Αναδιφώντας το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε αντιπαραβολή μ’ εκείνο της ΝΔ τεκμηριώνουμε αβίαστα ότι η μετεκλογική κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει το χρώμα μιας αριστερής αλλά μιας διαχειριστικής πολιτικής. Η μάχη των δύο μονομάχων «μαίνεται» περί όνου σκιάς.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Κυβέρνηση αστικού χαρακτήρα από ΣΥΡΙΖΑ
Στο τμήμα των πολιτών που ταλαντεύονται μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΣΥΡΙΖΑ η ηγεσία του με πολιτική υστεροβουλία καλλιεργεί την αντίληψη ότι το επίδικο στις εκλογές είναι απλώς ο σχηματισμός «αριστερής κυβέρνησης» (αν και γενικότερα έχει εγκαταλείψει τον όρο), επικεντρώνει μάλιστα τη λογική της «χαμένης ψήφου» στην ανάγκη της αυτοδυναμίας πλέον. Το οξύμωρο είναι ότι ταυτόχρονα αποκαλεί το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ «φυσικούς συμμάχους» και τους καλεί να του προσφέρουν δημοκρατικότητα στη βάση του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, πολιτική αλλά και κινηματική στήριξη, για ν’ αντέξει στον «πόλεμο» του κεφαλαίου… Αυτή η ζύμωση τελεσφορεί στον κόσμο της Αριστεράς, διότι με τη σειρά του είναι ζυμωμένος με την απολυτοποίηση του κυβερνητισμού και εξοργισμένος με τη μνημονιακή διακυβέρνηση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται αυτά τα δεδομένα κι επιχειρεί να συρρικνώσει τη δύναμη και την επιρροή της Αριστεράς (στόχος καλοδεχούμενος ασφαλώς απ’ το κεφάλαιο), να την υποβαθμίσει σε συμπληρωματική προς την κυρίαρχη Αριστερά δύναμη, που ρόλος της θα είναι να παρέχει άνευ όρων και συμφωνίας πολιτική και κινηματική στήριξη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αναγνωρίζοντάς της μεγαλόψυχα το δικαίωμα να ασκεί «υπεύθυνη» κριτική στα λάθη της κυβέρνησης. Μια πιο θετική και αυθόρμητη έκφραση αυτού του σχήματος διατυπώνεται από αριστερούς πολίτες που δεν κρύβουν τον σοβαρό σκεπτικισμό τους για το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τον ψηφίζουν για κυβέρνηση, ενώ προσβλέπουν στην κινηματική δύναμη και δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την περιφρούρηση των δικαιωμάτων τους και τη ματαίωση των αποκλίσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως το ιδιόρρυθμο «ιστορικό μπλοκ» (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – κίνημα εγγυητής της αριστερής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ) είναι ανεδαφικό και εχθρικό προς τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα. Πρώτο, γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει μια πολιτική διαχείρισης που κανένα κίνημα δεν μπορεί να διορθώσει. Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ενσωματωθεί. Με την ανάληψη όμως της διακυβέρνησης θα ασκεί εν τοις πράγμασι πλέον αστική διαχειριστική πολιτική. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι μια «αριστερή κυβέρνηση» αλλά μια κυβέρνηση αστικού χαρακτήρα. Τρίτον, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ απ’ τον ταξικό χαρακτήρα της δεν θα έχει ρόλο βοηθητικό και «εγγυητικό», αλλά θ’ αναλάβει το ρόλο εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στη συστημική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικώντας αγωνιστικά προωθημένες μεταβατικές κατακτήσεις. Τέταρτον, η αριστερή αντιπολίτευση θα μειωθεί αριθμητικά, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα αλλά και η αριστερή του πτέρυγα θα στηρίζουν την κυβέρνηση. Πέμπτον, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ ενισχύει την πολιτική δύναμη και την ευρύτερη επιρροή της, ενώ η παγίωση της αντίληψης ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μόνο για την αντιπολίτευση και το κίνημα θ’ αποκλείσει μόνιμα την κατάκτηση θώκων στο κοινοβούλιο. Η κοινοβουλευτική ενίσχυσή τους, έστω κι αν δεν υπερβούν το καλπονοθευτικό 3%, θα μεταφραστεί σε ενδυνάμωση της παρέμβασης στο κίνημα, που αποτελεί τον προνομιακό χώρο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη μιας άλλης Αριστεράς
