Αιμιλία Καραλή,
Φάκελος: 50 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη
‘Οταν ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε (ή το τίμησε;) με το βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας το 1963, στην ομιλία του αναφέρθηκε σε εκείνα τα στοιχεία που διαπέρασαν την ποίησή του. Το πρώτο είναι ο τόπος του: «Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου». Το δεύτερο είναι η παράδοση αυτού του τόπου με τη γλώσσα του να μιλιέται χωρίς χάσμα, με «τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό», την αγάπη της για την ανθρωπιά και κανόνα της τη δικαιοσύνη. Στάθηκε ιδιαίτερα στη συνείδηση της δικαιοσύνης που διαποτίζει την «ελληνική συνείδηση» που μνημόνευσε τα λόγια του αγράμματου δασκάλου του, του Μακρυγιάννη: «[…] θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε […]».
Η ιδιαίτερη αίσθηση του δικαίου και της ελληνικής παράδοσης διαπέρασε όλο το έργο του Σεφέρη: τα ποιήματα, το κριτικό του έργο, τα δοκίμια, τα πεζά του, τις καταγραφές στα ημερολόγιά του. Ένας από τους πιο μορφωμένους Έλληνες, που αξιοποίησε στο έργο του σημαντικές στιγμές της ελληνικής και της διεθνούς λογοτεχνίας, «διχάστηκε», μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στο έργο του και στο επάγγελμά του, αν και το δεύτερο τροφοδοτούσε συνεχώς το πρώτο.
Διπλωματικός υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών, από το 1927 έως το 1964, που έφτασε στον βαθμό του πρέσβη, έζησε και κατέγραψε σημαντικές στιγμές της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Είναι πολύ ενδιαφέρον το να μελετήσει κάποιος τις ημερολογιακές του καταγραφές, ιδίως τις πολιτικές. Ο βενιζελικός συντηρητισμός του, με το βλέμμα του μελαγχολικού μεγαλοαστού, σφραγίζεται σταδιακά από την ιστορική εμπειρία. Μετατοπίζεται σταδιακά σε μια πολιτική πιο φιλελεύθερη –με την κλασσική έννοια του 20ου αιώνα– και κριτική.
Οι διεργασίες που οδήγησαν στον Εμφύλιο, αλλά κυρίως η εμπλοκή του στις διεθνείς συμφωνίες για την Κύπρο, τον οδήγησαν σε έναν οξύ σχολιασμό θεσμών, δομών και προσώπων. Εστιάζει σε πρόσωπα και ρόλους της εξουσίας —πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής. Είναι οι «ψυχές οι μαραγκιασμένες από τις δημόσιες αμαρτίες /καθένας κι ένα αξίωμα, σαν το πουλί μες στο κλουβί του» που καθεμιά τους «περιμένει τη στιγμή της πλερωμής», γεμάτες «από δόλο και απάτη» ή και «ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων». Είναι αυτοί που «κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί» μπροστά στις θηριωδίες. Είναι εκείνοι που του φέρνουν συχνά στο μυαλό «το κρατίδιο της Κομμαγηνής / που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι», καθώς προοιωνίζεται το μέλλον της Ελλάδας μετά το 1944.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τον θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Η πιο τολμηρή πολιτική πράξη του Σεφέρη ήταν η δημόσια δήλωσή του εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών στο BBC το 1969
Πιθανόν γι’ αυτό δεν θέλησε να γίνει ποτέ μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε και μάλλον γι’ αυτό και οι φαινομενικά πολιτικοί του εταίροι και ο Τύπος που βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους χολώθηκαν, όταν πήρε το Νομπέλ. Η πιο τολμηρή πάντως πολιτική πράξη του Σεφέρη ήταν η δημόσια δήλωσή του στο BBC το 1969 εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών.Μια δήλωση που του στοίχισε το διπλωματικό του διαβατήριο και ένα κύμα συκοφαντιών και ύβρεων από κρατικά και φιλοχουντικά Μέσα Ενημέρωσης. Κάτι που δεν τον εμπόδισε όμως το 1971, στο τελευταίο ποίημά του, να γράψει για τον Παμφύλιο Αρδιαίο, τον «πανάθλιο τύραννο» που «πλέρωνε τα κρίματά του στον κάτω κόσμο», αφού «τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν/τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν/απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους/και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Ο Σεφέρης, πάντως, βλέπει την πολιτική ως πεδίο αντιμαχιών και συμμαχιών και σπανίως ως πεδίο δράσης των πολιτών, ως θεμελιώδες υπαρξιακό στοιχείο των ανθρώπων. Ίσως γι’ αυτό και ο «λαός» στα κείμενά του εμφανίζεται κυρίως ως θυμόσοφος, σοφός παραμυθάς, καίριος και σημαντικός κριτής των «πραγμάτων». Γίνεται κι αυτός συχνά ένα μέρος του «ένας γέροντας στην ακροποταμιά» για να μιλήσει για το «παρθένο δάσος των σκοτωμένων φίλων» που είναι το μυαλό του, για να γίνει «μαντατοφόρος» που έρχεται να πει «πως τόσος πόνος τόση ζωή/ πήγαν στην άβυσσο/για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». Πάντως οι όποιοι «ήρωες» εμφανίζονται στην ποίησή του προέρχονται πάντα «από τα κάτω», όπως ο Μιχάλης του «Τελευταίου σταθμού» που «έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο», «που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,/ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· “Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…” /Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά».
Βέβαια, εκείνη την περίοδο υπήρχαν και «ήρωες» που προχωρούσαν στα φωτεινά, στα λαμπερά βουνά, αλλά υπήρξαν άλλοι ποιητές, πιο «αρμόδιοι» να μιλήσουν γι’ αυτούς. Όμως ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τον λαό και τα έργα του είναι και η δύναμη του σεφερικού λόγου. Διαβάζοντας κάποιος τα κείμενά του, ακόμη κι ένας «μη επαρκής αναγνώστης» –που ήταν το ιδανικό του ζητούμενο– δεν μπορεί να μην γοητευτεί από τον ρυθμό του λόγου του, τις συχνές παρηχήσεις και συνηχήσεις του που θυμίζουν τον παλμό της ανθρώπινης καρδιάς, την προσωδία των τραγικών ποιητών και του Ομήρου ή του τόνους του δημοτικού τραγουδιού και της αναγεννησιακής κρητικής λογοτεχνίας. Εξάλλου, τα προηγούμενα ήταν και οι δάσκαλοί του. Ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Πίνδαρος, ο Κορνάρος, ο Χορτάτσης αποτελούν συχνές αναφορές του, για να αναφερθεί στην «μοίρα», στην περιπέτεια, στο ταξίδι, στη θάλασσα, στην Ύβρι, στις Ερινύες και στη Νέμεση, «στου καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχουν», σαν θεμελιώδη στοιχεία της «ανθρώπινης κατάστασης».
Τα ιστορικά και μυθικά σύμβολα που αξιοποιεί στηρίζουν μια ιδιαίτερη συναισθηματική στάση για την εποχή στην οποία ζει και δημιουργεί. Γιατί όπως γράφει και στον Τελευταίο Σταθμό:
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος
Αυτός ο μνησιπήμων πόνος (από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου), ο καημός της συμφοράς, είναι που σχεδόν στοιχειώνει το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Σεφέρη. Είναι ο πόνος που μπορεί να τον καταβάλλει αλλά τον κάνει και να αγωνίζεται όπως εκείνες τις Γάτες του Άι-Νικόλα (1969) που μπορεί να σκότωσαν τα φίδια του τόπου δεν άντεξαν όμως από το δηλητήριό τους:
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
Παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
Το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι.