του Παναγιώτη Παναγόπουλου
(Στήλη «σινεμαχίες» του ένθετου περιοδικού «Κ» της «Καθημερινής της Κυριακής»)
Ποια είναι άραγε η θέση του κινηματογράφου του δημιουργού: Οι αίθουσες ή οι ταινιοθήκες; Ο Θ. Αγγελόπουλος με το ιδιαίτερο ιδίωμα του, έχει ήδη κατακτήσει μια θέση στις δεύτερες και την εκτίμηση αρκετών θεατών στις πρώτες. Η θέση της τελευταίας του όμως ταινίας είναι μάλλον σε κάποια πινακοθήκη.
Από το πρώτο μέρος της ακραία φιλοδοξης τριλογίας του, το μόνο που μένει είναι κάδρα – μερικά εξαιρετικής ομορφιάς – αλλά στο συνολό τους ψυχρά, χωρίς ίχνος συναισθήματος, χωρίς να αφήνουν ένα πέρασμα στον θεατή ώστε να εμπλακεί συναισθηματικά.
Η αποστασιοποίηση δεν είναι κάτι νέο στις ταινίες του Αγγελόπουλου, είναι ο κανόνας. Οι άνθρωποι δεν έπαιζαν ποτέ τον πρώτο ρόλο στο σινεμά του. Κυρίαρχα ήταν πάντα τα σύμβολα και η σχέση τους με την Ιστορία. Το πρόβλημα με το «Λιβάδι που δακρύζει» είναι ότι φιλοδοξεί να εμπλέξει τον θεατή στο συναίσθημα γι’ αυτό αποτυγχάνει. Χρησιμοποιεί το μοτίβο μιας ερωτικής ιστορίας, χωρίς κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ερωτευμένων. Χωρίς να γίνεται εμφανές το πάθος (αυτό οφείλεται και στις αδύναμες παρουσίες της Αλεξάνδρας Αιδίνη και του Νίκου Πουρσανίδη).
Όσο για την σχέση των ηρώων με την ιστορία είναι θολή. Οι χαρακτήρες υφίστανται τις συνέπειες των ιστορικών γεγονότων (προσφυγιά, φυλάκιση, διωγμό, θάνατο), αλλά τα ίδια τα γεγονότα (από τον ερχομό των προσφύγων το 1919, μέχρι το τέλος του εμφύλιου το 1949) ουσιαστικά απουσιάζουν από την ταινία. Κάνουν έτσι προβληματική όχι απλώς την ανάγνωση των συμβόλων της ταινίας, αλλά και την αφηγηματική της διαδρομή.
Το αναμφισβήτητα ισχυρό όπλο σημείο του «αγγελοπουλικού σινεμά είναι η κατασκευή εικόνων. Και υπάρχουν πολλές στιγμές που θαυμάζεις την ισορροπία της σύνθεσης. Χωρίς όμως σαφές περιεχόμενο να την υποστηρίζει, η εικόνα μένει απλή κατασκευή. Ο Αγγελόπουλος επιστρέφει στις προηγούμενες ταινίες του και συλλέγει στοιχεία από αυτές. Όσοι τον έχουν παρακολουθήσει συστηματικά, θα δουν απ’ ευθείας αναφορές στις «Μέρες του 36», στους Κυνηγούς, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», στον Θίασο, στον «Μεγαλέξανδρο». Τι τις συνδέει όμως πέρα από μια γενική ιδέα για την τραγική μοίρα το ελληνισμού. Το αποτέλεσμα καταλήγει σε μια αυτάρεσκη σύνθεση πλάνων, που στέκεται αμήχανα απέναντι στον εαυτό της και αποξενώνει τον θεατή.