Στο μετεκλογικό τοπίο οι αριστεροί που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, προσβλέποντας στην ενίσχυση της Αριστεράς, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα διαψευστούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη ως αντιπολίτευση είχε απεμπολήσει στα βασικά θέματα την αριστερή πολιτική για να παράσχει εχέγγυα κυβερνησιμότητας στο κεφάλαιο, ως κυβέρνηση θα υιοθετήσει ολοκληρωτικά και εν τοις πράγμασι μια πολιτική αστικής διαχείρισης. Εμείς δεν δίνουμε πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης. Δικαιούμαστε όμως και οφείλουμε στο όνομα των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων να προσδιορίζουμε με αντικειμενικά κριτήρια το χαρακτήρα της πολιτικής ενός κόμματος και ανάλογα να καθορίζουμε τη στάση μας απέναντί του. Δεν καταφεύγουμε σε κανένα «αριστερόμετρο», όπως χλευαστικά σχολιάζουν κάποιοι αριστεροί διανοούμενοι. Απεναντίας οι ίδιοι αποδεικνύονται χρήστες του, επιμένοντας να χαρακτηρίζουν τον ενσωματωμένο ΣΥΡΙΖΑ αριστερή δύναμη με γνώμονα τον αυτοπροσδιορισμό του. Βεβαίως κάθε πολιτική δύναμη δικαιούται να αυτοπροσδιορίζεται κατά το δοκούν, δικαίωμα όμως είναι και μάλλον χρέος των άλλων δυνάμεων και μάλιστα των αριστερών και αντισυστημικών, να προσδιορίζουν στη βάσανο της πραγματικότητας μια πολιτική, χωρίς να αποκλείονται λάθη, υπερβολές ή και υστερήσεις. Αλλιώς θα υποχωρήσουμε στο μεταμοντερνισμό της μόδας που μετρά την πραγματικότητα απ’ την οπτική γωνία του κρίνοντος.
Ο όρος Αριστερά εκφράζει το πιο ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό τμήμα της κοινωνίας και την πολιτική του έκφραση. Ο όρος καθιερώθηκε απ’ τη θέση που κατέλαβαν οι Ιακωβίνοι, η πιο ριζοσπαστική δύναμη της Γαλλικής Επανάστασης, την αριστερή δηλαδή πτέρυγα της Νομοθετικής Συνέλευσης (1791).
Στον καπιταλισμό αριστερή χαρακτηρίζεται η παράταξη που επιδιώκει την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Με διεσταλμένη έννοια περιλαμβάνονται και δυνάμεις που πρεσβεύουν την κατάργηση του καπιταλισμού, αν και τρέφουν αυταπάτες για τη διαδικασία μετάβασης (αριστερός ρεφορμισμός).
Τους όρους Αριστερά, σοσιαλισμός, σοσιαλδημοκρατία, τηρώντας την ιστορική παράδοση, χρησιμοποιούν και κόμματα που διαχειρίζονται και αναπαράγουν τον καπιταλισμό, έστω με βελτιωμένες μεταρρυθμίσεις στις φάσεις ανάπτυξης, ή και κόμματα που χρησιμοποιούν μείγματα νεοφιλελεύθερης αστικής διαχείρισης με αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις (αντιμεταρρυθμίσεις) και ελάχιστες θετικού (περιορισμένου) χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις. Η τάση αυτή διέπει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, που υιοθετούν σε διαφορετικές αποχρώσεις και μείγματα την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση με οριακές μεταρρυθμίσεις (σοσιαλφιλελευθερισμός). Εξου και η κρίση ταυτότητας της σοσιαλδημοκρατίας που υιοθετεί μεν τη συντηρητική γραμμή, συμμαχεί και συγκυβερνά με νεοσυντηρητικά ή και ακροδεξιά κόμματα (συνύπαρξη ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου) αναζητώντας όμως σ’ αυτό το πλαίσιο την ιδεολογικοπολιτική ειδοποιό διαφορά της. Τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν εγκαταλείψει και την τυπική αναφορά στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Ορισμένα νεότερα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, διατηρούν τον όρο στα προγράμματά τους, αν και τον έχουν διαγράψει απ’ τον τρέχοντα πολιτικό λόγο τους και βέβαια απ’ την πολιτική