Παναγιώτης Μαυροειδής
Καταστροφή με βαθύ ιστορικό αποτύπωμα
Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, με απόφαση της «Διασυμμαχικής Διάσκεψης Ειρήνης» του Παρισιού και της ελληνικής κυβέρνησης, αποτελεί ορόσημο για τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και όχι μόνο. Το μέγεθος του επιθετικού τυχοδιωκτισμού ήταν ασύλληπτο: Η Ελλάδα των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων, όντας ήδη σε πόλεμο επί επτά χρόνια (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος), έστελνε μέσω γενικής επιστράτευσης 300.000 άντρες στις εσχατιές της Ανατολής, με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Ο ελληνοτουρκικός Πόλεμος που ακολούθησε και η συντριπτική τελική ήττα των ελληνικών δυνάμεων, δικαιολογημένα βιώθηκε ως μια καταστροφή ιστορικών διαστάσεων.
Οι οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες της ήττας της «Μεγάλης Ιδέας», της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», μετρήθηκαν με τη διπλή εθνοκάθαρση εκατομμυρίων ελληνο-χριστιανών και τουρκο-μουσουλμάνων, που εύηχα ονομάστηκε «ανταλλαγή πληθυσμών», τις οδύνες των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας, τη βασανιστική πορεία των προσφύγων σε όλη τη χώρα και τη βαριά αίσθηση της απόλυτης εθνικής ταπείνωσης.
Ο Νίκος Ψυρούκης, έγραφε σχετικά: «Στα χρόνια 1918-1922, στα χρόνια αυτής της μεγάλης δοκιμασίας, έδειξαν όλοι το πραγματικό τους πρόσωπο: Ξένες δυνάμεις, τάξεις, πολιτικά κόμματα και πολιτικοί, φανέρωσαν την πραγματική τους όψη».
Η Μικρασιατική Καταστροφή επαναδιαμόρφωσε τα πολιτικά ρεύματα, ενώ οδήγησε και στην αποκρυστάλλωση του εργατικού κομμουνιστικού διεθνιστικού ρεύματος. Στο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας) και άλλες σοσιαλιστικές ομάδες, τέθηκε η πρόκληση να αναμετρηθούν από την «ημέρα μηδέν» με πολιτικά ερωτήματα που μια δεκαετία νωρίτερα είχαν διαλύσει την ευρωπαϊκή μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία.
Με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ εξορμούν για το μοίρασμα της πολεμικής λείας σε Νοτιοανατολική Ευρώπη και Μέση Ανατολή παράλληλα με την προσπάθεια κατάπνιξης της Ρωσικής Επανάστασης. Η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά στο όνομα της «Μεγάλης Ιδέας» με μοναδική, τελικά, «παραφωνία» το νεαρό ΣΕΚΕ.
Μεγαλοϊδεατισμός και πολεμικός τυχοδιωκτισμός.
Στην αστική ιστοριογραφία, σε ό,τι αφορά τη μελέτη μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων, η προσοχή επικεντρώνεται στον ρόλο των ηγετών ή ευρύτερα στις πολιτικές επιλογές αυτών ή των άλλων υποκειμένων (κυβερνήσεων, κρατών, συνασπισμών κλπ). Αντίθετα, υποβαθμίζεται η σημασία του οικονομικο-κοινωνικού πλαισίου και οι επιδιώξεις των τάξεων και στρωμάτων, ενώ απουσιάζουν οι λαοί και η δράση τους.
Οι αντιπαραθέσεις περί της Μικρασιατικής εκστρατείας ή για φαινόμενα όπως ο Εθνικός Διχασμός, αντανακλούσαν βαθύτερες κοινωνικές εξελίξεις, ταξικά συμφέροντα και τάσεις και δεν μπορούν να αναχθούν αποκλειστικά και καθοριστικά στον ρόλο βενιζελικών και αντιβενιζελικών κομμάτων.
Αποτέλεσε άραγε η Μικρασιατική Εκστρατεία «απελευθερωτικό πόλεμο για τη λύτρωση των αδούλωτων αδερφών μας»;
Το 1957, ο υπουργός Εξωτερικών της τότε κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ευάγγελος Αβέρωφ, από το επίσημο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, απαντώντας στον Τούρκο συνάδελφό του που είχε χαρακτηρίσει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο 1919-1922 ως καταχτητικό πόλεμο από την πλευρά της Ελλάδας, δήλωνε:
«…Ο πόλεμος αυτός έγινε, διότι προσεκλήθημεν όπως συμμετάσχομεν εις αυτόν υπό της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αι οποίαι, δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών, εισέβαλαν εις την Μικράν Ασίαν και εκάλεσαν την Ελλάδα να καταλάβει την ακτήν, την οποίαν όντως κατέλαβαν… Πρέπει να αναγνωρίσομεν ότι η Τουρκία απήντησε με μίαν υπερηφάνειαν και μίαν γενναιότητα, η οποία της έδωσε την εθνικήν της ανεξαρτησίαν. Αλλά πρέπει να υπάρξει προσοχή προτού αναφερθεί αυτός ο πόλεμος, ως πόλεμος ελληνικής κατακτήσεως. Ήτο πόλεμος συμμαχικής κατακτήσεως, εις την οποίαν η Ελλάς εκλήθη να λάβει μέρος, αλλά βεβαίως δεν ήτο ελληνικός πόλεμος».
