Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοίνωσε στους Νίκο Μπελογιάννη, Nίκο Kαλούμενο, Hλία Aργυριάδη και Δημήτρη Mπάτση ότι η αίτηση xάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγήθηκαν στο Γουδή, όπου εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Η μεγάλη κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας δεν κατάφερε να αποτρέψει την εκτέλεσή τους. Ο Νίκος Μπελογιάννης στις απολογίες του, που έχουν μείνει στην ιστορία, ανέτρεψε περήφανα το κατηγορητήριο και ανέπτυξε τη συμβολή του ΚΚΕ στους λαϊκούς αγώνες.
Χρονολόγιο
1915 ● Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννιέται στην Αμαλιάδα από σχετικά εύπορη οικογένεια.
1937 ● Διαγράφεται από τη Νομική Σχολή λόγω κομμουνιστικής δράσης.
1938 ● Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στην Ακροναυπλία.
1943 ● Μετά την απόδρασή του αναλαμβάνει καπετάνιος του 8ου συντάγματος του ΕΛΑΣ.
1944 ● Μετά την απελευθέρωση γίνεται μέλος του γραφείου Πελοποννήσου του ΚΚΕ.
1947 ● Αναλαμβάνει ταγματάρχης πεζικού του ΔΣΕ στο Βίτσι.
1950, 7 Ιουνίου ● Φτάνει παράνομα στην Ελλάδα.
1951, 19 Οκτωβρίου ● Πρώτη δίκη Μπελογιάννη. Καταδικάζεται σε θάνατο.
1952, 15 Φεβρουαρίου ● Δεύτερη δίκη. Καταδικάζεται πάλι σε θάνατο.
1952, 30 Μαρτίου ● Εκτελείται ξημέρωμα Κυριακής στο Γουδή.
Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε στην ιστορία ως «άνθρωπος με το γαρύφαλλο», επειδή κατά τη διάρκεια της δίκης του κρατούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο, σύμβολο των κομμουνιστικών ιδεών του. Αυτή η εικόνα έκανε το γύρο του κόσμου και ενέπνευσε ζωγράφους (Πικάσο), ποιητές (Ρίτσος, Χικμέτ), κινηματογραφιστές (Ν. Τζίμας). Ο Νίκος Μπελογιάννης και οι τρεις συγκατηγορούμενοί του θυσίασαν τη ζωή τους, όπως χιλιάδες αγωνιστές, απ’ τη βαθιά πίστη και αφοσίωσή τους στο δίκιο του λαού, στο σκοπό της πάλης τους, στο ιδανικό για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο σε μία δίκαιη και χειραφετημένη κοινωνία, τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Μετά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ (Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας) απ’ τον αστικό στρατό και τους Αμερικανούς πάτρονές του, ο Νίκος Μπελογιάννης, όπως χιλιάδες άλλοι μαχητές του ΔΣΕ, πήρε τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, αρχικά στην Αλβανία και στη συνέχεια στη Ρουμανία. Στις 7 Ιουνίου 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Ελλάδα, με αποστολή την αναδιοργάνωση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, που είχαν δεχτεί συντριπτικά πλήγματα από τους διωκτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους.
Μετά την ήττα του ΔΣΕ το ΚΚΕ είχε προσανατολιστεί στη συγκρότηση παράνομων κομματικών οργανώσεων. Η παράνομη δουλειά συνδυαζόταν με τη νόμιμη δράση μέσω Βουλής, τύπου, συνδικάτων και άλλων οργανώσεων. Το 1951 το ΚΚΕ υποστήριξε τη δημιουργία ευρύτερων νόμιμων αριστερών σχημάτων, του Δημοκρατικού Συναγερμού στην αρχή και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) στη συνέχεια.
Ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ ήταν μία κατάσταση νόμιμης άμυνας του ΚΚΕ, για να συνεχίσει την πολιτική δράση του και να διατηρήσει τη θέση του ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, την οποία είχε κατακτήσει με την αγωνιστική του στάση. Αυτή η επιλογή ήταν μονόδρομος, αφού από το 1947 το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου με τον Α.Ν. 509/1947. Η ελληνική αστική τάξη και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προσπαθούσαν με όλα τα μέσα να μετατρέψουν τη νίκη τους στα πεδία των μαχών σε συντριβή και εξόντωση των κομμουνιστικών δυνάμεων και του εργατικού κινήματος. Οι κομμουνιστές που παρέμειναν στην Ελλάδα μετά την ήττα του ΔΣΕ το 1949, αλλά και οι αγωνιστές που έρχονταν απ’ τις χώρες της πολιτικής προσφυγιάς, με αποστολή να ενισχύσουν και να συντονίσουν τον αγώνα των πρώτων στην παράνομη αλλά και στη νόμιμη πολιτική πάλη, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανόρθωση του λαϊκού φρονήματος και στην αναδιοργάνωση του ηττημένου εργατικού κινήματος. Παράλληλα, έδωσαν και την καλύτερη απάντηση στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία της εποχής, που προσπαθούσε να επιβάλει την αντίληψη ότι ο αγώνας του ΚΚΕ καθοδηγούνταν και εξυπηρετούσε ξένα συμφέροντα, απειλώντας και την «ακεραιότητα της Πατρίδας» με τη δήθεν εκχώρηση της Μακεδονίας.