τους. Πράγμα που δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτά τα κόμματα, ιδίως όταν απευθύνονται σε αριστερό (κοινωνικό και πολιτικό) ακροατήριο, να αυτοχαρακτηρίζονται αριστερά. Σ’ αυτή την περίπτωση η «στρατηγική» αναφορά στο σοσιαλισμό αποτελεί απλό κέλυφος, δεν έχει πολιτική αξία, αν η πολιτική ενός κόμματος είναι ολοκληρωτικά υποταγμένη στον καπιταλισμό, στην αναπαραγωγή του οικονομικού και πολιτικού συστήματός του, στην ταξική συνεργασία, στην ωφέλεια του κεφαλαίου με ψιχία για τα εργατικά λαϊκά στρώματα. Ο τελικός σκοπός δεν έχει καμιά αξία, αν η τακτική ενός κόμματος δεν υπηρετεί αυτόν το σκοπό αλλά την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την ικανοποίηση των συμφερόντων του. Αυτή την αναντιστοιχία επισήμανε, θεωρώντας την όμως πεμπτουσία του σοσιαλισμού, ο πρωθιερέας του ρεφορμισμού Έντ. Μπερνστάιν στην εμβληματική φράση: «Ο σκοπός δεν είναι τίποτε, το κίνημα είναι το παν». Επόμενο είναι και ο υποβαθμισμένος τελικός στόχος, όταν ορίζεται, να ταυτίζεται με μια μορφή καπιταλισμού (ιδιωτική, κρατική, κοινωνική παραγωγή στο σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική έννοια της «μεικτής οικονομίας»). Γιατί λοιπόν δεν χαρακτηρίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ αριστερό κόμμα αλλά κόμμα αστικής διαχείρισης; Όχι πάντως επειδή δήθεν ταυτίζουμε τακτική και στρατηγική και επομένως δεν θεωρούμε αριστερό όποιον δεν προωθεί άμεσα την επανάσταση και την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπως στρεβλωτικά μας προσάπτουν ορισμένοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται κόμμα αστικής διαχείρισης, γιατί υιοθετεί ένα πρόγραμμα αστικής σοσιαλφιλελεύθερης διαχείρισης που υπηρετεί την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού και όχι ένα πρόγραμμα μεταβατικών αντικαπιταλιστικών στόχων που εξασφαλίζει φιλολαϊκή έξοδο απ’ την κρίση και οικοδομεί ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής μετάβασης. Όχι μόνο για λόγους ακρίβειας αλλά κυρίως λόγω πολιτικής σημασίας ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται κόμμα αστικής διαχείρισης όχι όμως και τυπικά αστικό κόμμα. Η πολιτική είναι το καθοριστικό κριτήριο χαρακτηρισμού αλλά πρέπει να συνυπολογιστούν και το αριστερό, ατελές, έστω και αντιφατικό φρόνημα, μαζί και η ταξική σύνθεση της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή πτέρυγά του, που λόγω όμως των πολλαπλών δυσκολιών τις οποίες θα αντιμετωπίσει ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ θα υποστείλει ολοκληρωτικά τις εμφανείς αντιρρήσεις της με περιορισμένες πιθανότητες δυναμικής αντίδρασης και διαφοροποίησης. Υπόψη πρέπει να λαμβάνεται και το συνεδριακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αν και αναπόφευκτα θα παραβιάζεται με μεγαλύτερη συχνότητα – ακόμη και οι ιδεολογικές και αξιακές διαφορές που έχουν πολιτική σημασία (βλ. εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις Βορίδη).
Αναδιφώντας το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε αντιπαραβολή μ’ εκείνο της ΝΔ τεκμηριώνουμε αβίαστα ότι η μετεκλογική κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει το χρώμα μιας αριστερής αλλά μιας διαχειριστικής πολιτικής. Η μάχη των δύο μονομάχων «μαίνεται» περί όνου σκιάς. Όχι βέβαια για το ποιος θα προτάξει τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα αλλά για το ποιος θα διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά το σύστημα και την κρίση του με ψιχία για το λαό, λίγα περισσότερα απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για κοκορομαχία, τυπική στον ελληνικό δικομματισμό, μεταξύ δύο μορφών διαχείρισης που αναπόδραστα συγκλίνουν στα βασικά, αφού κινούνται στα πλαίσια των απαιτήσεων και επιταγών του κεφαλαίου.
