Ο Κώστας Λαπαβίτσας στο βιβλίο του με τίτλο Ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα και την περιφέρεια της ευρωζώνης (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2014) προκρίνει την έξοδο από την ευρωζώνη χωρίς όμως να τη συνδέει με την έξοδο απ’ την ΕΕ.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Στη μελέτη του ο Κ. Λαπαβίτσας εκθέτει συγκεκριμένη πρόταση, την οποία θα μπορούσε να εφαρμόσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, πράγμα που είναι πολύ πιθανό να συμβεί στο επόμενο διάστημα. Η πρόταση αυτή έχει κοινά σημεία με την πρόταση που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ στο συνέδριό του, απέχει όμως παρασάγγας απ’ το σοσιαλφιλελεύθερο πρόγραμμα που εξήγγειλε στη ΔΕΘ ο Αλ. Τσίπρας. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην Αυγή (12/10), η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ελλιπής, διότι δεν συνδέεται μ’ ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, παρέχει άμεση στήριξη σε ακραία πληγέντες απ’ τα Μνημόνια, αλλά «κάνει λόγο για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, οι οποίοι όμως συνιστούν συστατικό στοιχείο της λιτότητας». Η ειδοποιός διαφορά της πρότασης Λαπαβίτσα αφορά τη Νομισματική Ένωση της ΕΕ (ΟΝΕ), η οποία ο συγγραφέας πιστεύει ότι «αποτελεί ένα πλήρως αποτυχημένο πολιτικό και οικονομικό σχέδιο». Ουσιαστικά προτείνει διάλυση της ΟΝΕ, αφού θεωρεί αναγκαία την απεμπλοκή απ’ το ευρώ όχι μόνον των χωρών της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, αλλά ακόμη και των χωρών του κέντρου. Δεν πιστεύει ότι η έξοδος απ’ το ευρώ μπορεί να συμβεί χωρίς σύγκρουση. Θεωρεί όμως, σε πείσμα της άκρατης κινδυνολογίας, ότι η αποτελεσματική διαχείριση μιας συγκρουσιακής εξόδου είναι απολύτως εφικτή, εφόσον υπάρχει επαρκής επίγνωση των πιθανών προβλημάτων, ένας βαθμός προετοιμασίας και αποφασιστική λαϊκή υποστήριξη. Δεν συνδέει όμως την έξοδο απ’ το ευρώ με την έξοδο απ’ την ΕΕ. Δεν αναρωτιέται αν τα οφέλη απ’ τη νομισματική αποδέσμευση υπονομεύονται απ’ την παραμονή στην ΕΕ. Η ΟΝΕ δεν είναι η μήτρα όλων των προβλημάτων, αλλά τα επιτείνει. Ο συγγραφέας δεν προτείνει την έξοδο και απ’ την ΕΕ, παρόλο που παραδέχεται ότι απ’ την ένταξη της χώρας στην ΕΕ (ΕΟΚ) εντείνεται η αποβιομηχάνιση της χώρας, η αποδόμηση της αγροτικής παραγωγής, η συνεχής απώλεια της ανταγωνιστικότητας, η ελλειμματική εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου, ο εύκολος δανεισμός, η αύξηση του ΑΕΠ μέσω του τεχνητού καταναλωτισμού, χωρίς παραγωγική ανάπτυξη.