Η αστική τάξη και οι ΗΠΑ ήθελαν την πλήρη εξόντωση των κομμουνιστών μετά τον εμφύλιο
Το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό αστικό καθεστώς εκτός απ΄τη στρατιωτική και πολιτική εξόντωση των αγωνιστών, είχε συγκροτήσει ένα εξοντωτικό νομικό καθεστώς με προπύργια τους αναγκαστικούς νόμους Α.Ν. 375/1936 «περί κατασκοπείας», που συνεπαγόταν την θανατική ποινή των καταδικαζομένων, και Α.Ν. 509/1947 περί «προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος». Χαρακτηριστικό της διαχρονικής αβελτηρίας του αστικού συστήματος αποτελεί η κατάργηση αυτού του υπεραντιδραστικού νομικού οπλοστασίου μόλις στη μεταπολίτευση του 1974. Το μετεμφυλιακό ελληνικό αστικό κράτος υπήρξε ακραία περίπτωση κράτους έκτακτης ανάγκης, που διατηρώντας ένα προκάλυμμα κοινοβουλευτισμού εξόντωνε όχι μόνο πολιτικά και κοινωνικά, αλλά και βιολογικά τους αντιπάλους του, απομονώνοντας δεκάδες χιλιάδες στα ξερονήσια, εκτελώντας χιλιάδες αγωνιστές με ασύστατες κατηγορίες, καθιερώνοντας το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, που υπέβαλλε τους αγωνιστές στον εξευτελισμό της αποκήρυξης των ιδεών τους, επιβάλλοντας ασφυκτικό έλεγχο στον τύπο (ο Ριζοσπάστης επανακυκλοφόρησε μόλις το 1974), επιβάλλοντας στην ηγεσία των συνδικάτων τους εγκάθετους των αστών.
Ο Μπελογιάννης μετά την άφιξη του στην Ελλάδα για την αναδιοργάνωση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, έδωσε όλες τις δυνάμεις του για την ευόδωση της αποστολής του, συνδυάζοντας την παράνομη και τη νόμιμη δράση, ενεργώντας ορισμένες φορές παράτολμα. Αλλά η ασφυκτική αστυνόμευση που είχε επιβάλει το καθεστώς και η προβληματική οργανωτική κατάσταση του κόμματος, οδήγησαν στη γρήγορη σύλληψη του, εξήμισι περίπου μήνες μετά την άφιξη του στην Ελλάδα.
Στις εκλογές του 1951, πριν τη δίκη του Μπελογιάννη, η ηγεσία της ΕΔΑ φοβούμενη ότι θα χαρακτηριστεί «παραφυάδα» του ΚΚΕ αρνήθηκε να συμπεριλάβει τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη στα ψηφοδέλτιά της, ώστε να δημιουργηθούν πρόσθετα εμπόδια στην αναμενόμενη θανατική καταδίκη τους.
Στην απολογία του ο Μπελογιάννης, κατηγορούμενος με βάση τον με τον Α.Ν. 509/1947, υποστήριξε με σθένος τις πολιτικές ιδέες του και διατράνωσε την πεποίθηση ότι δεν δικάζεται στην πραγματικότητα ο ίδιος, αλλά η πολιτική του ΚΚΕ. Δώδεκα αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και ο Μπελογιάννης, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Υπήρχαν αμυδρές ελπίδες για τη ματαίωση της εκτέλεσης τους υπό την πίεση της διεθνούς κατακραυγής.
Ωστόσο, η ανακάλυψη από την Ασφάλεια παράνομων ασύρματων του κομματικού μηχανισμού στη Γλυφάδα και την Καλλιθέα επέτρεψε τη συγκέντρωση «στοιχείων» που χρησιμοποιήθηκαν, για να μεθοδευτεί νέα δίκη με βαρύτερη πλέον κατηγορία την παράβαση του Α.Ν. 375/1936 «περί κατασκοπείας», που εξασφάλιζε με βεβαιότητα την καταδίκη σε θάνατο.
Οι αστικές εφημερίδες στη διαπασών του αντικομμουνισμού έγραφαν για «ευρύτατο δίκτυο κατασκοπείας εις βάρος της ασφάλειας του Κράτους» και για «πράκτορες» του ΚΚΕ, που μετέδιδαν «πληροφορίες κυρίως στρατιωτικής φύσεως εις Βουλγαρίαν». Ο Μπελογιάννης για άλλη μία φορά στάθηκε ακλόνητος, κατέρριψε τις κατηγορίες, υπερασπίστηκε θαρραλέα τις ιδέες του: «Κατατέθηκε ότι κάθε κομμουνιστής είναι κατάσκοπος, ότι οι κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες… Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος δεν κρίνεται από τα λόγια… ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα, κρίνεται όταν κινδυνεύει η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας…», αντιπαραβάλλοντας την πατριωτική φιλολαϊκή στάση των κομμουνιστών με τον εναγκαλισμό του αστικού κράτους με τους ταγματασφαλίτες και την εθελόδουλη στάση του στους Άγγλους και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές…