Νίκος Καπιτσίνης
▸Το κεφάλαιο θα κυκλοφορεί ελεύθερα, το εμπόριο θα συνεχιστεί χωρίς δασμούς και τα στελέχη των επιχειρήσεων θα μπορούν να μένουν όσο πρακτικά θέλουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι θα δουν να ορθώνονται μπροστά τους πολλά εμπόδια, που θα είναι δύσκολο να υπερπηδήσουν
Μετά από περίπου 10 μήνες διαπραγματεύσεων και 4,5 χρόνια από την ιστορική απόφαση των Βρετανών για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μία συμφωνία για τη μετά Brexit εποχή. Η συμφωνία αυτή αφορά κυρίαρχα το κομμάτι της οικονομίας, ενώ αφήνει εκτός την εξωτερική πολιτική, διότι το Λονδίνο είχε αποφασίσει να μην διαπραγματευτεί το ζήτημα αυτό, καθώς συμμετέχει στο ΝΑΤΟ και συνεργάζεται με πολλές από τις χώρες της ΕΕ σε στρατιωτικές επεμβάσεις.
Δεν έκλεισε ο κύκλος που άνοιξε με το δημοψήφισμα του 2016
Σε αντίθεση όμως με την εξωτερική πολιτική, μία πιθανή αποτυχία στο οικονομικό κομμάτι θα άφηνε τις δύο πλευρές να εμπορεύονται με όρους Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και υιοθέτηση δασμών και ποσοστώσεων στις εισαγωγές και εξαγωγές. Μία τέτοια εξέλιξη θα επέφερε μεγάλες αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο και στην πραγμάτωση των καπιταλιστικών κερδών, ενώ τελικά θα κατέληγε στην ανατίμηση των προϊόντων. Αυτή, άλλωστε, είναι η αναγκαία συνθήκη για την καπιταλιστική παραγωγή, με τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις να πληρώνουν τις ζημίες του κεφαλαίου κάθε φορά, υπό διαφορετικές όμως συνθήκες.
Στο εμπορικό κομμάτι, λοιπόν, η συμφωνία αφήνει την κατάσταση περίπου ίδια. Οι επιχειρήσεις σε Βρετανία και ΕΕ μπορούν να συνεχίσουν τις συναλλαγές τους χωρίς δασμούς ή ποσοστώσεις. H εξέλιξη αυτή αφήνει ανεπηρέαστες τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενώ επιτρέπει στη βρετανική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί εμπορικές συμφωνίες με άλλα κράτη, καθώς αποχωρεί από την τελωνειακή ένωση, στοχεύοντας στη δημιουργία ζωνών χαμηλής φορολογίας του κεφαλαίου. Η συμφωνία αυτή είναι σημαντική για το βιομηχανικό κεφάλαιο στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς το 57% των εξαγωγών του είχε προορισμό την ΕΕ. Η βρετανική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, με το 43% των εξαγωγών στις υπηρεσίες να κατευθύνεται στην ΕΕ. Η συμφωνία αφήνει μετέωρο όμως τον τομέα των υπηρεσιών, βάζοντας περιορισμούς στην πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ και στη μετεγκατάσταση εργαζομένων, αναγκάζοντας τον υπουργό Οικονομίας να αναφερθεί σε πιθανή επαναδιαπραγμάτευση.
Οι δύο πλευρές δεσμεύονται να διατηρήσουν τον ανταγωνισμό της αγοράς, ενώ στο κομμάτι της αλιείας, στο οποίο σημειώθηκαν οι πιο «σκληρές» διαπραγματεύσεις, η συμφωνία ορίζει μία μεταβατική περίοδο 5,5 ετών όπου οι ψαράδες από την ΕΕ θα έχουν πρόσβαση στα βρετανικά χωρικά ύδατα, με ταυτόχρονη επιστροφή του 25% του τζίρου τους στο ΗΒ. Μετά το 2026 θα γίνονται διαπραγματεύσεις ανά έτος. Σχετικά με τις μεταφορές, οι αλλαγές που εντοπίζονται είναι μηδαμινές, ενώ στο κομμάτι της εκπαίδευσης καταργούνται τα όρια στα δίδακτρα για τους φοιτητές από την ΕΕ σε βρετανικά ιδρύματα, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος για πρόσβαση στην –ήδη βαθιά επιχειρηματικοποιημένη– βρετανική ανώτατη εκπαίδευση.
