Αιμιλία Τσαγκαράτου, αναδομοσίευση από τον Σελιδοδείκτη
Τα καλοκαίρια μας κάποτε μυρίζανε αλλιώς. Το κομμένο καρπούζι στην αυλή, η κακαβιά στην κατσαρόλα μετά την ψαριά του πατέρα, τα κυπαρίσσια έξω από το χωριό στις μεσημεριανές περιπλανήσεις όταν μάταια οι μεγάλοι προσπαθούσαν να μας βάλουν για ύπνο.
Στα καλοκαίρια μας κάποτε τα μάτια μας τσούζανε από τη θάλασσα και την άμμο στις ατέλειωτες βουτιές μας, αλλά και από την αϋπνία, τότε που μέναμε ξάγρυπνοι να βλέπουμε τα πεφταστέρια παρέα με τις μεγάλες αφηγήσεις για τη ζωή μας, ατομική και συλλογική.
Τα καλοκαίρια κάποτε που τύχαινε να μένουμε στην πόλη, τέτοιες μέρες με το ζόρι βρίσκαμε περίπτερο ανοιχτό για τσιγάρα ή φούρνο για ψωμί.
Τα καλοκαίρια μας κάποτε ήταν η εποχή της ανάπαυλας, η εποχή που όλα μάς φαίνονταν δυνατά, που κάναμε σχέδια για το μέλλον, κοντινό ή μακρινό, που με ξεκούραστο το μυαλό και το κορμί ο χειμώνας που θα ‘ρχόταν δεν φάνταζε τόσο παγωμένος.
Τούτο το καλοκαίρι, όμως, φέρνει άλλες μυρωδιές κι εικόνες. Το δέντρο που μυρίζει φέτος δεν είναι το πεύκο της παραλίας. Είναι το κομμένο δέντρο στην πλατεία, που πετάνε στην καρότσα τού απορριμματοφόρου κατ’ εντολή των συμφερόντων του gentrification -«ανάπλαση» το λένε. Μυρωδιά που ενώνεται με τη δυσωδία που βγαίνει από όλους τους πόρους ενός πολιτικού συστήματος – υπηρέτη των μεγάλων συμφερόντων.
Τούτο το καλοκαίρι τα μάτια δεν τσούζουν από την αλμύρα της θάλασσας, αλλά από τα χημικά στην πλατεία, που πέφτουν για να διαλύσουν «τον εχθρό λαό» της πόλης που διεκδικεί αυτό που του ανήκει. Και μετά θολώνουν από το δάκρυ που στέκεται εκεί στην άκρη από εικόνες που όσο κι αν τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο συχνές, δεν αντέχονται. Τους πρόσφυγες που πνίγονται έξω από τη Ρόδο και τη Χίο, την προσφυγοπούλα που πεθαίνει από το δάγκωμα του σκορπιού, την απεγνωσμένη έκκληση των αέναα εκτοπισμένων και κατατρεγμένων για βοήθεια και περίθαλψη. Τους πρόσφυγες του Ελαιώνα που μετά τον Δεκαπενταύγουστο, αφού οι αρχές του τόπου θα έχουν προσκυνήσει ευλαβικά για τη γιορτή της Παναγιάς, θα τους κόψουν το νερό για να εκβιάσουν την εκκένωση της δομής. Τους μετανάστες χωρίς ονοματεπώνυμο που παρασύρθηκαν από τρένο έξω από τη Δράμα, και που η αστυνομία στη «λιτή» της ανακοίνωση δηλώνει ότι ήταν «τρεις αλλοδαποί (μη νόμιμοι μετανάστες)». Η διευκρίνιση στην παρένθεση, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε ότι άλλες ζωές έχουν μεγαλύτερη αξία από κάποιες άλλες.
Τούτο το καλοκαίρι, η ζωή της πόλης συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, γιατί οι στατιστικές που λένε ότι όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι και εργαζόμενες μπορούν να κάνουν διακοπές, δεν είναι απλοί αριθμοί, αλλά τα βλέμματα κουρασμένων ανθρώπων που περπατούν στους δρόμους της βιαστικοί και αποκαμωμένοι, με μόνη προσμονή μια μικρή ίσως ολιγοήμερη ανάπαυλα.
Και κει που το κορμί φαίνεται ασήκωτο με τα πόδια καρφωμένα στο έδαφος, βλέπεις το χαμόγελο των κοριτσιών μέσα από την κλούβα με τη γροθιά υψωμένη. Και τότε σου έρχεται στη θύμηση μια άλλη μυρωδιά, αυτή του νυχτολούλουδου που άνθιζε στην αυλή σου στο νησί μόλις έπεφτε το σκοτάδι, προσπαθώντας να βρει χρώματα στο λιγοστό χώμα στη ρωγμή της λιθιάς. Γιατί λίγο χώμα θέλουμε, λίγο αέρα, μια αύρα καλοκαιρινή για να μπορέσουμε να θυμηθούμε τα λόγια που είπε κάποτε ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις που φέτος η Αντιγόνη του γέμισε την Επίδαυρο: «στην εποχή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πρόκληση: να εξετάσουμε και να επανεξετάσουμε τα πιο όμορφα (και πιο σπάνια σήμερα) χαρακτηριστικά του ανθρώπου -τον ενθουσιασμό και την πίστη ότι μια καλύτερη κοινωνική οργάνωση του παράλογου σύγχρονου κόσμου μας είναι εφικτή».