του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Κανένα έδαφος για εκσυγχρονισμούς – Η ΕΕ ενθαρρύνει τις ρατσιστικές διακρίσεις
Με τον λαϊκό θρύλο του γεφυριού της Άρτας, που χτιζόταν αλλά δεν στέριωνε μοιάζει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Αναγγέλθηκε επανειλημμένα η κατάθεσή του στη Βουλή. Πάντα όμως αποσύρεται για διορθώσεις και διορθώσεις διορθώσεων. Οι λόγοι δεν είναι βέβαια τεχνικοί ούτε αφορούν απλές παραλείψεις.
Η πραγματική αιτία είναι η υπεραντιδραστικο-ποίηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως βάρβαρα εφαρμόζεται στη χώρα μας, αλλά και στις καπιταλιστικές χώρες, όπου εφαρμόζεται σχετικά ηπιότερα. Ο οικονομικός, πολιτικός, πολιτισμικός αυταρχισμός στη χώρα μας με μακρόχρονες ρίζες και οξυμένος απ’ την κρίση και τα Μνημόνια ελάχιστα περιθώρια αφήνει για μεταρρυθμίσεις ακόμη και εκσυγχρονιστικού μάλλον παρά δημοκρατικού τύπου, που στη Δύση αποτελούν τυπική νομική πραγματικότητα. Οι αντιθέσεις που οξύνονται ενεργοποιούν σύνδρομα φόβου, φανατισμού και κάθε είδους ρατσισμού – και αναχαιτίζουν παρόμοιες εκσυγχρονιστικές ρυθμίσεις που για το θεαθήναι κυρίως απαιτεί η ΕΕ να θεσπίσουν τα μέλη της. Ακόμη και στις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, αν και διαθέτουν αντιρατσιστικό νομικό πλαίσιο, κλιμακώνονται, άμεσα ή έμμεσα, οι διακρίσεις εις βάρος μειονοτήτων. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Την αθλιότητα της Λαμπεντούζα, την απέλαση μαθητών Ρομά και την απαγόρευση μαντίλας στη Γαλλία, το κυνήγι μαγισσών κατά των μουσουλμάνων, την εκτίναξη της Ακροδεξιάς και την ανοχή που επιδεικνύει το πολιτικό κατεστημένο, τις διακρίσεις σε βάρος των κομμουνιστών, ακόμη και τη θέση τους εκτός νομιμότητας, τη δολοφονική Φρόντεξ ή τα Δουβλίνα που είναι ο ηθικός αυτουργός των πογκρόμ και των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε χώρες όπως η Ελλάδα; Θετικό είναι βέβαια να προστατεύονται νομικά οι μειονότητες, αλλά η πραγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους και της επιβαλλόμενης ισοτιμίας υπερβαίνει κατά πολύ την απλή νομική θεσμοθέτηση. Είναι θέμα της γενικής πολιτικής γραμμής. Η αστική νομιμότητα δεν αποτελεί θέσφατο για την αστική τάξη.
Απεναντίας, η αστική τάξη, όταν το απαιτούν τα συμφέροντά της, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, δεν διστάζει να καταστρατηγεί τη νομοθεσία ή και να καταργεί διατάξεις της.
Περίτρανη απόδειξη η απανταχού της ΕΕ αποδόμηση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε ποικίλλουσα βέβαια κλίμακα. Για να μην έχουμε αυταπάτες.
Δεν είναι κυρίως η απουσία σύγχρονης αντιρατσιστικής νομοθεσίας (που ασφαλώς είναι αναγκαία) που εξέθρεψε το τέρας της ρατσιστικής βίας, αλλά η έλλειψη πολιτικής βούλησης των κυβερνώντων, που άφηναν να λιμνάζουν στα υπουργικά γραφεία εκατοντάδες φάκελοι καταγγελιών, ενώ είχαν την ευχέρεια να αξιοποιήσουν διατάξεις του ποινικού κώδικα για την πάταξη της βίας.