Για τα μισά από αυτά, ακόμη και διατυπωμένα πιο κομψά, ολόκληρη σχεδόν η ηγεσία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, του μοναδικού κόμματος που αντιτάχθηκε (με παλινωδίες, δυσκολίες και σοβαρές συνέπειες) στον πόλεμο, κινδύνευσε να εκτελεστεί τον Σεπτέμβριο του 1922.
Μετά το τέλος του Ά Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρχε ένα νέο πλαίσιο για τις νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εντός του οποίου εξορμούν από κοινού αλλά και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για το διαμοιρασμό λείας και πόρων στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και της Μέσης Ανατολής.
Παράλληλα, στο πολιτικό στερέωμα σημειώνονται αλλαγές με μεγάλη σημασία. Από τη μια, η νίκη της Ρωσικής Εργατικής Επανάστασης και από την άλλη το κύμα των αντιαποικιακών εξεγέρσεων στη διετία 1919-1920 από την Κίνα ως το Σουδάν και από την Περσία ως τον Ευφράτη. Την ίδια στιγμή, η προοπτική ανατροπής του Σουλτάνου, από το αστικό εθνικιστικό τουρκικό κίνημα υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, δημιουργούσε νέα δεδομένα για το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αγγλία και Γαλλία κινδύνευαν να χάσουν τις παραχωρήσεις που είχαν αποσπάσει από την Οθωμανική κυβέρνηση.
Ο έλεγχος των αντιαποικιακών εξεγέρσεων σε μια κατεύθυνση αντικατάστασης της αποικιοκρατίας με μια νέα μορφή σύνδεσης των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών με τις αναδυόμενες αστικές τάξεις και η αποτροπή της πιθανότητας για σύνδεση με το κύμα των εργατικών σοσιαλιστικών επαναστάσεων, αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες που πυροδότησαν πληθώρα γεγονότων.
Η αναδιανομή της λείας την επαύριον του πολέμου, η ανακοπή των αντι-αποικιακών εξεγέρσεων και συνακόλουθα ο έλεγχος του Κεμαλικού εθνικισμού, καθώς και η κατάπνιξη της ρωσικής εργατικής επανάστασης, «συναντήθηκαν» στην περίπτωση της Ελλάδας, «σπρώχνοντάς» στην εκστρατεία στην Ουκρανία και, στη συνέχεια, στην απόβαση στη Μικρά Ασία.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό ήταν ο πρώτος που είχε χαϊδέψει τα αυτιά του Βενιζέλου, υποσχόμενος την «παραχώρηση» της Μικράς Ασίας, αν ο ελληνικός στρατός εκστρατεύσει στην Ουκρανία κατά των μπολσεβίκων. Ακολούθησαν οι Βρετανοί, παρά το γεγονός ότι είχαν δώσει την ίδια υπόσχεση και στην Ιταλία.
Η ελληνική αστική τάξη μέσω των κυβερνήσεών της, τόσο στην εκδοχή του βενιζελισμού όσο και σε αυτήν του βασιλικού παλαιοκομματισμού, θεωρώντας ότι είναι «καβάλα στο άλογο» μιας θαυμαστής συγκυρίας, πήρε το ρίσκο ενός τεράστιου πολεμικού τυχοδιωκτισμού, θέλοντας να επεκτείνει τον χώρο της, δρώντας και ως χωροφύλακας των Μεγάλων αλλά και ως ενσαρκωτής της «Μεγάλης Ιδέας».
Αν και είναι αναμφισβήτητος ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην ενθάρρυνση της Μικρασιατικής εκστρατείας, ο δεύτερος σημαντικός παράγοντάς της ήταν η ανάδυση των αστικών τάξεων σε Ελλάδα και Τουρκία και η φιλοδοξία ανερχόμενων τμημάτων της αστικής τάξης της Ελλάδας για μια συντριπτική νίκη σε βάρος της δεύτερης.
