Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Με τον πλέον εμφατικό τρόπο καταδείχθηκε στο Συμβούλιο Κορυφής της Πέμπτης, -που έγινε μέσω τηλεδιάσκεψης– ποιες είναι οι πραγματικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και σε περιπτώσεις γενικευμένης υγειονομικής κρίσης όπως η σημερινή. Πέρα και πάνω από όλα βρίσκονται οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο μπορεί να γίνει «λάστιχο», όσον αφορά τις δημοσιονομικές δαπάνες για μία συγκεκριμένη περίοδο, σε καμία περίπτωση όμως δεν εγκαταλείπονται οι αρχές του. Ακριβώς, γιατί αυτές είναι που προστατεύουν τα συμφέροντα των πολυεθνικών και δεν αλλάζουν λόγω… ιών και επιδημιών.
Η αποτυχία του προχθεσινού Συμβουλίου Κορυφής να καταλήξει σε ένα κείμενο συμπερασμάτων, δηλαδή, πρακτικά, σε μία απόφαση, έστω μιας που θα περιλαμβάνει την έκδοση κοινών ομολόγων για όλες τις χώρες-μέλη, ουσιαστικά επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό. Η νεοφιλελεύθερη αξία της λιτότητας προς όφελος της δημοσιονομικής πειθαρχίας κάθε κράτους-μέλους χωριστά, ως προϋπόθεση ανταγωνιστικότητας, αποδείχθηκε ισχυρότερη, από οτιδήποτε άλλο.
Οι προ ημερών μεγαλόστομες δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν περί παράκαψης του Συμφώνου Σταθερότητας του 1997 και η υπόσχεση της ότι η «Ευρώπη θα κάνει ό,τι χρειαστεί», αποδείχθηκαν λόγια χωρίς αντίκρισμα. Επιβεβαιώθηκε, σαφώς, ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, που είχε εξαρχής φροντίσει να ξεκαθαρίσει πως οποιοδήποτε μέτρο παρθεί για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, όσο μεγάλο κι αν είναι το πακέτο κονδυλίων που θα εκταμιευθεί, θα έχει προσωρινό χαρακτήρα και δεν θα ξεφεύγει από την προοπτική της εφαρμογής, έστω και με ένα διάλειμμα, των κανόνων της Ευρωζώνης. Η έκδοση κοινού ομολόγου, δηλαδή της συλλογικής διαχείρισης του χρέους των ευρωπαϊκών κρατών, προφανώς δεν γίνεται αντιληπτό ως μέτρο εντός των κανόνων αυτών.
Έτσι, λοιπόν, η πρόταση που τέθηκε στο τραπέζι για την ενίσχυση δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης, της γαλλικής και της ιταλικής, που πλήττονται από τον κορονοϊό, ήταν ουσιαστικά η περίφημη «πιστοληπτική γραμμή στήριξης». Αυτό δηλαδή που προτάθηκε το 2014 στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και συνιστά δανεισμό με «μνημονιακού» τύπου δεσμεύσεις. Γεγονός που είναι κάτι παραπάνω από σαφές τι σημαίνει για μία οικονομία όπως αυτή της Ιταλίας, στην οποία η οικονομική ζημιά που φέρεται να έχει γίνει το τελευταίο τρίμηνο είναι της τάξης των 55 έως 58 δισεκατομμυρίων ευρώ. Μια τέτοια προοπτική θεωρήθηκε, προφανώς, πολιτικά μη διαχειρίσιμη από την κυβέρνηση Κόντε και, για τον λόγο αυτό, η Ιταλία άσκησε ουσιαστικά βέτο, το οποίο υποστήριξε η Ισπανίας, ενώ αντίθετη στην πρόταση ήταν και η Γαλλία. Μάλιστα, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μίλησε ευθέως για επερχόμενη κρίση που «μπορεί να σκοτώσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Στον αντίποδα, αρνητική στην έκδοση κοινού ομολόγου ήταν η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία. Από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για «αναντιστοιχία ανάμεσα στους όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή αυτής της κρίσης (επική, πρωτοφανής άνευ προηγουμένου) και στα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής και ζήτησε να διερευνηθούν όλοι οι εναλλακτικοί τρόποι μίας ενιαίας ευρωπαϊκής απάντησης». Ουσιαστικά, δηλαδή, η κυβέρνηση συνέχισε να κινείται σε καθεστώς ισορροπιών, τασσόμενη μεν με τις θέσεις Ιταλίας, Ισπανίας και Γαλλίας, δίχως όμως να αντιδρά στα κυρίαρχα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Πάντως, οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν, αφού νέα πρόταση αναμένεται να καταθέσει μετά από διαβουλεύσεις η θεσμική πεντάδα της ΕΕ, δηλαδή οι επικεφαλής της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Eurogroup.