Εξάλλου γνωρίζει ο συγγραφέας ότι δρακόντειοι μηχανισμοί επιτήρησης για την τήρηση της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης δημοσιονομικής ισορροπίας δεν ισχύουν μόνο στη ζώνη της ΟΝΕ αλλά συνολικά στην ΕΕ και προφανώς η παντοδυναμία του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν επιβάλλεται μόνον στα κράτη-μέλη της ΟΝΕ αλλά συνολικά στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Εκτός απ’ το εθνικό νόμισμα ο συγγραφέας θεωρεί ρηξικέλευθη αλλαγή την εθνικοποίηση των τραπεζών, που στην πραγματικότητα είναι εθνικοποιημένες, αφού ανακεφαλαιώνονται απ’ τον πλούτο που παράγει ο εργαζόμενος λαός. Ο Κ. Λαπαβίτσας πρεσβεύει τη θεωρητική εκδοχή της χρηματιστικοποιημένης μορφής του καπιταλισμού, της μορφής δηλαδή του καπιταλισμού που δίνει προτεραιότητα στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και ενθαρρύνει την αναζήτηση χρηματοπιστωτικού κέρδους και μεταξύ των βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες λόγω της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους στρέφονται προς την υψηλή κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Γι’ αυτό καταλήγει τελικά σε μια πρόταση προοδευτική, ρυθμιστική όμως όχι και ριζοσπαστική. Εστιάζεται στην αποδέσμευση του νομίσματος και στην εθνικοποίηση των πτωχευμένων ουσιαστικά τραπεζών της χώρας. Δεν προτείνει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που να πλήττει βασικές δομές του συστήματος, στήνοντας γέφυρες για τη σοσιαλιστική ανατροπή. Ουσιαστικά προβάλλει το κεϊνσιανό όραμα-ουτοπία της ρύθμισης των αγορών, του «εξορθολογισμού» και «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού. Ο όρος-κλειδί είναι η αποκατάσταση του ρόλου του κεϊνσιανού κράτους στην καπιταλιστική οικονομία. Λέει χαρακτηριστικά: «Η εμπειρία των τριών τελευταίων δεκαετιών σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο δείχνει ότι είναι απολύτως δυνατό να υπάρξει αποτελεσματική στρατηγική (σ.σ.: ανάπτυξης), εφόσον το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας βρουν την κατάλληλη ισορροπία». Εντούτοις ο αριστερός κεϊνσιανισμός που πρεσβεύει ο Κ. Λαπαβίτσας, αν και αποτελεί μορφή ρύθμισης του καπιταλισμού με προοδευτικά στοιχεία, είναι απαράδεκτος για τον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, που εξορκίζει το κεϊνσιανό αστικό κράτος σχεδόν ισόβαθμα με το σοσιαλιστικό κράτος. Ωστόσο, ο όρος «κρατικός κεϊνσιανισμός», ειδικά για τον Λαπαβίτσα και ανάλογες περιπτώσεις, δεν είναι μειωτικός και απαγορευτικός για την προσέγγιση τέτοιων ρευμάτων απ’ τη μαρξιστική θεωρία και πολιτική. Σε επίπεδο συστήματος η πρόταση Λαπαβίτσα είναι μορφή ρύθμισης, «αστικός σοσιαλισμός» κατά τον όρο του Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ωστόσο στον ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό λόγω κυριαρχίας του υπεραντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού εκ των πραγμάτων ωθείται προς μαρξιστικές θεωρήσεις. Απεναντίας το ρεφορμιστικό πρόταγμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ τείνει προς το νεοφιλελευθερισμό, σ’ ένα μείγμα σοσιαλφιλελευθερισμού, όπως είναι ο κανόνας για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που αντιμετωπίζουν κρίση ταυτότητας και η επιρροή τους ακολουθεί την κατιούσα.
Ο αριστερός κεϊνσιανισμός τύπου Λαπαβίτσα διαφοροποιείται ουσιαστικά απ’ το σοσιαλφιλελευθερισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ: Υποστηρίζει ότι η ΟΝΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Θεωρεί ότι είναι αναγκαία η έξοδος από την ΟΝΕ, η οποία θα είναι συγκρουσιακή. Δεν πιστεύει στη θαυματουργό διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Απορρίπτει εν μέρει το αδιαπραγμάτευτο διεθνές πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΝΕ). Απορρίπτει τη θέση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Υποστηρίζει απερίφραστα ότι αποτελούν συστατικό στοιχείο της λιτότητας. Φρονεί ότι η αποτελεσματική διαπραγμάτευση είναι ασύμβατη με τη δέσμευση για παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ. Διαφωνεί με τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στις κεντρώες δυνάμεις. Διαφωνεί με την κινδυνολογία του ΣΥΡΙΖΑ ότι η αποδέσμευση απ’ την ΕΕ ή μόνον απ’ το ευρώ υποθάλπει τον εθνικισμό, ειδικότερα τον οικονομικό εθνικισμό, τη συμμαχία με την αστική τάξη του κράτους-έθνους. Προτείνει τη βαθιά διαγραφή του χρέους και τη στάση πληρωμών. Δεν θεωρεί αρκετή τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά αναγκαία την εθνικοποίησή του και τον έλεγχο των κεφαλαιακών ροών προς το εξωτερικό. Για την πραγματοποίηση αυτών (και άλλων) αλλαγών, θεωρεί αναγκαία την αναδιάρθρωση του κράτους. Είναι θετική παραδοχή, αν και εστιάζεται μόνο στην πάταξη της διαφθοράς και στην ανάκτηση απ’ το κράτος του παρεμβατικού του ρόλου στην οικονομία.