Βασίλης Τσιράκης
Η γυναικεία καταπίεση και οι κοινωνικές αγκυλώσεις βρίσκονται στον πυρήνα των ταινιών Μπαλάντα της Λευκής Αγελάδας των Μπεχτάς Σαναέχα και Μαριάμ Μογκαντάμ και της Βασίλισσας της Κυψέλης της Μπλέρτα Μπασόλι.
Με την πρώτη ματιά οι δύο ταινίες δεν έχουν κοινά στοιχεία πέρα από τη γυναικεία οπτική. Η πρώτη αναφέρεται σε μια εργάτρια που ζει στην Τεχεράνη και η δεύτερη σε μια αγρότισσα σε ένα απομονωμένο χωριό του Κοσσόβου. Όμως, παρά τη μεγάλη γεωγραφική και πολιτιστική απόσταση των δύο χωρών, οι δυο ταινίες φαίνεται να έχουν βγει από την ίδια μήτρα. Σεναριακά το πρώτο κοινό στοιχείο εντοπίζεται στο ότι και οι δύο ηρωίδες έχουν χάσει άδικα τους άνδρες τους. Ο άνδρας της Μίνας καταδικάζεται σε θάνατο για φόνο, αλλά μετά την εκτέλεσή του αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν αυτός ο δολοφόνος, ενώ ο άνδρας της Φάρι, δέκα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου στο Κόσσοβο, είναι ακόμα αγνοούμενος.
Και οι δύο γυναίκες είναι φτωχές, αλλά απέναντι στο πρόβλημα της επιβίωσης θα αρνηθούν την εύκολη λύση της υποταγής και θα επιλέξουν τον δρόμο της γυναικείας χειραφέτησης. Στην επιλογή τους αυτή, οι άλλες γυναίκες δεν συμφωνούν, αλλά θα τις στηρίζουν με τον τρόπο τους. Η γυναίκα του ιδιόκτητη του διαμερίσματος της Μίνα της προσφέρει φαγητό και της δίνει παράταση για το ενοίκιο, ενώ γυναίκες του χωριού βοηθούν τη Φάρι στην προσπάθειά της να στήσει μια οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής σάλτσας.
Αντίθετα, ο πεθερός και ο κουνιάδος της Μίνα την πιέζουν να μετακομίσει στο σπίτι τους και μετά την άρνησή της καταφεύγουν στα δικαστήρια για να πάρουν την επιμέλεια της κωφάλαλης κόρης της, ενώ ο καθηλωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι πεθερός της Φάρι διαφωνεί ακόμα και με την απόφασή της να πάρει δίπλωμα οδήγησης. Και οι δύο γυναίκες συμμετέχουν στα κοινά, η Μίνα απολύεται από το εργοστάσιο που εργάζεται γιατί πήρε μέρος στην απεργία, ενώ η Φάρι συμμετέχει στις διαδηλώσεις ενάντια στην αδιαφορία της κυβέρνησης του Κοσσόβου για τους αγνοούμενους του πολέμου.
Τις δυο ταινίες διαπερνά μια διάχυτη δόση μυστήριου: Ποιος είναι ο άνδρας που βοηθά χωρίς ιδιοτέλεια οικονομικά τη Μίνα και αν ο αγνοούμενος άνδρας της Φάρι έχει πραγματικά σκοτωθεί στον πόλεμο. Χωρίς εξάρσεις και ανατροπές, αλλά με ντοκιμαντερίστικη εντιμότητα μέσα από ένα γραμμικό σενάριο, και οι δύο ταινίες περιγράφουν με ειλικρίνεια και απλότητα τις κοινωνικές αγκυλώσεις και τη γυναικεία καταπίεση, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τόσο τη θανατική ποινή όσο και τον πόλεμο και αναδεικνύοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο τα μεγάλα ζητήματα της εκδίκησης και της συγχώρεσης.
Η σκηνοθεσία συντονισμένη με την απλότητα των σεναρίων αποφεύγει άσκοπες και περιττές επιτηδεύσεις, ακολουθώντας την κλασική αφηγηματική κινηματογραφική φόρμα. Τα πλάνα αλλάζουν αργά, όταν υπάρχει λόγος, και η κάμερα κινείται τόσο όσο το απαιτεί η δραματουργικότητα της σκηνής.
Υ.Γ. Οι θεατές ας αγνοήσουν το προπαγανδιστικό πολιτικό μήνυμα που δίνεται μετά το τέλος της ταινίας Η βασίλισσα της κυψέλης, με αφορμή το ότι αυτή βασίζεται σε πραγματική ιστορία.