Τι κρύβεται πίσω απ’ τις επανειλημμένες παλινδρομήσεις της συγκυβέρνησης με πρόσχημα τη διόρθωση και συμπλήρωση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου;
Πρώτον, η έλλειψη βούλησης των καθεστωτικών δυνάμεων να προχωρήσουν σε ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του ρατσιστικού φαινομένου. Φυσικά, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει κατάργηση των νεοναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης ούτε άρνηση της πολιτικής του Δουβλίνου ή ανάκληση της παράτασης της κράτησης των μεταναστών πέραν του νόμιμου δεκαοκταμήνου. Δεν λύνεται το πρόβλημα ιθαγένειας ούτε για τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γενέτειρα τη χώρα μας. Η Ελλάδα είναι θλιβερή εξαίρεση στην αναγνώριση του στοιχειώδους αυτού δικαιώματος. Το άσυλο παρέχεται με το σταγονόμετρο. Ακόμη και στην περίπτωση των πολιτικών προσφύγων, ο ίδιος ο υπουργός Ναυτιλίας Μιλτ. Βαρβιτσιώτης τους χαρακτηρίζει «παράνομους μετανάστες». Απτόητος ο υπουργός συνεχίζει την πολιτική επαναπροώθησης των προσφύγων με συμμετοχή, όπως αποκάλυψε ο ίδιος, στις επιχειρήσεις και του Πολεμικού Ναυτικού, πρακτική που οδηγεί σε εκατόμβες τύπου Αγαθονησιού. Δεν τηρεί την υποχρέωση κάθε κράτους, όπως έχει αποφανθεί η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, να διασφαλίζει νόμιμη και ασφαλή δίοδο σε ανθρώπους που κινδυνεύει η ζωή τους στην πατρίδα τους, όπως προφανώς συμβαίνει με τους σύρους πρόσφυγες. Και μια ιδιαίτερα εύγλωττη για τις προθέσεις της κυβέρνησης ανακολουθία του νομοσχεδίου: Το νομοσχέδιο διώκει την προτροπή, την υποκίνηση και διέγερση σε ρατσιστικό έγκλημα, όχι όμως το ίδιο το ρατσιστικό έγκλημα. Παράλληλα, δεν προβλέπεται η προστασία των μεταναστών μαρτύρων που διαβιούν σε καθεστώς παρανομίας και καθόλου δεν αποκλείεται να μην καταθέσουν λόγω φοβίας, κράτησης ή και απέλασης! Αλλά η απροθυμία των κυβερνώντων να δώσουν λύσεις στο ρατσιστικό στοιχειοθετείται όχι μόνον ή και κυρίως απ’ το νομοσχέδιο αλλ’ απ’ την ίδια την πολιτική τους. Κραυγαλέο παράδειγμα: Μετά τα κροκοδείλια δάκρυα και τη στεντόρεια «καταδίκη» από κυβερνητικούς παράγοντες (Δένδιας) της δολοφονικής επίθεσης στους εργάτες γης στη Μανωλάδα απ’ τους μπράβους των μεγαλοπαραγωγών η πρωτόγονη διαβίωση και οι κτηνώδεις συνθήκες εργασίας παραμένουν αναλλοίωτες.
