Πέρα όμως από θρύλος, ο Θανάσης Κλάρας (το πραγματικό του όνομα) υπήρξε πρώτα από όλα άνθρωπος, ένας αγωνιστής πιστός στο κομμουνιστικό ιδεώδες, όπως αυτό εκφραζόταν στην εποχή του, ήδη από το Μεσοπόλεμο. Ο Θ. Κλάρας επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο και μαχητικότητα στα διάφορα κομματικά καθήκοντα που του ανατέθηκαν.
του Νίκου Τσικρική
Ο Θανάσης Κλάρας, ο μετέπειτα Άρης Βελουχιώτης, γεννήθηκε στη Λαμία στις 27 Αυγούστου του 1905. Η οικογένειά του, αρκετά εύπορη, ανήκε στην αστική τάξη. Ο πατέρας του Δημήτρης ήταν δικηγόρος, δημοκρατικών πεποιθήσεων. Φρόντισε να του δώσει καλή μόρφωση. Ο Θανάσης Κλάρας, πνεύμα ανήσυχο από την παιδική και εφηβική ηλικία φοίτησε, ως οικότροφος, στη Μέση Γεωργική Σχολή της Λάρισας, όπου προβληματίστηκε πρώτη φορά για κοινωνικά ζητήματα και αδικίες της εποχής. Το 1922, διορίστηκε ως γεωπόνος στη Γεωργική Υπηρεσία, υπηρετώντας στα Μπούκια Δράμας και στα Τρίκαλα, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τα προβλήματα των αγροτών, αλλά και των προσφύγων που μόλις είχαν εγκατασταθεί εκεί, γεγονός που ενίσχυσε τον προβληματισμό του γύρω από τις κοινωνικές ανισότητες.
Η πρώτη σύγκρουση με την αστική του καταγωγή μπορεί να εντοπιστεί όταν αφενός παραιτήθηκε από δημόσιος υπάλληλος (1923), καθώς διείδε την αντίθεση συμφερόντων της εξουσίας (μέσω των επιλογών των προϊσταμένων του, με τους οποίους ήρθε αρκετές φορές σε σύγκρουση) και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η δεύτερη και πιο ριζοσπαστική έλαβε χώρα όταν, αμέσως μετά, γυρνώντας στη Λαμία, αρνήθηκε την προσφορά του πατέρα του να αναλάβει οικογενειακά κτήματα πολλών στρεμμάτων στη Στυλίδα (ελαιοτριβείο, σαπωνοποιείο κ.ά.), καθώς όπως χαρακτηριστικά του είπε «Αν γίνω πλούσιος, δεν θα μπορώ να νιώθω την αθλιότητα του φτωχού».
Επρόκειτο όμως ακόμη για έναν όχι συνειδητοποιημένο πολιτικά και ενταγμένο κομματικά άνθρωπο. Η πρώτη απόφαση που σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή του (καθώς η δεύτερη είναι το ανέβασμά του στο βουνό το 1942 για την οργάνωση αντάρτικου) είναι αυτή που τον οδήγησε στην Αθήνα για να δουλέψει. Στην πρωτεύουσα, με την ενθάρρυνση του λίγο μεγαλύτερου, ηλικιακά, συμπατριώτη του και στενού του φίλου μέχρι το τέλος της ζωής του, Τάκη Φίτσου, γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων, όπως τη «φιλολογική παρέα» της Κλαυθμώνος (Κώστας Βάρναλης, Δημοσθένης Βουτυράς κ.ά.) και το κυριότερο: εντάχθηκε αρχικά στο ΣΕΚΕ και το 1924 στο ΚΚΕ και πιο συγκεκριμένα στη νεολαία του (ΟΚΝΕ). Το βάπτισμά του στη μαχητική κομματική δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η οργάνωση ομάδων περιφρούρησης κατά τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1924, όπου απελευθέρωναν διαδηλωτές που έπεφταν στα χέρια της χωροφυλακής. Ακολούθησε το 1925 – εν μέσω της δικτατορίας του Πάγκαλου – η στρατιωτική του θητεία, κατά την οποία, παρότι δεκανέας πυροβολικού, στάλθηκε ως «επικίνδυνος» κομμουνιστής στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου, όπου πέρασε τα πρώτα βασανιστήρια της ζωής του.