Κίμων Ρηγόπουλος,
Ας μιλήσουμε ανοιχτά και ξάστερα. Οι ψίθυροι που δεν έχουν το θάρρος να αρθούν σε λόγο και η υστεροβουλία μιας πολιτικής δημοφιλίας δεν έχουν θέση σε έναν αγωνιακό διάλογο, που αναζητεί τη ρωμαλέα έξοδο από τα εντός και επί τα αυτά και επιδιώκει από τα σπαράγματα να συνθέσει τον ύμνο της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Εικόνα: Στα κάγκελα του Πολυτεχνείου έχει αναρτηθεί πανό εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής για την παιδεία με την υπογραφή: Φοιτητά
Είδηση: Η Japan Airlines κατάργησε στις προσφωνήσεις των πελατών της το: «κυρίες και κύριοι» και χρησιμοποιεί ουδέτερους χαιρετισμούς.
Είναι γεγονός ότι ορισμένα άτομα προσδιορίζονται με περισσότερα από ένα φύλο ή χωρίς κανένα φύλο. Γνωρίζουμε και είμαστε φυσικά πολέμιοι της παθολογικοποίησης της ΛΟΑΤΚΙ εμπειρίας. Και αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει για τους ομοφυλόφιλους συνανθρώπους μας να θεωρείται ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους ασθένεια μέχρι το 1992, οπότε και αφαιρέθηκε από την Διεθνή Ταξινόμηση Ασθενειών. Κατανοούμε απολύτως ότι «οι λέξεις έχουν τη σημασία τους διότι προλαβαίνουν τις έμμεσες διακρίσεις».
Όμως, και αν υποθέσουμε ότι το φύλο είναι κατασκευή, γιατί δεν είναι κατασκευή και το «φοιτητά»; Απαντάμε στην υποτιθέμενη κατασκευή με μια νεόδμητη κατασκευή η οποία υπαγορεύεται από την πολιτική ορθότητα; Γινόμαστε οι λουδήτες των λέξεων που παπαγαλίζουμε χωρίς να μας αγγίζει το περιεχόμενό τους; Όσο γιγαντώνεται η καπιταλιστική βαρβαρότητα και εμπεδώνεται ως μοναδικός κανόνας συνύπαρξης, τόσο «εκλεπτύνονται» ή κατασκευάζονται εργαστηριακά οι λέξεις. Αν διασκευάσουμε το τραγούδι του Σαββόπουλου: «η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που έχει κάτι απ’ τις φωτιές, στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους φοιτητές» σε σύντροφα οικοδόμα, φοιτητά, δεν καταργούμε το τραγούδι και δεν γελοιοποιούμε το ρέον αίσθημά του; Αν ο κυρίαρχος λόγος είναι μονολιθικά αρσενικός, αυτό θεραπεύεται με το να καταλήξουμε σε έναν λόγο αδιάκριτα ουδέτερο; Αν η συντριβή των στερεοτύπων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε νέα στερεότυπα, εμείς πρέπει να «ψηφίσουμε» ποια στερεότυπα επιλέγουμε;
Η εκτός τόπου, χρόνου και… ανθρώπων πολιτική ορθότητα καθηλώνει τον λόγο, τη σκέψη και την πράξη μας σε συντηρητικά αδιέξοδα. Λογοκριμένοι από ένα αόριστο «πρέπει» αναφομοίωτο –και πώς να αφομοιώσεις την αοριστία;– διακινδυνεύουμε τη λοβοτομή μας.
Αν ο κυρίαρχος λόγος είναι μονολιθικά αρσενικός, αυτό θεραπεύεται με
το να καταλήξουμε σε έναν λόγο αδιάκριτα ουδέτερο;
Η στρατευμένη υπαγωγή της γλώσσας σε μια νέα νόρμα, επιφυλάσσει πολλαπλά και συντριπτικά κατάγματά της. Η σχέση μας με τη γλώσσα δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια υποχόνδρια και εργαλειακή χρήση της. Η άτιμη η γλώσσα δεν εκβιάζεται ούτε και ωριμάζει βίαια σαν τα ορμονοθρεμμένα κηπευτικά.
Το κίνημα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δεν πρέπει να καταλήξει σε ένα αυτοαναφορικό και αδιέξοδο life style. Όταν το out γίνεται in, καραδοκεί ο μεγάλος αδελφός που θα το ενσωματώσει ευνουχισμένο από τα όποια ανατρεπτικά χαρακτηριστικά του. Όταν ένα κίνημα δεν «ανοίγεται» για να συναντηθεί με άλλα κινήματα που έχουν κι αυτά κοινό παρανομαστή τη δυσφορία απέναντι στον τιμωρητικό καπιταλισμό, περιθωριοποιείται.
Άνθρωποι που έχουν φάει σε γενναίες δόσεις την προσβολή και την απαξίωση, ανθίστανται σε ομαδοποιήσεις που δεν τους εξασφαλίζουν το ιδιαίτερο στίγμα τους και αυτό είναι κατανοητό και σεβαστό. Όμως, όπως η ντροπή γέννησε την υπερηφάνεια, τώρα η υπερηφάνεια πρέπει να αντισταθεί στην έπαρση. Και η υπέρβαση μιας άθλιας πραγματικότητας δεν δρομολογείται με την αυτονόμηση από την όποια πραγματικότητα. Η «βιωμένη εμπειρία» της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δεν πρέπει να αποτελέσει λόγο καθήλωσης σε μια ναρκισσευόμενη χωριστικότητα. Γιατί αυτή η διακριτή «βιωμένη εμπειρία» δεν εμπόδισε διάφορες τηλεπερσόνες, που τώρα συστοιχίζονται με το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα, να θησαυρίσουν πουλώντας από τις εμετικές εκπομπές τους πρότυπα ανδρείκελα και σεξιστικές συμπεριφορές, καλυμμένες πίσω από μια κτηνώδη «απενοχοποίηση».
Είμαστε τα άτομα του μορίου: άνθρωπος. Φυσικά πρόσωπα που επιδιώκουν μια ανθρωποκεντρική έκβαση της ιστορίας. Αυτή είναι η δική μας «ιδιαιτερότητα». Είμαστε οδοκαθαριστές και όχι οδοκαθαριστά, καθηγητές και καθηγήτριες και όχι καθηγητά, άνεργοι και άνεργες και όχι άνεργα. Παλεύουμε για έναν κόσμο όπου η ιδιαιτερότητα του καθένα δεν θα είναι τσιγγούνικα «ανεκτή», αλλά ο συσσωρευμένος πλούτος της ανθρωπότητας. Και ο ανασκολοπισμός της γλώσσας δυστυχώς δεν στοχεύει στο κέντρο της ολιστικής βαρβαρότητας αλλά στο γάμο του καραγκιόζη.