Η ελληνική αστική τάξη πήρε το ρίσκο ενός τεράστιου πολεμικού τυχοδιωκτισμού, θέλοντας να επεκτείνει τον χώρο της, δρώντας και ως χωροφύλακας των Μεγάλων αλλά και ως ενσαρκωτής της «Μεγάλης Ιδέας».
Ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν σε μια Ελλάδα περίπου πέντε εκατομμυρίων, τη στιγμή που σε τρεις διαφορετικές ζώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι απλώς ζούσαν 2,5 περίπου εκατομμύρια ελληνικού πληθυσμού (ο ελληνικός πληθυσμός συνολικά στη Μικρά Ασία ήταν 2.522.151 σε συνολικό πληθυσμό 10.755.774 κατοίκων) αλλά, επιπλέον, η αστική τάξη σε αυτές τις ζώνες ήταν συντριπτικά ελληνική (και σε μικρότερο βαθμό αρμένικη και εβραϊκή) και με μεγάλους δεσμούς, οικονομικούς και άλλους, με το ελληνικό κράτος. Το παροικιακό ελληνικό κεφάλαιο είχε ακμάσει την περίοδο των πολεμικών επιχειρήσεων που προηγήθηκαν, όπως άλλωστε και η εμπορική ναυτιλία της χώρας. Το επενδυμένο κεφάλαιο στο εξωτερικό εκείνη την εποχή απέφερε ετήσιο εισόδημα ίσο περίπου με το ύψος των εγχώριων κερδών.
Η σφοδρή αντιπαράθεση με το στρατόπεδο των μοναρχικών/αντιβενιζελικών δεν αντανακλούσε μόνο υπαρκτές διαφορές και επιλογές συμμάχων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Αντάντ ή Γερμανία), αλλά κοινωνικές διεργασίες που δίχαζαν τον ίδιο τον αστικό κόσμο. Η αρχική αρνητική στάση των αντιβενιζελικών προσδιοριζόταν από το γεγονός ότι είχαν αναπτύξει μια εν γένει αντίδραση στην επεκτατική καπιταλιστική ανάπτυξη, υποστηρίζοντας τις επιδιώξεις ενός παραδοσιακού τμήματος της αστικής τάξης στην Ελλάδα, με άρνηση περιπετειών της μορφής μιας οικονομικής επέκτασης στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, που ενδεχομένως θα οδηγούσε και σε περιθωριοποίηση των δικών της συμφερόντων. Η «μικρή και έντιμη Ελλάς» που αποτελούσε και το σύνθημα αυτού του στρατοπέδου, δεν αποτελούσε άρνηση της «Μεγάλης Ιδέας». Αντανακλούσε ωστόσο το φόβο να αποδυναμωθούν και να συρρικνωθούν τα «παλιά τζάκια» σε μια νέα ευρεία αρένα οικονομικής και πολιτικής δραστηριότητας με την ανάδυση της μοντέρνας μεγάλης βιομηχανίας στην παλιά Ελλάδα, τη συμμετοχή ανώτερων, από πολλές απόψεις, ελληνικών αστικών στρωμάτων της Μικράς Ασίας αλλά και τον ενισχυμένο ρόλο των ευρωπαϊκών κεφαλαίων που θα έδιναν αναμφίβολα τον ρυθμό.
Από ιστορική άποψη, ο αντιβενιζελισμός ήταν σαφώς «φωνή από το παρελθόν», παρά την ηχηρότητά του. Αυτό επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την αδυναμία οποιασδήποτε τροποποίησης της πολιτικής Βενιζέλου μετά τη νίκη τους στις εκλογές του Νοεμβρίου και τη συνέχιση της τυχοδιωκτικής εκστρατείας, όταν οι πάντες γνώριζαν (ειδικά από την αρχή του 1921) ότι θα οδηγήσει στον όλεθρο.
«Πατρίδα» για τους αστούς είναι η κερδοφορία
Οι δύο αστικές πτέρυγες στον καταστροφικό πολεμικό τυχοδιωκτισμό
Από τον εθνικό διχασμό του 1914 ως το σύμφωνο Βενιζέλου-Ατατούρκ το 1930, η αστική τάξη στην Ελλάδα σήκωνε διαρκώς τη σημαία της «εθνικοφροσύνης» και της «πατρίδας». Εν τέλει ωστόσο καταδείχτηκε με τραγικό τρόπο πως η μόνη πατρίδα που έχει το κεφάλαιο είναι η διεκδίκηση ζωτικού χώρου οικονομικο-πολιτικής λειτουργίας με σκοπό την κερδοφόρο αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων, πατώντας ακόμη και επί πτωμάτων και «κολυμπώντας» σε «ποταμούς αίματος» σε καιρό πολέμου και «ιδρώτα» σε περίοδο ειρήνης.
