Γιώργος Κρεασίδης
Αφιέρωμα 200 χρόνια από το ’21
Στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση με εκδηλώσεις, εκδόσεις και αρθρογραφία. Αν και η πανδημία και οι πολύπλευρες τραγικές συνέπειές της βρίσκονται στο επίκεντρο, το 1821 απασχολεί με πυκνές παρεμβάσεις που έχουν ιστορική ματιά αλλά και το βλέμμα στραμμένο στο σήμερα και το αύριο. Η άρχουσα τάξη επιχειρεί να αξιοποιήσει την επέτειο, πρώτα από όλα, για να παρουσιάσει τον κόσμο του εφοπλισμού, της επιχειρηματικότητας και των τραπεζών σαν δημιουργό αυτής της χώρας και της ιστορίας της αλλά και τις Μεγάλες Δυνάμεις σαν σωτήρες της. Να ευλογήσει τα γένια της δηλαδή, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης, που δεν μένει μόνο στην οικονομία αλλά διαπερνά τους θεσμούς και τις ιδέες της αστικής τάξης. Επιδιώκει να αναδείξει τις διαχρονικές συμμαχίες της με τους ιμπεριαλιστές (τώρα ΕΕ και ΝΑΤΟ) σαν υπαρξιακό στοιχείο της Ελλάδας.
Πέρα από το κυρίαρχο αφήγημα, υπάρχουν και οι διαφοροποιήσεις που δίνουν βάρος σε επιμέρους πλευρές. Δεν υπάρχουν μόνο τα ελιτίστικα μηνύματα για τον τολμηρό και επινοητικό κόσμο της αγοράς που έφερε τον Διαφωτισμό, οργάνωσε την Επανάσταση, μάς έκανε κράτος και μάς ενσωμάτωσε στη Δύση. Υπάρχει και η λαϊκής απεύθυνσης εθνικιστική αφήγηση, καθώς δεν υφίσταται σήμερα θετικό και αισιόδοξο αστικό όραμα, ενώ λειτουργεί και σαν αντιστάθμισμα στη φθορά του ευρωπαϊσμού.
Βασική επιδίωξη για την αστική ματιά στην Επανάσταση του 1821 είναι να αναιρεθεί ο καθοριστικός ρόλος του υποκειμένου της: του φτωχού λαού που εμπνεύστηκε από το επαναστατικό μήνυμα, σήκωσε το βάρος του αγώνα και πλήρωσε βαρύ τίμημα για να βρεθεί προδομένος, στη συνέχεια, από τις κυρίαρχες δυνάμεις στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Δεν είναι καθόλου βολικό παράδειγμα για την αστική τάξη η ιδέα της Επανάστασης ενός φτωχού λαού ενάντια στον πανίσχυρο δεσποτισμό του Σουλτάνου, τη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και τα κηρύγματα των ισχυρών στην ελληνική πλευρά, των κοτζαμπάσηδων και της επίσημης Εκκλησίας. Ενός επαναστατικού αγώνα που κόντρα σε κάθε ρεαλισμό κατάφερε να νικήσει, αφήνοντας μια ισχυρή δημοκρατική παρακαταθήκη, που αποτυπώνεται στην πεποίθηση ότι η εξέγερση απέναντι σε κάθε τυραννία είναι δικαίωμα. Αλλά και στα τρία επαναστατικά συντάγματα, στα οποία, δεκαετίες πριν από πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, αναγνωρίζονται οι δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, η ισονομία, ενώ απαγορεύονται η δουλεία και οι τίτλοι ευγενείας.
Προφανώς η κοινωνική και πολιτική ηγεμονία των αστικών στρωμάτων έβαλε φραγμούς και όρια στην Επανάσταση, επιτρέποντας στους επιγόνους της να ξαναγράψουν την ιστορία με τη βοήθεια της επιλεκτικής μνήμης. Καθόλου τυχαία ο πρέσβης των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ, όπως και πολλοί άλλοι, μιλάει για τον «ελληνικό πόλεμο για την ανεξαρτησία», αποφεύγοντας να αναφερθεί στην Επανάσταση.Δεν είναι η πρώτη φορά που ανάλογες επέτειοι αξιοποιούνται με αυτόν τον τρόπο. Το 1971, στα 150 χρόνια από το 1821, η Χούντα επιδίωξε να το εμφανίσει σαν έργο οπλαρχηγών και ιερωμένων, παραπέμποντας σε στρατό και εκκλησία, τα βασικά της στηρίγματα.
Αλλά δεν σβήνει εύκολα η συλλογική μνήμη για τη ριζική ανατροπή του συσχετισμού και ένα αποτέλεσμα που κανείς ισχυρός εκείνου του καιρού δεν ήθελε. Η ιστορική ανατομία της επανάστασης μακριά από εξωραϊσμούς και σκοπιμότητες, από μια σκοπιά εργατική και λαϊκή, που πρώτος επιχείρησε στην εποχή του ο Γιάνης Κορδάτος, δεν είναι απλά μια απάντηση στην παραχάραξη ή μια επιστημονική πρόκληση. Είναι μια διαδικασία συλλογικής αυτογνωσίας μπροστά στις προκλήσεις του αγώνα κατά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.