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο και μαχητικότητα στα διάφορα κομματικά καθήκοντα που του ανατέθηκαν, γεγονός που αποτυπώνεται στο ότι βρέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από τις αρχές, δημιουργώντας έναν πλούσιο φάκελο στην Ασφάλεια, που τον χρησιμοποίησαν στο μέλλον πολλάκις οι κάθε χώρου αντίπαλοί του, τόσο εν ζωή όσο και – κυρίως – μετά θάνατο (διαστρεβλώνοντας την πολιτική δράση του με το να χαρακτηρίζουν τα αδικήματά του ποινικά, προκειμένου να σπιλώσουν τη μνήμη του και να τον απομυθοποιήσουν). Στο πλαίσιο της κομματικής του δράσης υπέστη πολλές διώξεις (φυλακίσεις, εξορία στη Γαύδο το 1933 μαζί με τον Ανδρέα Τζήμα, που θα τον ξανασυναντούσε στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ το 1943). Λόγω της εμπιστοσύνης που απολάμβανε από το κόμμα και της έντονης προσωπικότητάς του, επιλέχθηκε σε ιδιαίτερα εμπιστευτικές και επικίνδυνες αποστολές, όπως η απόδραση του τότε ηγέτη της ΟΚΝΕ, Ζαχαριάδη από τις φυλακές της «Παλιάς Στρατώνας» το 1929, όπου ήταν προφυλακισμένος κατηγορούμενος για το φόνο του αρχειομαρξιστή Γεωργοπαπαδάτου. Συμμετείχε και σε πολλές άλλες αποδράσεις, είτε ήταν κι ο ίδιος κρατούμενος (όπως στις φυλακές Συγγρού το 1931) είτε όχι (όπως στις φυλακές Αίγινας το 1934).
Τα χρόνια αυτά δούλευε στο Σοσιαλιστικό Βιβλιοπωλείο και ως συντάκτης του Ριζοσπάστη, ενώ διάβαζε μαρξιστικά και άλλα προοδευτικά για την εποχή βιβλία, που ενίσχυσαν την κομμουνιστική του συνειδητοποίηση. Ο ζήλος του στα κομματικά καθήκοντα έφθασε στο αποκορύφωμά του το 1928, οπότε είχε αρρωστήσει με δάγκειο πυρετό, που είχε πλήξει τεράστιο ποσοστό του αθηναϊκού πληθυσμού, και συνέχισε να δουλεύει στο βιβλιοπωλείο. Το κομματικό του προσωνύμιο ήταν «Μιζέριας». Το επέλεξε ο ίδιος, καθώς τον απασχολούσε ιδιαίτερα το κοινωνικό ζήτημα της αθλιότητας στην οποία ζούσαν τα μεσοπολεμικά λαϊκά στρώματα και μιλούσε πολύ συχνά για αυτό, μέχρι που κάποιος εργάτης τον αποκάλεσε «μιζέρια» και από τότε το κράτησε επίσημα για την κομματική του δραστηριότητα.
Κατά τη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Δραπέτευσε αρχικά από τις φυλακές Αίγινας. Κατόπιν όμως συνελήφθη πάλι και το 1939 οδηγήθηκε στις φυλακές Κέρκυρας, όπου τον Ιούλιο υπέγραψε «δήλωση μετανοίας». Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή δεν είναι σίγουροι (πιθανολογείται πως θεώρησε ότι ελεύθερος θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στο κόμμα και το κίνημα ή ότι υπέγραψε κατόπιν εντολής του Ζαχαριάδη, που φυλασσόταν και αυτός εκεί). Το σίγουρο όμως είναι ότι, καθώς το ΚΚΕ δεν επέτρεπε σε κανένα μέλος του να υπογράψει δήλωση, η τελευταία τον στιγμάτισε στην υπόλοιπη ζωή του, καθώς αξιοποιήθηκε από εσωκομματικούς του «εχθρούς» αργότερα. Έπειτα επιχείρησε να ξεσκεπάσει τους προδοτικούς μηχανισμούς του ΚΚΕ, που είχε στήσει το καθεστώς Μεταξά. Στον ελληνοϊταλικό Πόλεμο συμμετείχε και διακρίθηκε στο πεδίο της μάχης. Στην αρχή της Κατοχής ήρθε σε επαφή με έμπιστους συντρόφους του και πίεζε την εαμική ηγεσία να σταλεί στην επαρχία για να δει τις δυνατότητες ανάπτυξης αντάρτικου.
Την άνοιξη του 1942, η ώρα της ένοπλης δράσης αλλά και της δόξας του Θανάση Κλάρα είχε φθάσει. Ήταν η ώρα που «γεννήθηκε» ο Άρης Βελουχιώτης μέσα από την Αντίσταση και ο θρύλος που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα.