Μπάμπης Συριόπουλος
Αφιέρωμα 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα
Η επανάσταση του 1871, στη συγκυρία που έγινε, είχε αναπόφευκτα πατριωτικά δημοκρατικά στοιχεία, καθώς και αίσθηση υπεροχής των Παριζιάνων. Τελικά, όμως, ο προλεταριακός της χαρακτήρας τα συγχώνευσε όλα, όχι χωρίς αντιφάσεις, κάτω από τη σημαία του σοσιαλισμού.
Τι ήταν τελικά η Κομμούνα;
Τα ερωτήματα στα οποία κλήθηκαν να απαντήσουν οι επαναστάτες της Παρισινής Κομμούνας του 1871 δεν είχαν αυτονόητες απαντήσεις, προκάλεσαν διαφωνίες, συνέχισαν να διχάζουν και στις μετέπειτα ερμηνείες, διχάζουν με νέους πάντα τρόπους και σήμερα.
Η Ξένια Μαρίνου στο βιβλίο της Αναζητώντας οδοφράγματα –για την Κομμούνα και την απήχησή της στην Ελλάδα της εποχής– συνοψίζει τα ερωτήματα: «Τελικά η Κομμούνα αναζητά τη νομιμότητα ή την ολοκλήρωση της επανάστασης; Επιθυμεί τη δημοτική αυτονομία ή την επαναστατική δικτατορία; Τρόπος λειτουργίας της θα είναι η επιβολή ή η ελεύθερη βούληση; Πρόκειται για σοσιαλισμό ή για απλή επιστροφή στον ιακωβινισμό; Κυρίως, όμως, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη στρατιωτική της συγκρότηση ή στα ζητήματα της νέας πολιτείας;».
Ας δούμε το υπόβαθρο της επανάστασης: Ο πρώτος παράγοντας ήταν το εργατικό κίνημα με συνδικαλιστικές οργανώσεις, μαζικές απεργίες (από το 1866 και μετά), με δημόσιες συνελεύσεις και λέσχες (από τον Ιούνη του 1868), σοσιαλιστικά, επαναστατικά ρεύματα και τη Διεθνή από το 1864. Ο δεύτερος ήταν ο γαλλοπρωσικός πόλεμος, με υπαιτιότητα του αυτοκράτορα Λουδοβίκου Βοναπάρτη, που κατέληξε σε συντριβή του γαλλικού στρατού, στην ανατροπή της 2ης Αυτοκρατορίας (Σεπτέμβριος 1870) και σε επονείδιστη συνθηκολόγηση και μερική παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους. Ο τρίτος παράγοντας ήταν το ίδιο το Παρίσι. Η περήφανη πρωτεύουσα πολιορκούνταν από τους Πρώσους από τις 18 Σεπτεμβρίου, αντιστεκόταν ηρωικά μόνη της, αλλά η νέα κυβέρνηση επέδειξε κραυγαλέα ανικανότητα στην οργάνωση της άμυνας ενώ ο πολιορκούμενος στρατός (εθνοφύλακες και επίστρατοι) ήταν περισσότεροι από τους πολιορκητές.
Το εθνικό ζήτημα, ο γαλλικός πατριωτισμός στην επανάσταση του 1871 είχε κεντρικό ρόλο. Ο ίδιος ο στρατός της επανάστασης, η παρισινή Εθνοφυλακή, είχε συγκροτηθεί από την Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης για την άμυνα του Παρισιού. Ο πόλεμος είχε προκληθεί από τον Βοναπάρτη με επιθετικό χαρακτήρα από την πλευρά της Γαλλίας. Η Διεθνής είχε καταδικάσει τον πόλεμο και την Αυτοκρατορία ενώ το παρισινό τμήμα της διοργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα παρά και ενάντια στον εθνικιστικό πυρετό που είχε κυριεύσει τη χώρα δεχόμενη μάλιστα και κατηγορίες για προδοσία. Από την άλλη ο Αύγουστος Μπλανκί επιστρέφοντας στο Παρίσι στις 12 Αυγούστου ονομάζει την εφημερίδα που εκδίδει Η Πατρίς εν Κινδύνω (La Patrie en Danger) από τη διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης του 1792.
Ο Λένιν έγραψε το Μάρτιο του 1908: «Η ιδέα του πατριωτισμού είχε τις ρίζες της στη Μεγάλη Επανάσταση του 18ου αιώνα, κι αυτή η ιδέα κυριαρχούσε στο μυαλό των σοσιαλιστών της Κομμούνας, ενώ ο Μπλανκί λόγου χάρη, αναμφισβήτητος επαναστάτης και φλογερός οπαδός του σοσιαλισμού, δεν βρήκε για την εφημερίδα του καταλληλότερο τίτλο απ’ αυτήν την αστική κραυγή: Η Πατρίς εν κινδύνω»! Ο αντιφατικός αυτός επαναστατικός πατριωτισμός των Κομμουνάρων είχε επιπτώσεις στην αποφασιστικότητα με την οποία διεξήγαγε τον εκ των πραγμάτων εμφύλιο πόλεμο τη στιγμή που η αστική τάξη σχεδίαζε ανενδοίαστα τον εμφύλιο από τη δική της πλευρά πριν ακόμα ξεσπάσει η επανάσταση, συμμαχώντας τελικά με τον «εθνικό εχθρό» για τη συντριβή της.