Στο κεφαλαιώδες ζήτημα του χρέους αμφότεροι αναζητούν τρόπους αποπληρωμής του όχι διαγραφής. Ο ένας προκρίνει κούρεμα του χρέους, ο άλλος μέτρα αντίστοιχα σε κούρεμα. Όπως και να ’χει, το χρέος θα απομυζά πολύτιμους πόρους, θα διαιωνίζει τη λιτότητα, θα συνδέεται με νέα «προγράμματα» και νέα μέτρα (πίθος Δαναΐδων). Και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσουν ότι τελείωσε η εποχή των Μνημονίων και αρχίζει η ανάταξη. Στην καλύτερη περίπτωση όμως θα καταργηθούν ορισμένοι μνημονιακοί νόμοι και οι δανειστές θα παραιτηθούν από μέρος των απαιτήσεών τους για νέα ρευστότητα. Εξάλλου οι μονομάχοι υποβαθμίζουν ή αποσιωπούν τη διαρκή επιτήρηση και λιτότητα που επιβάλλει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Πεδίο διαμάχης αποτελεί και η πολιτική χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η ΝΔ κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι, αν δεν εγγυηθεί την ένταξη της χώρας σε πρόγραμμα, θέτει σε κίνδυνο τη ρευστότητα για τις ελληνικές τράπεζες. Απ’ τη μεριά του ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτείνει όμως ότι θα ενταχθεί σε πρόγραμμα και αξιολόγηση…
ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν για την αναγκαιότητα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς διαφωνεί στο ύψος του δεύτερου. Και οι δύο μηχανισμοί διαιωνίζουν τη λιτότητα και την αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων.
Η φοροληστεία του λαού θα διατηρηθεί ή και θα αυξηθεί. Ο προϋπολογισμός για το 2015 προβλέπει αύξηση της φορολογίας κατά 1,4 δισ. ευρώ μέσω της αυξημένης παρακράτησης φόρων εισοδήματος επί μισθών και συντάξεων. Ο αρχιδημαγωγός Αντ. Σαμαράς επαγγέλλει όμως φορολογικές ελαφρύνσεις και ότι θα μειώσει τον ΕΝΦΙΑ, χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη στον κατατεθειμένο προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει τη φοροεισπρακτική μηχανή άμεσων και έμμεσων φόρων που επέβαλαν ΕΕ, ΔΝΤ και μνημονιακές κυβερνήσεις. Υπόσχεται κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, στην πραγματικότητα τη μετατροπή του σε φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας, χωρίς να την προσδιορίζει ή να αναφέρει ισοδύναμα για την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού απ’ τη μείωση των εσόδων του ΕΝΦΙΑ.
Κάνουν σχέδια επί χάρτου για την ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας όχι με γνώμονα τις δυνατότητες της χώρας και τα συμφέροντα του λαού αλλά τις προτεραιότητες και τις επιταγές των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Η «φιλολαϊκή» πτυχή των προγραμμάτων κινείται στην τροχιά της νεοφιλελεύθερης ανάσχεσης της ακραίας φτώχειας: συσσίτια, ρεύμα στους εξαθλιωμένους, υπόσχεση στέγης σε άστεγους, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα στο όριο επιβίωσης, αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, κοινωνικό μέρισμα απ’ το πρωτογενές πλεόνασμα, γενναιόδωρη προσφορά εργασίας σε ολιγόμηνα προγράμματα του ΟΑΕΔ.
Αλλά και στα θέματα δημοκρατίας ο ακροδεξιός Σαμαράς επισείει την κατάργηση της απεργίας, το λοκάουτ, το κυνήγι των μεταναστών, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε τα περί εξάρθρωσης των ακροδεξιών θυλάκων και περιορίζει τον δήθεν αφοπλισμό των ΜΑΤατζήδων στις διαδηλώσεις…
Οι δηλώσεις υποταγής των μονομάχων στο ιμπεριαλιστικό πλαίσιο (ΕΕ, ΝΑΤΟ) αποκλείουν ουσιαστικά θετικές διαφοροποιήσεις, από τη μια ή την άλλη μορφή διαχείρισης.