Διαφορετικά τμήματα του αστικού κόσμου, χωριστά ή και από κοινού, δεν δίστασαν να προχωρήσουν στη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών, με δυο κυβερνήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η μια των βασιλικών και «παλιών τζακιών», η άλλη των δυτικότροπων νέων αστικών τζακιών του Βενιζελισμού, με τα γαλλικά κανόνια να βομβαρδίζουν την Αθήνα, να αποκλείουν όλα τα ελληνικά λιμάνια και τους Άγγλους να κατέχουν τη Μακεδονία.
Πήραν στη συνέχεια την ευθύνη του πολεμικού επιθετικού τυχοδιωκτισμού της εκστρατείας στην Τουρκία, με μπροστάρη τον Βενιζελισμό. Προχώρησαν στη συνέχιση της εκστρατείας από τους βασιλικούς που υπόσχονταν διακοπή του πολέμου πριν τις εκλογές του 1920 στις οποίες κατέβηκαν με σήμα την ελιά, δηλαδή την ειρήνη. Σημειωτέον ότι στις 29/5/21 (προφανής ο συσχετισμός με πτώση της Κωνσταντινούπολης και το στόχο της ανακατάληψης) σε σύσκεψη στη Σμύρνη, ο ίδιος ο βασιλιάς όριζε ως στόχο την κατάληψη της Άγκυρας, ενώ λίγο πριν καταστραφεί πλήρως ο ελληνικός στρατός, είχε διαμορφωθεί σχέδιο για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης!
Δεν δίστασαν στη συνέχεια, με μπροστάρη και πάλι τον Βενιζέλο να υπογράψουν το «Σύμφωνο Φιλίας» με τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1930, ξεπουλώντας μεταξύ των άλλων κάθε δικαίωμα των ξεριζωμένων προσφύγων, Ελλήνων και Τούρκων.
Η στάση του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ για τον πόλεμο
Το ΣΕΚΕ ήταν η μοναδική δύναμη που στάθηκε ενάντια στον πόλεμο. Η στάση αυτή δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε ομόθυμη ούτε χωρίς αντιφάσεις.
Στην Ελλάδα δεν προϋπήρχε σοσιαλδημοκρατικό μαρξιστικό ρεύμα αξιόλογης αναφοράς ούτε ανάλογη συζήτηση για τη στάση απέναντι στον πόλεμο. Τα πρώτα βήματα του σοσιαλιστικού κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, λάμβαναν χώρα σε αλληλεπίδραση με τη διαμόρφωση ενός ρευστού σκηνικού στη Βαλκανική, όπου κυριαρχούσε το ερώτημα για το εθνικό ζήτημα. Το ΣΕΚΕ έπρεπε να βρει το δικό του δρόμο σε συνθήκες όπου κινδύνευε να βρεθεί είτε στο στρατόπεδο του Μοναρχισμού στο όνομα της αντίθεσης στον πόλεμο είτε στο στρατόπεδο των Φιλελευθέρων στο όνομα του «δίκαιου των αγώνων της εθνικής ολοκλήρωσης». Συνέβησαν περιστασιακά και τα δύο.
Οι αρχικές τοποθετήσεις για τον πόλεμο, ήταν ασαφείς, κλίνοντας προς μια γενική καταδίκη του αλλά και στήριξη της «εθνικής άμυνας της πατρίδας» (αργότερα μετά το δεύτερο συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Απρίλιο του 1920, η θέση αυτή ανακλήθηκε). Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών (Ιούλιος-Αύγουστος 1920), που σηματοδότησε την έναρξη περαιτέρω επιθετικών πρωτοβουλιών του ελληνικού στρατού, το ΣΕΚΕ ανέπτυξε σαφή θέση και ενεργή δράση ενάντια στον πόλεμο, σε τρεις βασικούς άξονες. Πρώτον, διεξαγωγή γενικής πολιτικής αντιπολεμικής καμπάνιας. Δεύτερον, ειδική προσπάθεια ανάπτυξης εργατικών αγώνων στα «μετόπισθεν» με αιχμές τον πόλεμο και την ακρίβεια. Τρίτον, κλιμάκωση αντιπολεμικής δράσης μέσα στους στρατώνες στα πολεμικά μέτωπα της Μικράς Ασίας. Η αντιπολεμική τοποθέτηση κάθε άλλο παρά απομόνωσε το ΣΕΚΕ. Αντίθετα, αποτέλεσε τη γενέθλια πράξη μετάβασης από τον ριζοσπαστικό σοσιαλισμό στον εργατικό, διεθνιστικό κομμουνισμό με όρους σημαντικής μαζικότητας.