Δεύτερο, πίσω απ’ τις παλινωδίες της ΝΔ και τη συντηρητικοποίηση του νομοσχεδίου κρύβεται η συμμαχία της με τις πιο συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και την Ακροδεξιά. Παρά τις εκκλήσεις της καραμανλικής Δεξιάς κυρίως για στροφή στο κέντρο και τη δήθεν ίση απόσταση της ΝΔ απ’ τα δύο «άκρα» οι κυρίαρχες δυνάμεις στη ΝΔ έχουν σαφή προσανατολισμό προς την υπερσυντηρητική πολιτική και ιδεολογία, που αποτυπώνεται στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Το στίγμα δίνει ο γνωστός γεφυροποιός Δεξιάς και Ακροδεξιάς Τ. Μπαλτάκος: Η Δεξιά «πρέπει να μη στρέφεται εναντίον των πυλώνων της: των Σωμάτων Ασφαλείας, των Ενόπλων Δυνάμεων και της Εκκλησίας». Γι’ αυτό πρέπει να μην περάσει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ώστε οι μητροπολίτες να μπορούν «με εγκυκλίους ή από άμβωνος να καταφέρονται κατά αιρετικών ή άλλων δογμάτων ή θρησκειών, στο βαθμό που επηρεάζουν την ελληνική κοινωνική τάξη, όπως οι Μουσουλμάνοι». Οι υποχωρήσεις της κυβέρνησης στα άκρως συντηρητικά ερείσματά της ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου γι’ αυτές τις δυνάμεις που εντείνουν τις πιέσεις τους στην κυβέρνηση, για την περαιτέρω συντηρητικοποίηση του νομοσχεδίου. Στο πλαίσιο αυτών των πιέσεων εντάσσονται η αύξηση των κρουσμάτων βίας κατά μεταναστών και γκέι, η αναθέρμανση της υπερσυντηρητικής απαίτησης να μην ανεγερθεί το τέμενος στο Βοτανικό, οι ακραίες δηλώσεις τεσσάρων μητροπολιτών κατά του νομοσχεδίου, η άρνηση της Εκκλησίας να δεχτεί το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, η πίεση των 38 υπερσυντηρητικών βουλευτών της ΝΔ για την επέκταση της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος στην άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων, των ελλήνων Μικρασιατών και των Ποντίων. Οι πιέσεις δεν αποδείχτηκαν ατελέσφορες. Η συγκυβέρνηση φαίνεται να παλινδρομεί στην προ Φύσσα ανοχή της ρατσιστικής βίας, η ανέγερση του τεμένους έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Στο νομοσχέδιο η κυβέρνηση υποχωρεί στις απαιτήσεις της Εκκλησίας και δεν περιλαμβάνει το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, επεκτείνεται η ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Ποντίων και των Αρμενίων, ενώ διατηρείται ο κολασμός όχι της ρατσιστικής βίας αλλά της υποκίνησής της.
Τρίτο, το νομοσχέδιο εμμέσως πλην σαφώς στρέφεται κατά της προοδευτικής και ιδιαίτερα κατά της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Υπό το κάλυμμα ενός επίπλαστου αντιφασισμού δεν ποινικοποιεί απλώς τον ρατσιστικό λόγο. Στην πραγματικότητα ποινικοποιεί την ελευθερία της έκφρασης με όρους και διατυπώσεις, που μπορεί να ισχύουν και για τον ριζοσπαστικό, αντικρατικό, αντιεθνικιστικό λόγο. Μάλιστα, αυτή η εκτίμηση ενισχύεται, αν εξετάσουν συγκριτικά το ρατσιστικό νομοσχέδιο με τον νέο Ποινικό Κώδικα που επεξεργάστηκε η νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Η συνεξέταση οδηγεί στη διαπίστωση ότι και τα δύο κείμενα στο «πίσω μέρος» των διατάξεών τους ποινικοποιούν την αντισυστημική ιδεολογία και ρητορική. Ούτως ή άλλως η άρνηση του ολοκαυτώματος των Εβραίων και της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων περιστέλλει αντιδημοκρατικά την ελευθερία της έκφρασης. Στο αντιρατσιστικό διατυπώνεται η καταδίκη του λόγου «που υποκινεί στη βία ή το μίσος ή ενέχει απειλητικό και υβριστικό χαρακτήρα». Υπάρχει αμφιβολία ότι μ’ αυτές τις αμφισημίες κάλλιστα μπορεί να ποινικοποιηθεί ο ριζοσπαστικός, ταξικός, εξεγερτικός λόγος, η συμπερίληψη της αναγκαστικής και αμυντικής βίας στην επαναστατική θεωρία, αν ληφθεί υπόψη μάλιστα ότι η ΕΕ εξομοιώνει φασισμό και κομμουνισμό; Σε παρόμοια κατεύθυνση κινείται το σχέδιο για τον νέο Ποινικό Κώδικα. Στο σχέδιο εξισώνεται η πρόθεση ανατροπής, ακόμα και η έκφρασή της μέσω του Διαδικτύου, του πολιτεύματος με την πράξη της ανατροπής, από πλημμέλημα μετατρέπεται σε κακούργημα που επισύρει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Η δομική κρίση του καπιταλισμού τον ωθεί να θωρακίζεται με υπεραντιδραστικά όπλα. Μια ακόμη «μεταρρύθμιση» αποδεικνύεται αντιμεταρρύθμιση.