παράδοξο ενός Κάππου ανατρεπτικού. Επίμονος μαρξιστής, αλλά χωρίς παρωπίδες. Οπαδός της αναγκαιότητας του κόμματος, αλλά μοναχικός. Ισχυρογνώμων, αλλά και ικανός να ακούσει και να αλλάξει. Το τρίτο κύμα του κομμουνισμού θα αντλήσει την ποίησή του από το μέλλον. Αλλά σε αυτούς τους στίχους θα ξαναγραφούν με νέο τρόπο ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που ενσάρκωσε ο Κώστας Κάππος: η ταξική αδιαλλαξία και η περιφρόνηση της αστικής τάξης, η πεισματική ανιδιοτέλεια, η μαρξιστική αναζήτηση, η επαναστατική επιλογή, η αίσθηση της ιστορικότητας του κομμουνιστικού κινήματος.