Αυταπάτες προδευτικών – Μετεκλογική ανασυγκρότηση της Αριστεράς
Η πλήρης προσχώρηση του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ σε μιαν αστική διαχειριστική πολιτική στο μετεκλογικό σκηνικό θα δυσχεραίνει την παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πρώτο, γιατί μια θεωρούμενη αριστερή δύναμη εντάσσεται στον πόλο της αστικής διαχείρισης. Αυτόματα και αντικειμενικά αποβαίνει εχθρική για τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα και την αριστερή αντιπολίτευση. Δεύτερο, γιατί για απροσδιόριστο διάστημα οι αγωνιστικές δυνάμεις στην κοινωνική βάση και στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα υποστηρίζουν την κυβέρνησή του ή θα τις παρέχουν ασυλία και ανοχή. Τρίτο, δεδομένης της λυσσαλέας αντίδρασης του συντηρητικού χώρου, θα ενισχύονται οι αυταπάτες προοδευτικών μαζών για το χαρακτήρα και την προοπτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο κίνδυνος ταύτισης στη συνείδησή του της εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης με τη μαύρη αντίδραση. Τέταρτον, η δυστοκία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και η αναπόφευκτη διάψευση των προσδοκιών δεν θα οδηγήσουν γραμμικά, όπως αφελώς πιστεύει και προσδοκά το ΚΚΕ, στην ενίσχυση των γραμμών του. Θα δημιουργηθεί αντιφατική κατάσταση. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα απειλήσει όλη την Αριστερά. Η αντισυστημική Αριστερά θα έχει δυνατότητα δυναμικής παρέμβασης σ’ αυτές τις συνθήκες ανάλογα με τη στάση της, τις δυνάμεις που θα ενεργοποιήσει και θα συγκεντρώσει, τη μετωπική πολιτική προς τις μάζες που θ’ αποστασιοποιούνται απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογα τέλος με τη συγκεκριμένη πολιτική πρόταση που θα καταθέσει και τη δυνατότητά της να ηγεμονεύσει ως αριστερή εναλλακτική λύση. Μ’ αυτά τα δεδομένα το ΚΚΕ δεν μπορεί να εκφράσει ηγεμονικά την αριστερή δυναμική πολιτική στις μετεκλογικές συνθήκες. Πρώτο, κινείται μεταξύ αμυντικού ρεφορμισμού και αναγωγής της λύσης των πάντων στο σοσιαλισμό. Στερείται προωθητικής μεταβατικής πρότασης που να πείθει ότι αποτελεί αριστερή λύση για την οικονομική αλλά και την οξυμένη, λόγω αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτική κρίση. Διαπράττει και μια λαθροχειρία. Επιχειρεί να δημιουργήσει την εντύπωση (ή τη σύγχυση) ότι θέτει άμεσο στόχο τη διαγραφή του χρέους, ενώ στην πραγματικότητα την παραπέμπει στο σοσιαλισμό. Δεύτερο, το ΚΚΕ είναι εγκλωβισμένο στη σεχταριστική πολιτική, χωρίζει αντί να ενώνει, εχθρεύεται και εξορκίζει τις άλλες εκφράσεις της Αριστεράς. Στις ανακατατάξεις όμως της μετεκλογικής περιόδου, στις αναπόφευκτες τάσεις ανασυγκρότησης της Αριστεράς, είναι άκρως αναγκαία μια δυναμική αριστερή μετωπική πολιτική, που θα πείθει και θα συσπειρώνει μάζες οι οποίες θα αποστοιχίζονται απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και αριστερές αντισυστημικές δυνάμεις, οι οποίες θα συλλάβουν το μήνυμα της συγκυρίας, αποτρέποντας τη διάχυσή τους σε κεντροαριστερά σχήματα ή και στην Ακροδεξιά. Τρίτον, η εμμενής ταύτιση του ΚΚΕ με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και δη σε μια νεοσταλινική εκδοχή είναι ιδιαίτερα απωθητική για την ευρύτερη Αριστερά.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ – Εγγύηση για αγωνιζόμενη Αριστερά
Στη μετεκλογική Ελλάδα μετά τα επινίκια και την αρχική ευφορία η κατάσταση θα οξυνθεί και θα υπάρξουν ανακατατάξεις. Τα ζωτικά προβλήματα θα είναι παρόντα και θα εντείνονται. Η υπομονή του κόσμου και λόγω όξυνσης των προβλημάτων και λόγω διάψευσης των προσδοκιών του θα εξαντλείται με ταχείς ίσως ρυθμούς. Στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ασκούνται αφόρητες πιέσεις απ’ τη Δεξιά και την ΕΕ. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απεγνωσμένα θ’ αναζητάει λύσεις, ενώ στο εσωτερικό του θα εντείνονται οι αντιθέσεις και θ’ αρχίσει η αποστοίχιση δυσαρεστημένων αριστερών μαζών.
