Μάκης Γεωργιάδης
Ο Εθνικός Διχασμός ήταν μια διαμάχη μεταξύ δύο πτερύγων της αστικής τάξης, των βασιλικών και των βενιζελικών, με σημαντικές διαφορές, που κατέληξε σε εμφύλια σύγκρουση και στην ουσιαστική κατοχή της χώρας από την Αντάντ. Ως αποτέλεσμα, ακολούθησε η συμμετοχή σε άδικους και καταστροφικούς για τον ελληνικό λαό πολέμους.
Η επίσημη ιστοριογραφία συνήθως εμφανίζει την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) σαν μια περίοδο οξύτατης πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, στην οποία ωστόσο αποδίδουν υπερβολικά σημαίνοντα ρόλο στη δράση των συγκεκριμένων υποκειμένων –προσώπων ή κομμάτων– όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α’ και οι αντίστοιχες πολιτικές τους παρατάξεις, οι οποίες πολλές φορές σχηματοποιούνται σε μια απλοϊκή αντίθεση μεταξύ «δημοκρατικών» και «μοναρχικών».
Ωστόσο, για την περίοδο αυτή, είναι κρίσιμο να φωτιστούν ορισμένες πλευρές από μια εντελώς διαφορετική οπτική. Τρία κρίσιμα ζητήματα αναδεικνύονται. Πρώτο: Η περίοδος του Εθνικού Διχασμού δεν είναι μια απλή αντιπαράθεση για την επιλογή του κατάλληλου στρατοπέδου, δηλαδή αυτού της Αντάντ ή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά αποτελεί έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο με ιδιαίτερες ακρότητες, καθώς άγγιζε και ζητήματα πολιτικής στρατηγικής της αστικής τάξης, η οποία θα έπρεπε να ενοποιηθεί σε μια επεκτατική και επιθετική βάση.
Δεύτερο: Σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω στάθηκε ο ενοποιητικός ρόλος της Μεγάλης Ιδέας. Τόσο οι βενιζελικοί όσο και οι μοναρχικοί δεν αντιπαρατέθηκαν γύρω από την ορθότητα ή μη της αλυτρωτικής πολιτικής. Την υιοθετούσαν και οι δύο στον πυρήνα της, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να αντιμάχονται για επιμέρους πτυχές της εκπλήρωσής της.
Τρίτο: Ο προηγούμενος παράγοντας πήρε διχαστικό χαρακτήρα και εκφράστηκε στα πρόσωπα των Ελ. Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄.
Τον Οκτώβριο του 1915 η χώρα έφτασε να κοπεί στα δύο. Ο Βενιζέλος, έχοντας κερδίσει τις εκλογές του Μαΐου με επίδικο τη συστράτευση με την Αντάντ, παραιτείται δύο φορές, μετά την άρνηση του βασιλιά να επικυρώσει την επιστράτευση στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης, με άμεσο στόχο τη συμμετοχή ελληνικού στρατού στη μάχη της Καλλίπολης. Το ζήτημα είναι πως η Ελλάδα υφίσταται ουσιαστικά την επέμβαση της Αντάντ, αρχικά από τη Στρατιά της Ανατολής, η οποία εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και επιδιώκει να ανοίξει το Μακεδονικό μέτωπο προς υποστήριξη των Σέρβων.
Η χώρα έχει διαιρεθεί σε δύο κράτη, με τις κυβερνήσεις Αθηνών και Θεσσαλονίκης να έχουν δικό τους στρατό
Η Αθήνα βομβαρδίζεται από τα γαλλικά πολεμικά πλοία, ενώ θα ακολουθήσει και επτάμηνος ναυτικός αποκλεισμός. Τα λιμάνια θα κλείσουν και η επισιτιστική και η γενικότερη κατάσταση στην «Παλιά Ελλάδα» θα γίνει δραματική. Ήδη από τον Ιούνιο του 1916 με το στρατιωτικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας, σχηματίζεται δεύτερη κυβέρνηση υπό τον Ελ. Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη. Στην πραγματικότητα, η χώρα έχει διαιρεθεί σε δύο κράτη και οι κυβερνήσεις Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντιμάχονται η μια την άλλη, έχοντας δικό τους στρατό. Στο μεσοδιάστημα θα σημειωθούν όχι μόνο διώξεις αλλά και ακρότητες (βομβαρδισμοί Αγγλογάλλων, Νοεμβριανά 1916 και άλλα), ενώ η χώρα θα βρεθεί ουσιαστικά υπό ξένη κηδεμονία και η Αντάντ θα διορίσει Ύπατο Αρμοστή για την Ελλάδα.