Ο σκοπός και των δύο πλευρών επιτεύχθηκε, με τις δύο αντιπροσωπείες να πανηγυρίζουν, προσπαθώντας να βελτιώσουν το τσαλακωμένο από την πανδημία προφίλ τους. Κυρίως, όμως, ικανοποιήθηκε η επιθυμία του κεφαλαίου για ανοιχτά σύνορα για τα προϊόντα. Παρόλο που ένα κομμάτι του κεφαλαίου προσβλέπει στην ικανοποίηση των συμφερόντων του μέσα από ένα νέο ιδιότυπο οικονομικό εθνικισμό, η μεγάλη πλειοψηφία της αστικής τάξης τάσσεται σφόδρα υπέρ της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Το κεφάλαιο σε ΕΕ και Βρετανία ήθελε την υπογραφή της οικονομικής συμφωνίας και πίεζε γι’ αυτό
Από την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, προϊόντων, υπηρεσιών και εργαζομένων, τους βασικούς πυλώνες της ΕΕ, ο μόνος που διαταράσσεται έντονα είναι ο τελευταίος, αναδεικνύοντας τον πραγματικό λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε η ΕΕ — την οικονομική και εμπορική απελευθέρωση. Όσους καμβάδες και αν βάζουν γύρω από το οικοδόμημα της ΕΕ, με ένα ψευδές ενδιαφέρον για τη δημοκρατία και τη βελτίωση των επίσημων θεσμών, το επίκεντρο της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη είναι η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και η αδιάκοπη μετακίνηση του κεφαλαίου, από τον ανεπτυγμένο Βορρά στη φτωχή νότια και ανατολική Ευρώπη, όπου οι χαμηλοί μισθοί αυξάνουν τα επιχειρηματικά κέρδη.
Στο θέμα της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων, το πρόσημο παραμένει ταξικό. Οι πλούσιοι Βρετανοί μπορούν να μετεγκατασταθούν στην ΕΕ, πληρώνοντας τη βίζα μετά από 90 μέρες διαμονής. Οι διευθυντές βρετανικών εταιρειών μπορούν να μετακινηθούν στην ΕΕ για απασχόληση μέχρι 3 έτη. Οι εργαζόμενοι των «27», όμως, θα πρέπει να έχουν προσφορά εργασίας με μισθό άνω των 26.500 λιρών για είσοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, οι περισσότεροι δεν θα μπορούν να μετακινηθούν στην αγορά εργασίας βορείως της Μάγχης, σε μία προσπάθεια της βρετανικής κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί τη ντόπια εργατική τάξη. Αυτό γίνεται κατανοητό από τον αποκλεισμό Πολωνών, Τσέχων, Βούλγαρων και Ρουμάνων εργατών, οι οποίοι αναγκάζονταν να μετακινηθούν από τη χώρα τους αναζητώντας εργασία, καθώς η απελευθέρωση των εμπορικών συνόρων και η μεταφορά του παραγωγικού τομέα των πολυεθνικών σε αυτές τις χώρες ενέτεινε τη φτωχοποίηση της εργατικής τάξης και αύξησε τη μετανάστευση.
Ουσιαστικό Brexit, επομένως, με οικονομικούς κι εμπορικούς όρους δεν έγινε. H διαδικασία καταγράφεται ως μία ιστορική πολιτική απόφαση, η οποία ταρακούνησε ως ένα βαθμό το εγχείρημα της ΕΕ, αλλά οποιεσδήποτε σημαντικές εξελίξεις μετατίθενται στο μέλλον. Αυτό το τυπικό Brexit αναδεικνύει πως μία ουσιαστική αποχώρηση από την ΕΕ και κυρίως μία εργατικά και μεταναστευτικά φιλική αποχώρηση, δύσκολα μπορεί να γίνει μέσω διαπραγματεύσεων — ειδικά μεταξύ της ΕΕ και μιας συντηρητικής δεξιάς κυβέρνησης. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στη βάση της απουσίας των ριζοσπαστικών αριστερών απόψεων και του εξαιρετικά γραφειοκρατικοποιημένου εργατικού κινήματος, το οποίο πιέζει εδώ και 4 χρόνια για τη διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος. Το Brexit έθεσε επί τάπητος ένα σημαντικό ερώτημα. Η αριστερά βρέθηκε προ εκπλήξεως και δεν μπόρεσε να δώσει μία απάντηση αλλά ούτε και να προωθήσει την κίνηση των εργαζομένων σε άλλα μονοπάτια.