Σ’ αυτή την έκρυθμη κατάσταση ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς; Η ηγεμονία της ΣΥΡΙΖΑϊκής Αριστεράς με την ενσωμάτωση σε μιαν αστική διαχείριση θα υποστεί ισχυρό πλήγμα. Οι μάζες θα συνειδητοποιούν ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν τις οδηγεί στη σύγκρουση με το σύστημα για τη λύση των πιεστικών προβλημάτων τους αλλά στην υποταγή τους σ’ αυτό. Το ΚΚΕ, παρά την προσήλωσή του στην ταξική πάλη κατά του κεφαλαίου και την ανατροπή του καπιταλισμού, δεν είναι σε θέση να ηγηθεί ενός ανασυγκροτητικού εγχειρήματος της Αριστεράς για λόγους που σε άλλη στήλη αναφέραμε. Στον πυκνό χρόνο των μετεκλογικών εξελίξεων η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όχι διά της εις άτοπον απαγωγής αλλά επειδή έχει καταρχήν τις απαιτούμενες δυνατότητες, καλείται ν’ αγωνιστεί ανυποχώρητα για τα ζωτικά συμφέροντα του λαού, που θα απειλούνται κι απ’ τον νέο διαχειριστή παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις του.
Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ όμως πέφτει ο κλήρος κι ενός ανώτερου εγχειρήματος, που θα συνδέεται διαλεκτικά με την άμεση και αδιαπραγμάτευτη υπεράσπιση των εργατικών λαϊκών συμφερόντων. Καλείται, δηλαδή, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ ν’ αποτελέσει στις ανακατατάξεις της μετεκλογικής περιόδου τη βάση για την ανασυγκρότηση του εργατικού λαϊκού και του αριστερού κομμουνιστικού κινήματος. Ρόλο που αποποιείται η κυβερνητική Αριστερά και το σεχταριστικό ΚΚΕ. Το εγχείρημα αυτό περιλαμβάνει: Την ένταση και αναβάθμιση στις μετεκλογικές συνθήκες της ενεργοποίησης και συσπείρωσης στο λαϊκό και εργατικό κίνημα των αγωνιστικών λαϊκών και εργατικών δυνάμεων, την πρόσκληση συνολικά στις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς, στο ΚΚΕ και στις αγωνιζόμενες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ να συμπαραταχθούν σε ανατρεπτική κοινή δράση μέσα στο μαζικό κίνημα, την επαφή με τις επαναστατικές δυνάμεις της Αριστεράς που δεν εντάχθηκαν στην πολιτική συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ αλλά και στις δυνάμεις που θα διαφοροποιούνται απ’ τον κυβερνητικό ρεφορμισμό να συγκροτήσουν ισχυρό αριστερό αντιιμπεριαλιστικό αντικαπιταλιστικό πόλο. Για τα παραπάνω αναγκαίες προϋποθέσεις είναι:
Πρώτο, να κωφεύσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ στις Σειρήνες του ΣΥΡΙΖΑ και των φίλων του, που την καλούν να παράσχει πολιτική και κινηματική στήριξη στον διαχειριστικό ρεφορμισμό, αποποιούμενη τον αυτόνομο και πρωτοπόρο ρόλο της. Ανυποχώρητα, εργατική λαϊκή αντιπολίτευση, ανασυγκρότηση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος· δεύτερον, να επεκταθεί η μετωπική πολιτική στη ριζοσπαστική κοινωνική και πολιτική Αριστερά, ενόψει των επερχόμενων ανακατατάξεων στη μετεκλογική περίοδο· τρίτον, η διεύρυνση δεν πρέπει να οδηγεί στην αλλοίωση και υποβάθμιση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Η συνεργασία με τη ΜΑΡΣ επιβεβαιώνει ότι σε συνθήκες βάρβαρης εκμετάλλευσης οι αριστερές δυνάμεις συνειδητοποιούν πως μόνον ο δρόμος της σύγκρουσης οδηγεί στη νίκη.
Τέταρτον, ενοψει αυτών των προκλήσεων και δυνατοτήτων η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να υπερβεί ορισμένες παρεκκλίσεις και αντιφάσεις, να αναβαθμιστεί ιδεολογικά και οργανωτικά, για να ανταποκριθεί υπεύθυνα και αποτελεσματικά στις επερχόμενες εξελίξεις.