Η Κομμούνα με τις αποφάσεις της κήρυσσε την Παγκόσμια Δημοκρατία και δέχτηκε στους κόλπους της αγωνιστές από άλλες χώρες και μάλιστα σε ηγετικές θέσεις, όπως ο Πολωνός Γιαροσλάβ Ντομπρόβσκι, ενώ γκρέμισε στις 16 Μάη τη στήλη της πλατείας Βαντόμ, μνημείο της πολεμικής δόξας του Ναπολέοντα. Ωστόσο δεν βγήκε καμία διακήρυξη υποστήριξης για την, ταυτόχρονη με την Κομμούνα, εξέγερση στην Καβυλία της γαλλοκρατούμενης Αλγερίας. Ο διεθνισμός που θα περιλάμβανε και την κατάργηση της αποικιοκρατίας έπρεπε να περιμένει την 3η Διεθνή.
Η Κομμούνα εξέφραζε την, αντιφατική συχνά, συγχώνευση του εργατικού σοσιαλιστικού ρεύματος με τον ιακωβινικό δημοκρατισμό, τον προερχόμενο από το 1793, και αυτό ήταν λογικό, καθώς η αστική τάξη είχε προ πολλού εγκαταλείψει τις επαναστατικές επαγγελίες του 18ου αιώνα, οπότε αυτές έπρεπε να υλοποιηθούν από μια νέα επανάσταση που δεν μπορούσε παρά να είναι σοσιαλιστική πλέον. Αυτή η πραγματικότητα γινόταν ενστικτωδώς κατανοητή από τους νεογιακωβίνους όπως ο Σαρλ Ντελεκλύζ (σκοτώθηκε στα οδοφράγματα της Κομμούνας) που με την εφημερίδα του το Ξύπνημα (le Reveil) υποστήριζε τη Διεθνή.
Παράλληλα με τα γενικά πανεθνικά πολιτικά ρεύματα υπήρχε και η ειδική πλευρά των κατοίκων της πρωτεύουσας της Γαλλίας, μιας πόλης που είχε ανατρέψει τρεις μοναρχίες και μια αυτοκρατορία. Στις γενικές εκλογές στις 8 Φεβρουαρίου το Παρίσι εξέλεξε μια μεγάλη πλειοψηφία από δημοκράτες βουλευτές κατά της συνθηκολόγησης, αλλά λίγους επαναστάτες (π.χ. ο Μπλανκί δεν εξελέγη). Στις 10 Μαρτίου η νέα Εθνοσυνέλευση ορίζει για έδρα της τις Βερσαλλίες κηρύσσοντας στην ουσία εχθρό το Παρίσι. Ο Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, κομμουνάρος ο ίδιος, έγραψε στην Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871: «Αυτό που στάθηκε αδύνατον να πετύχουν οι κίνδυνοι της πολιορκίας –την ένωση της μικροαστικής τάξης με το προλεταριάτο– το πέτυχε η Εθνοσυνέλευση». Λίγες μέρες μετά, οι εκλογές στην Εθνοφυλακή δίνουν μια Κεντρική Επιτροπή με επαναστατική σοσιαλιστική πλειοψηφία που γίνεται το όργανο της επανάστασης της 18ης Μαρτίου. Ωστόσο στην περηφάνια υπήρχε και έπαρση καθώς υπήρχε και η σκέψη για αυτονομία του Παρισιού, μια παράλογη ιδέα για «τους έτοιμους να πεθάνουν για την καθολική Δημοκρατία ανθρώπους να πιστέψουν ότι μπορούσαν να μαντρώσουν τη Δημοκρατία μέσα στο Παρίσι» (ο.π.).
Η Παρισινή Κομμούνα ήταν σοσιαλιστική και εργατική παρότι χωρίς τους μικροαστούς δεν θα είχε γίνει, έτεινε να είναι διεθνιστική παρότι είχε σημαία την εθνική άμυνα
Η Παρισινή Κομμούνα ήταν σοσιαλιστική παρότι δεν ήταν σοσιαλιστές όλοι οι συμμετέχοντες, ήταν εργατική παρότι χωρίς τους μικροαστούς δεν θα είχε γίνει, έτεινε να είναι διεθνιστική παρότι είχε σημαία της την εθνική άμυνα. Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις δεν είναι ποτέ «καθαρές». Η Κ.Ε. της Εθνοφρουράς διακήρυξε στις 21 Μάρτη, τρεις μέρες μετά την εξέγερση: «Αντιμέτωπο με μια διαρκή απειλή κατά της ελευθερίας του […] το προλεταριάτο έχει συνειδητοποιήσει ότι αποτελεί καθήκον και δικαίωμά του να πάρει την τύχη του στα ίδια του τα χέρια και να εξασφαλίσει την επιτυχία του, καταλαμβάνοντας την εξουσία».