του Θανάση Σκαμνάκη
Το μαγαζί το είχε ξεκινήσει με μεγάλες απαιτήσεις. Το όνειρό του ήταν να επεκτείνεται, να παίρνει το δίπλα, μετά το επόμενο, μετά το τρίτο, να γίνεται το υπερκατάστημα της περιοχής, να γίνεται ο πρώτος. Δούλευε ασταμάτητα και κατάφερνε, αν όχι μεγάλα πράγματα, τουλάχιστον αρκετά ώστε να συντηρείται τ’ όνειρό.
Όταν εμφανίστηκαν τα σουπερμάρκετ στην περιοχή, έφαγε ένα χτύπημα, αλλά δεν τσάκισε, έκανε αλλαγές, προσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες, αναπροσάρμοσε στο πιο μικρομεσαίο και τις φιλοδοξίες του, δούλεψε ακόμα περισσότερο!
Η κρίση τον βρήκε απροετοίμαστο κι αυτόν, όπως και τους άλλους, παρότι είχε προλάβει να προβλέψει τον ερχομό της, δυστυχώς μόνο στη θεωρία. Στην πρώτη φάση ήλπιζε πως όλη αυτή η αναστάτωση θα του φέρει κέρδη, όπως είχε γίνει κι άλλες παρόμοιες φορές, καθώς τα πράγματα που πούλαγε τα ευνοούσε η κατάσταση. Στην αρχή έτσι έγινε: πήρε λίγο τα πάνω του κι αναθάρρησε. Σύντομα όμως είδε τους πελάτες να χάνονται. Και το μαγαζί να απειλείται. Αναπροσάρμοσε τα σχέδια του. Τώρα προείχε η επιβίωση. Αυτός θα έφερνε το καλό εμπόρευμα, λίγο πιο προσαρμοσμένο στις τωρινές ανάγκες, θα το διαφήμιζε κατάλληλα, και οι άνθρωποι κάποια στιγμή θα καταλάβαιναν το συμφέρον τους. Και θα γύριζαν πολλαπλάσιοι σ’ αυτόν. Προς το παρόν όμως έπρεπε να κρατηθεί.
Εκείνο που τον ενοχλούσε πιο πολύ ήταν πως ένας γείτονας, που ξεκίνησαν σχεδόν μαζί, τώρα έχει γίνει μεγάλη δύναμη και διεκδικούσε τη γειτονιά. Κι επίσης ζοχαδιαζόταν με όλους εκείνους τους μικρούς που δεν έκλειναν τα μαγαζάκια τους να προσχωρήσουν στο δικό του ή εν πάση περιπτώσει ν’ αφήσουν τους πελάτες τους ελεύθερους να πάνε σ’ αυτόν. Τα έβαζε με τους μεγάλους, καταριόταν το κακό που έκαναν, αλλά περισσότερο και πιο πρακτικά εχθρευόταν τους ομοίους του. Στο κάτω κάτω τους μεγάλους δεν μπορείς να τους πολεμήσεις. Ενώ τους κοντινούς σου…
Κι όταν κάποια μαγαζάκια έκλειναν εκείνος πανηγύριζε. Να η απόδειξη της νίκης του. Αν και δεν αύξανε η δουλειά και τα κέρδη, ήταν περήφανος που κρατιόταν ακόμα. Ήταν βέβαιος πως η επόμενη στροφή θα ήταν δική του. Δεν καταλάβαινε πως έτσι όπως έκλειναν τα μαγαζιά, το ένα μετά το άλλο, ερήμωνε η γειτονιά και οι χαμένοι πελάτες ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους που κερδίζονταν. Παλιά, όταν ήταν εμπορικό κέντρο, οι άνθρωποι που έβγαιναν για ψώνια, και ήταν πιο πολλοί, πέρναγαν από το ένα στο άλλο μαγαζί, έψαχναν, ρωτούσαν, ψώνιζαν. Το όφελος τού ενός γινόταν όφελος όλων. Αλλά η λογική του μικρομαγαζάτορα δεν επιτρέπει τέτοιες σκέψεις. Βλέπει μονάχα αντιπάλους και ανταγωνιστές. Τα έχει με τους μεγάλους που τον καταστρέφουν, αλλά τους ομοίους του τους θεωρεί κύριους εχθρούς. Κι εκεί που παλεύει να υπάρξει, επειδή δεν ξέρει ούτε να παλεύει ούτε να υπάρχει, τον τρώνε. Και χάνεται.
Τώρα θα πεις, τι μας νοιάζει ένας μικρομαγαζάτορας; Αυτοί έτσι είναι και δεν αλλάζουν! Κι ωστόσο μην τον υποτιμάς. Η ιστορία του δεν είναι μόνο δική του. Είναι ένα πνεύμα που απλώνεται στην εποχή!…