Στο τέλος αυτής της περιόδου, ο Βενιζέλος θα έχει καταφέρει να συγκροτήσει αξιόλογο στράτευμα, το οποίο θα αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της Στρατιάς της Ανατολής και θα ελέγχει τα νεοκτηθέντα εδάφη.
Η επιστροφή Βενιζέλου το φθινόπωρο του 1917 και η παράλληλη εκδίωξη του Κωνσταντίνου θα σημάνει την οριστική είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αντί της ευμενούς ουδετερότητας που συνέφερε τις κεντρικές αυτοκρατορίες και την οποία επιδίωκε ο Κωνσταντίνος Α΄. Ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος, απολύτως προσδεμένος στο άρμα του Λόιντ Τζορτζ, θα αναλάβει να φέρει εις πέρας τις τυχοδιωκτικές επιδιώξεις για τη δημιουργία της Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών και, ήδη από τον Μάιο του 1919, θα στείλει στρατό στη Σμύρνη και θα καθίσει στο πλευρό των νικητών στις περιβόητες διασκέψεις των Παρισίων και των Σεβρών. Παράλληλα, εμπιστευόμενος τις υποσχέσεις των Άγγλων για προσπορισμό εδαφών στη Μικρά Ασία, θα αποφασίσει την αποστολή εκστρατευτικού σώματος εναντίον της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας στην Ουκρανία, ήδη από τον Ιανουάριο του 1919.
Επιθετικότητα και μεγαλοϊδεατισμός και στις δύο πτέρυγες
Μύθος ο δημοκρατισμός των βενιζελικών
Το γεγονός ότι μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, τις οποίες κέρδισαν οι μοναρχικοί, η εκστρατεία συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ζέση και δεν τερματίστηκε, όπως υπόσχονταν το στρατόπεδο του βασιλιά, αποδεικνύει πόσο βαθιές ήταν οι ρίζες της Μεγάλης Ιδέας στον αστικό κόσμο. Η κυρίαρχη τάξη της χώρας είχε, σε εκείνη τη φάση, εμπεδώσει πως η στρατηγική της θα έπρεπε να είναι μια άνευ ορίων και όρων επέκταση, σε συνδυασμό με τη συντριβή της νεαρής τουρκικής αστικής τάξης προς όφελος του ελληνικού κεφαλαίου. Το γεγονός ότι και οι βενιζελικοί στήριξαν αναφανδόν την ένταση της μικρασιατικής εκστρατείας, βάζοντας προσωρινά στην άκρη τις κομματικές διαφορές, συνηγορεί στα προηγούμενα. Άλλωστε, ο Ελ. Βενιζέλος ποτέ δεν είχε δηλώσει αντίθετος με τον θεσμό της μοναρχίας. Όταν, μάλιστα, ψήφισε το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1911, μετά το κίνημα στο Γουδί, δεν κατάργησε τον θεσμό της βασιλείας, παρά αρκέστηκε σε έναν περιορισμό των αρμοδιοτήτων του βασιλιά.
Η προσωπική διένεξη του Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο δεν ενέχει σε απόλυτο βαθμό την αντιπαράθεση «δημοκρατικών» και «συντηρητικών» ή όπως αλλιώς, αν και περιέχει πλευρές μιας τέτοιας αντίθεσης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς πως όποτε το αστικό καθεστώς χρειάστηκε να επιβληθεί με τη βία και με απηνείς διωγμούς εναντίον των αντιπάλων του, ο Ελ. Βενιζέλος ήταν πάντοτε μπροστά και πάντοτε αρνητικός πρωταγωνιστής. Ακόμα και σε έναν εμφύλιο σπαραγμό, όπως αυτός της περιόδου του 1915-1917, το πρώτο θύμα από τα όπλα και των δυο πλευρών ήταν ο λαός και η εργατική τάξη και οι όποιες κατεκτημένες ελευθερίες τους, καθώς και οι χιλιάδες ζωές που θυσιάστηκαν στον βωμό της απληστίας της αστικής τάξης…